tromaktiko: Αλκη Ζέη: «Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ»

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Αλκη Ζέη: «Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ»



Η Αλκη Ζέη περπάτησε βήμα-βήμα την Ιστορία του καιρού της, του καιρού μας -έγινε κομμάτι της. Και συνεχίζει. Με ένα ακόμα βιβλίο που...
μόλις κυκλοφόρησε («Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;») κι άλλο ένα που είναι στα σκαριά, η συγγραφέας της «Αρραβωνιαστικιάς του Αχιλλέα» και του αυτοβιογραφικού «Με μολύβι φάμπερ νόυμερο δύο», μετράει τη ζωή με στιγμές -γιατί αυτές μετράνε.

Στο σπίτι της, ένα διαμέρισμα στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, γεμάτο πίνακες, φωτογραφίες και αναμνήσεις, επικρατεί ένα γοητευτικό ανακάτεμα από τα παλιά και τα καινούργια της ζωής της. Την μεθεπομένη θα έφευγε για τη Σάμο, την πατρίδα των παιδικών της χρόνων. Για τον Δεκέμβριο είναι προγραμματισμένο το καθιερωμένο ταξίδι στις Βρυξέλλες, στην κόρη και τα εγγόνια της, όπου μπορεί και γράφει απερίσπαστη.

Συναντηθήκαμε, κατά σύμπτωση, στις 12 Οκτωβρίου, την ημέρα της Απελευθέρωσης της Αθήνας. Και γυρίσαμε τον χρόνο πίσω, για λίγο, για  να μιλήσουμε για εκείνα που πέρασαν κι ύστερα ήρθαν τα τωρινά. Ολα σε πρώτο πρόσωπο.

«Την ημέρα της Απελευθέρωσης φανταζόμουν ότι όλα τέλειωσαν κι ότι θα είναι η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Οτι από αύριο αρχίζουμε καινούργια ζωή, χωρίς να έχουμε κανένα δυσάρεστο να μας συμβεί κι ότι όλος ο κόσμος είναι δικός μας. Ούτε πενήντα μέρες δεν κράτησε η χαρά».

«Στον Πόλεμο υπήρχε ένα ηθικό ανεβασμένο γιατί όλοι μαζί πολεμούσαμε τους Γερμανούς. Ο Εμφύλιος είναι πολύς βαρύς, γιατί πολεμάς τον διπλανό σου. Εκείνος ο Δεκέμβρης ήρθε πολύ απότομα.

Σίγουρα ο σπόρος για να γίνω συγγραφέας βρίσκεται στα παιδικά μου χρόνια. Από εκεί ξεκίνησα. Τα πιο ξένοιαστα χρόνια μου ήταν στη Σάμο, παιδί. Ο παππούς μου μας άφηνε ελεύθερες. Είχαμε τη θάλασσα στα πόδια μας, τριγυρνούσαμε ανάμεσα στα σπίτια, όλοι γνωστοί και συγγενείς.

Στην Ελλάδα σήμερα την ψάχνω την αριστερά. Δεν βρίσκω που είναι η αριστερά.

Εκείνη την εποχή ήταν πολύ σπάνιο ένα σπίτι να μεγαλώνει κορίτσια με ελευθερία, όπως μεγαλώσαμε η αδελφή μου κι εγώ. Αλλά κι ο παππούς μου που είχε επτά κόρες, έτσι τις είχε μεγαλώσει. Είναι κυρίως θέμα παιδείας. Ηταν από τη Σμύρνη, διευθυντής της Ευαγγελικής Σχολής. Τον ενδιέφεραν τα βιβλία και τα διαβάσματά του, δίδασκε αρχαία ελληνικά. Αφηνε τις επτά κόρες του, που ήταν και κούκλες, ελεύθερες. Ηξερε. Μια μέρα ο παππούς μου είδε στον δρόμο τον άνδρα της αδελφής της γιαγιάς μου, τον Κατεβαίνη, που είχε κάνει το παλιό συντακτικό της αρχαίας. Εκείνος είχε μια κόρη και άσχημη. Και ρώτησε τον παππού μου αν αγωνιά για το πως θα παντρέψει τις δικές του. «Οταν έρθει η ώρα τους θα υπαντρευθώσι», του είπε. Κι ήρθε η ώρα τους και υπαντρεύθησαν.

Τον πατέρα μου όλο τον φλομώναμε στο ψέμα, αλλά ήταν εκείνος που κυριαρχούσε στο σπίτι. Εμείς, και με τη βοήθεια της μαμάς, κάναμε τα δικά μας.

Αρχισα να γράφω όταν πήγαινα ακόμα σχολείο. Τα πρώτα γραψίματα ήταν για το κουκλοθέατρο. Πώς άρχισα να γράφω; Οταν ο θείος μου παντρεύτηκε τη Διδώ Σωτηρίου που ήταν δημοσιογράφος, εκείνη μου εξήγησε ότι «τις σκέψεις σου μπορείς να τις γράφεις». Κι αυτό μ΄άρεσε πολύ. Γιατί η αδελφή μου ήταν πολύ φλύαρη και δεν μου άφηνε χώρο, Και μου άρεσε πολύ να μπορώ να γράψω τις σκέψεις μου».
«Η Διδώ ήταν καθοριστική μορφή στη ζωή μου, στη ζωή μας. Εβαλε όλο το σπίτι μας στην αριστερά. Στην καθημερινότητά της ήταν μια γυναίκα όπως όλες, που μαγείρευε σουτζουκάκια και μπακλαβάδες. Κι από την άλλη μεριά ήταν δημοσιογράφος, καβαλούσε τη μοτοσυκλέτα. Αλλά δεν ήταν όμως σουφραζέτα.

Εκείνη την εποχή δεν είχες και πολλά να διαλέξεις. Εμπαινες στην αριστερά γιατί ήταν η αντίσταση. Δεν το βλέπαμε ότι μπαίναμε στην αριστερά -ούτε ξέραμε πολύ για τον μαρξισμό. Πηγαίναμε στην Αντίσταση.

Είναι αλήθεια βιώσαμε ένα όραμα και μια απογοήτευση αλλά ευτυχώς την απογοήτευση την πήραμε αρκετά μεγάλοι και ώριμοι. Γιατί κρατήσαμε το όραμα όσο ήμασταν νέοι κι αυτό μας βοήθησε να περάσουμε και δυσκολίες και όλα. Υστερα στην απογοήτευση, που είσαι πιο ώριμος, κρίνεις λογικά.

Οχι ότι το δικό μας όραμα ήταν λάθος. Αλλά ότι κάτι στράβωσε. Πιστεύαμε ότι βάζαμε κι εμείς το πετραδάκι μας για να ελευθερωθεί η Ελλάδα. Οι λεπτομέρειες δεν μας ενδιέφεραν. Οχι δεν είπα ποτέ ότι ήταν μάταια όσα έγιναν. Γιατί μέσα σε όλα αυτά έγιναν και πράγματα που προχώρησαν τον κόσμο, τον τόπο.

Στην Ελλάδα σήμερα την ψάχνω την αριστερά. Δεν βρίσκω που είναι η αριστερά. Μετά το ΚΚΕσωτερικού που το πιστέψαμε, γιατί πιστέψαμε ότι θα γίνει η αλλαγή, ότι θα φύγουμε από τον δογματισμό και θα βαδίσουμε σε μια αριστερά καινούργια, χάθηκε η αριστερά -χάλασε η φάβα».

«Αθελά μου έζησα την ιστορία, στην ιστορία της καθημερινής μέρας. Δεν είχα συνείδηση τότε ότι ζω μέσα στα πράγματα. Ετσι ήταν. Το μεγάλο δώρο ήταν που ζήσαμε μαζί με τους μεγάλους: Στα δεκάξι μας πηγαίναμε με την αδελφή μου στον Λουμίδη και ακούγαμε να μιλάνε οι μεγάλοι, που δεν ήταν ακόμα τόσο διάσημοι, όπως ο Γκάτσος, ο Ελύτης, ο Εμπειρίκος και μέναμε με ανοιχτό το στόμα. Τώρα δεν ξέρω αν μαζεύονται οι διανοούμενοι κι αν συζητάνε για ποίηση και λογοτεχνία, αλλά ειλικρινά τότε εκείνοι μιλούσαν μόνον γι΄αυτά. Ούτε για πείνα ούτε για τίποτε άλλο...

Αργότερα ήμουν εκεί στη δημιουργία του Θεάτρου Τέχνης. Από τον Κουν κρατάω τις πρώτες αξέχαστες παραστάσεις, την καλοσύνη που είχε στο βάθος του και την αγάπη του για το θέατρο -ήταν πάνω απ΄όλα. Κατάφερε, μέσα στην Κατοχή, να παρουσιάσει το αμερικανικό θέατρο, που το μετέφραζε ο άνδρας μου, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, αλλάζοντας τα ονόματα σε ισπανικά... Λένε πολλοί ότι ο Κουν δεν πήρε μέρος στην Αντίσταση. Μα αυτό που έκανε ήταν σαν να έκανε χίλιες φορές Αντίσταση. Αλλωστε έκανε κάτι που δεν μπορούσε κανεις άλλος να κάνει.

«Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;».... Οταν με ρώτησε η εγγονή μου εγώ απάντησα δέκα χρόνια, αλλά τα βρήκαν λίγα, κι είπαν δέκα πέντε και συμφωνήσαμε στα δέκα τρία

Το πρώτο σύνθημα που γράψαμε ήταν «και μπακάλη και συσσίτιο», γιατί πολύ σωστά είχε σκεφτεί τότε το κόμμα ότι πρώτα πρέπει να χορτάσουμε κι ύστερα να γράψουμε για τα άλλα.



Ο Μάης του ΄68 ήταν άλλη μια ελπίδα για να αλλάξουν τα πράγματα και πράγματι άλλαξαν πολλά τότε στο Πανεπιστήμιο στη Γαλλία. Αυτή η ελπίδα διαλύθηκε πολύ γρήγορα, αλλά έμειναν κάποια θετικά.

Στη Μόσχα άρχισα να γράφω. Πέρυσι τον Σεπτέμβριο ξαναπήγα στη Ρωσία και ένιωσα ότι πάω σε μια χώρα που δεν έχω ξαναζήσει ποτέ. Μείναμε λίγο. Οταν μου ζήτησε η εκδότριά μου να της πω τι θέλω να δω, εγώ της ζήτησα να πάω στο κουζινάκι που έγραψα «Το καπλάνι της βιτρίνας», στο σπίτι μας... Και πάμε στο σπίτι που έμενα, όπου δεν αναγνώρισα τίποτα. Το διαμέρισμά μας ήταν στον τρίτο όροφο -στον πρώτο και τον δεύτερο λειτουργούσε παιδικός σταθρμός. Η πόρτα μας είχε ένα ξύλινο πόμολο, χωρίς κλειδί. Τώρα η πόρτα ήταν ατσάλινη και τα παράθυρα του παιδικού σταθμού είχαν πλέον κάγκελα. Χτυπήσαμε το κουδούνι. Κατέβηκε ο καινούργιος ένοικος. Μας είπε ότι η γυναίκα του δεν θέλει να μπούμε σπίτι τους κι ότι στον κατάλογο που τους έχουν δώσει με τους προηγούμενους ενοίκους, δεν υπάρχει το δικό μας όνομα. Γιατί ποτέ δεν έμεινε εκεί κανένας ξένος. Του είπα ότι έχει λάθος κατάλογο γιατί εμείς εκεί μέναμε. Δεν με άφησε να μπω. Μου κακοφάνηκε. Ηθελα πολύ να δω το παλιό μου διαμέρισμα...»
 Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
Φωτογραφία BOVARY-Πάνος Μάλλιαρης
«Στη Μόσχα μου έκαναν εντύπωση οι άνθρωποι. Ηταν αδιάφοροι, σαν να έχασαν μια ζεστασιά που υπήρχε... Ισως να είναι γενικό το κακό... Πρόσφατα όμως που πήγα στα Τίραννα, την ξαναβρήκα αυτή την ζεστασιά.

Επιπλέον στη Ρωσία μου χτύπησε πολύ στο μάτι ο νεοπλουτισμός. Κακόγουστος και πολύ εμφανής. Γιατί θέλουν να τον δείχνουν....

Ζούμε σε μια εποχή που όταν ακούω για πείνα, φτώχεια, πόλεμο, γίνομαι έξω φρενών

Η εντύπωση που έχω από τα παιδιά στα σχολεία που πάω στην Αθήνα, στην Ελλάδα, είναι πολύ καλή. Ομως με καλούν σχολεία που έχουν έναν δάσκαλο ή μια δασκάλα που κάνουν την υπέρβαση να μιλήσουν στα παιδιά για τα βιβλία, που έχουν αγαπήσει τα βιβλία. Κι έτσι όλα μου φαίνονται καλά... Εχω την τύχη να δω τα έργα μου σε πολύ καλές παραστάσεις. Τώρα παίζεται στην Κύπρο, για δεύτερη χρονιά «Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου»..

«Πόσο θα ζήσεις ακόμα γιαγιά;».... Οταν με ρώτησε η εγγονή μου εγώ απάντησα δέκα χρόνια, αλλά τα βρήκαν λίγα, κι είπαν δέκα πέντε και συμφωνήσαμε στα δέκα τρία. Τότε μου φάνηκαν πολλά...  Εχω παίξει πολύ με τα εγγόνια μου. Κυρίως ήθελαν να τους λέω ιστορίες. Και τους έχω διηγηθεί τόσες πολλές που αν γίνονταν σήριαλ θα ξεπέρναγαν τη «Λάμψη». Βλέποντας αυτές τις ιστορίες θέλησα να τις σχολιάσω, σήμερα, κι έτσι προστέθηκε το σχόλιό μου στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε.

«Η αρραβωνιαστικά του Αχιλλέα» με δυσκόλεψε πιο πολύ από όλα τα βιβλία μου. Είναι πιο δύσκολο είναι όταν θέλεις να κάνεις από την αυτοβιογραφία, μυθιστόρημα. Γιατί ήθελα να είναι τα γεγονότα που έχω ζήσει, αλλά να μην είμαστε ούτε εγώ ούτε ο άντρας μου. Ηταν μια δύσκολη ισορροπία που με παίδεψε».
 Φωτογραφία Ndp
Φωτογραφία Ndp
«Μνήμη: Δεν ξέρω να σας πω γιατί, αλλά κι εγώ και η αδελφή μου θυμόμαστε πάρα πολύ. Καμία από τις δύο μας δεν θα ήθελε να αλλάξει ζωή.

Χρόνος: Τώρα αρχίζω να μην βάζω πια όρια. Τώρα λέω «μετράνε οι στιγμές», όχι τα χρόνια. Πηγαίνω σε εκδηλώσεις, σε σχολεια, ταξιδεύω. Το παρακάνω. Πηγαίνω και στο θέατρο, όχι πολύ. Με εκνευρίζουν οι αναποδογυρισμένες παραστάσεις -είδα πρόσφατα τη «Μήδεια» στην καταπληκτική μετάφραση του Βολανάκη, που παίζανε τρεις ηθοποιοί. Ισως είμαι οπισθοδρομική, αλλά μου ήταν αδύνατον να δω τη Μήδεια με μούσι...

Γράφω μόνο όταν πηγαίνω στις Βρυξέλλες, όπου ζει η κόρη μου και τα εγγόνια μου. Εχει ησυχία και δεν κάνω τίποτε άλλο. Εχω αρχίσει ένα μυθιστόρημα, είμαι στη μέση -αλλά δεν λέω τίποτα για το περιεχόμενό του.

Να σας πω ακόμα αμφιβάλλω για μένα, όταν ακούω τόσα πολλά κοπλιμέντα. Δεν αισθάνομαι επιτυχημένη

Ζούμε σε μια εποχή που όταν ακούω για πείνα, φτώχεια, πόλεμο, γίνομαι έξω φρενών. Το κουβεντιάζαμε μια μέρα με την Ελένη Αρβελέρ, και λέγαμε ότι αυτές οι κουβέντες για την πείνα είναι σαχλαμάρες. Ο κόσμος είναι πραγματικά σε πολύ δύσκολη κατάσταση, αλλά όχι όπως τότε που για να πάμε σχολείο πηδούσαμε πάνω από τα πτώματα στον δρόμο. Κι είχε γίνει καθημερινό πράγμα. Τον πρώτο καιρό είχαμε τρομάξει. Μετά δεν μας έκανε πια εντύπωση...



Σήμερα, δεν μπορώ, βαριέμαι να παρακολουθώ το Κομμουνιστικό Κόμμα. Εχει μείνει εκεί και θαρρείς πως ακούς κασέτα. Μου είναι συμπαθείς, αλλά τους βαριέμαι.

Ποια αριστερά κυβερνά; Λέει ότι είναι αριστερά. Δεν τη θεωρώ αριστερά.

Στη ζωή με απογοητεύουν αυτοί που έχω πιστέψει, όχι εκείνοι στους οποίους δεν πίστεψα ποτέ. Με την αδελφή μου γελούσαμε μια μέρα που θυμόμαστε το κλάμα που κάναμε όταν αποστάσησε ο Τσιριμώκος... Τώρα δυστυχώς δεν έχω για κανέναν να κλάψω, είτε αποστατήσει είτε όχι. Κανέναν.

Ο Γλέζος είναι ένα μνημείο, μια ιστορία της Ελλάδας ολόκληρης. Και μου αρέσει έτσι όπως είναι.

Αισθάνομαι ότι δεν με αφορούν οι σημερινοί πολιτικοί. Υπάρχουν κάποιοι βέβαια που παρακολουθώ την εξέλιξή τους, αν και ακόμα δεν έχει βγει κάτι στον αφρό. Η εποχή δεν βοηθάει».
«Ζούμε μια εποχή λίγο σαχλή, γιατί δεν έχει μεγάλα πράγματα να εμπνεύσουν. Το βλέπεις και στα νέα παιδιά, που προσπαθούν να δημιουργήσουν ομάδες και ψάχνουν να βρουν κάτι που ξεφεύγει από τα συνηθισμένα.

Είναι πολλά τα γεγονόταν που καθόρισαν εμένα και τη ζωή μου. Ενα ένα κι όλα μαζί. Η Διδώ και ο Γιώργος Σεβαστίκογλου, ο άντρας μου, με βοήθησαν να έχω ανοιχτό μυαλό. Ηταν μεγάλη τύχη όλο αυτό που έζησα.

Η γυναίκα, παλιά, βγήκε από το σπίτι στον δρόμο, για να πάει στο κόμμα. Τώρα δεν υπάρχουν περιορισμοί. Εχουν αλλάξει και οι σχέσεις με το άλλο φύλλο. Χωρίζουν πολύ εύκολα οι άνθρωποι, δεν ξέρουν τι θα πει συμβίωση. Καθένας βγάζει τον εγωισμό του. Η πολλή ελευθερία τους έχει αποδιοργανώσει.

Ο έρωτας με καθόρισε. Με τον Γιώργο δεν συμβιώναμε σε καθημερινή βάση. Δεν είχαμε την τριβή της κάθε μέρας. Οταν επιστρέψαμε για τα καλά στην Ελλάδα, είχαμε μεγαλώσει πια, είχαμε φτιάξει την οικογένειά μας. Αλλωστε είχαμε πάντα τόσα άλλα προβλήματα που τα δικά μας πήγαιναν πίσω.

Θυμάμαι όταν ξύπνησα το πρωί της 21ης Απριλίου με την κόρη μου, που φορούσε την ποδιά της, και τον γιο μου να μου λένε ότι έγινε δικτατορία κι ότι ένας στρατιώτης τους είπε να μην πάνε σχολείο γιατί έγινε δικτατορία. Κι είπα, όχι πάλι, μόλις γυρίσαμε... Φύγαμε και πήγαμε στο Παρίσι. Μείναμε πολύ εκεί, τα παιδιά πήγαιναν σχολείο, ο Γιώργος συνεργαζόταν με τον Αντουάν Βιτέζ στο Ατελιέ του. Νομίζω ότι ο Γιώργος, αν δεν ήμουν εγώ που ήθελα να γυρίσω στην Ελλάδα, θα μπορούσε να εγκατασταθεί στη Γαλλία. Στη Μόσχα έγραψε την Αγγέλα...

Να σας πω ακόμα αμφιβάλλω για μένα, όταν ακούω τόσα πολλά κοπλιμέντα. Δεν αισθάνομαι επιτυχημένη.

Τι ονειρεύομαι; Για το μέλλον; Τόσο μακρύ δεν το βλέπω. Ονειρεύομαι να περάσω καλά τον καιρό που μου απομένει. Δεν ξέρεις ποτέ πόσος είναι αυτός ο καιρός. Αποδώ και μπρος οι στιγμές μετράνε...
Πηγή

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!