Ο Χένρι Γούλγκαρ, εργάτης στο Εσερ του Σάρρεϋ, πήγαινε στη δουλειά του και περνώντας από ένα εξοχικό σπίτι, είδε κάτι ασυνήθιστο να κρέμεται από ένα παράθυρο.
Πλησιάζοντας πιο κοντά είδε ένα κρεμασμένο μαξιλάρι γεμάτο με αίμα. Ο Χένρι χτύπησε το κουδούνι, ωστόσο, κανείς δεν απάντησε. Καθώς περνούσαν τα λεπτά, γείτονες άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω από το σπίτι. Μια γυναίκα έκανε την εμφάνισή της και προσπάθησε να τους τραβήξει την προσοχή.
Ο Χένρι ανέβηκε τη σκάλα και κοίταξε μέσα. Στην αρχή δεν είδε κανέναν, ωστόσο, στη συνέχεια εμφανίστηκε μια μορφή στο κεφαλόσκαλο.
Ηταν η Μέρι Αν Μπραφ. Τα μαλλιά της ήταν κάτω και το σώμα της ήταν καλυμμένο με αίμα. Γυρνώντας προς το μέρος του Χένρι, ο άνδρας είδε πως είχε κομμένο λαιμό.
Αμέσως έτρεξε να βρει γιατρό. Οταν γύρισε ένας από τους γείτονες είχαν μπει μέσα στο σπίτι και αντίκρισε ένα φρικτό θέαμα. Η Μέρι Αν βρισκόταν στο κρεβάτι, ενώ στο πάτωμα ήταν ο γιος της με κομμένο τον λαιμό. Σε άλλο δωμάτιο βρέθηκαν άλλα πέντε παιδιά όλα με τραύματα στο λαιμό να κείτονται νεκρά.
Η απορία όλων ήταν ποιος σκότωσε με αυτό τον ειδεχθή τρόπο έξι μικρά παιδιά και τραυμάτισε σοβαρά την Μέρι Αν.
Η απάντηση ήρθε δια στόματος της ίδιας της, αφού δέχθηκε τις πρώτες βοήθειες από τον γιατρό. Αυτή ήταν ο δολοφόνος. Ομολόγησε πως σκότωσε τα παιδιά ένα-ένα με ξυράφι και στη συνέχεια προσπάθησε να αυτοκτονήσει.
Η δολοφόνος του Εσερ συντάραξε την βικτοριανή Βρετανία, όχι μόνο γιατί η Μέρι Αν ήταν μια κατά συρροήν δολοφόνος, αλλά γιατί είχε αναλάβει τη φροντίδα του μεγαλύτερου γιου του της βασίλισσας Βικτώριας, πρίγκιπα της Ουαλίας, Μπέρτι. Η Μέρι Αν ήταν τροφός του πρίγκιπα και εκείνη που τον φρόντιζε.
Η βασίλισσα Βικτώρια
Σε αντίθεση με άλλους serial killers, η Μέρι Αν εξαφανίστηκε από τα βιβλία της ιστορίας. Δεν έχουν γραφτεί βιογραφίες ή τηλεοπτικές σειρές. Η ιστορία «θάφτηκε» σε σειρά του ITV.
Η βασίλισσα Βικτώρια κάλεσε τη Μέρι Αν δίπλα της στις 9 Νοεμβρίου του 1841, καθώς δεν είχε πρόθεση να θηλάσει τον μικρό. Πολλές γυναίκες της εποχής, όπως και η βασίλισσα, θεωρούσαν τον θηλασμό «ανυπέρβλητη αηδία», οπότε η τροφός ήταν επιβεβλημένη.
Για τη θέση υπήρχαν πολλές υποψήφιες καθώς η αμοιβή ήταν αρκετά υψηλή, αγγίζοντας τις 1.000 λίρες, οι οποίες ισοδυναμούν με το ποσό των περίπου 50.000 λιρών σήμερα. Πιθανότατα η Μέρι Αν πήρε τη δουλειά επειδή ο άντρας της, Τζορτζ, εργαζόταν ως οικοδόμος σε ένα από τα βασιλικά ακίνητα.
Η Μέρι Αν είχε γεννήσει πριν από 8 χρόνια και φέρεται να είχε χάσει αρκετά παιδιά μετέπειτα, πιθανότατα από την στέρηση του μητρικού γάλακτος, το οποίο και έδινε στα μωρά πλούσιων οικογενειών.
Η βασίλισσα Βικτώρια ήταν, αρχικά, ευχαριστημένη από την τροφό του μωρού της, θεωρώντας την απλή και όμορφη γυναίκα. Εκανε τη δουλειά της καλά και ο Μπέρτι ήταν ένα υγιές και ροδαλό μωρό, παρόλο που η ίδια η βασίλισσα υπέφερε από επιλόχεια κατάθλιψη και τον θεωρούσε άσχημο και τρομακτικό.
Ο βιογράφος του πρίγκιπα, η ιστορικός Τζέιν Ρίντλεϊ, υποστηρίζει πως επειδή η Βικτώρια δεν μπορούσε να δεθεί μαζί του, τον αγνοούσε, με αποτέλεσμα ο μικρός να περνά περισσότερο χρόνο με την Μέρι Αν.
Οκτώ μήνες μετά την πρόσληψή της, η Μέρι Αν απολύθηκε με τις αιτίες να είναι αδιευκρίνιστες. Κάποιες εφημερίδες ισχυρίστηκαν πως έπινε και άλλες πως δεν υπάκουε στους κανόνες. Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν επιβεβαιώθηκε. Η βασίλισσα Βικτώρια αναμφισβήτητα είχε ξεχάσει την Μέρι Αν, όταν μια μέρα, μετά από 10 χρόνια περίπου, άνοιξε την εφημερίδα και σοκαρίστηκε.
Η τροφός του παιδιού της είχε δολοφονήσει τα έξι της παιδιά.
«Μια φοβερή, φρικτή τραγωδία συνέβη στο Εσερ», έγραψε στο ημερολόγιό της στις 13 Ιουνίου. «Η κα Μπραφ, για οκτώ μήνες τροφός του Μπέρτι δολοφόνησε τα έξι τα παιδιά της. Η είδηση μας στοιχειώνει», πρόσθεσε.
Η Μέρι Αν, μετά την απόλυσή της, εγκαταστάθηκε με τον άνδρα της σε ένα σπίτι στο Εσερ, όπου άρχισε να γεννά και τα υπόλοιπά τους παιδιά. Μετά τη γέννηση του έβδομου παιδιού της, το 1852, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο με αποτέλεσμα να παραλύσει από την αριστερή της πλευρά, δεν μιλούσε καθαρά και το πρόσωπό της είχε παραμορφωθεί.
Ο γιατρός της, στο δικαστήριο, υποστήριξε πως παρατηρούσε σε αυτή «συμπτώματα ενός διαταραγμένου εγκεφάλου».
Αυτό που φαίνεται να συντέλεσε στην τραγωδία ήταν πως ο άντρας της υποψιαζόταν πως τον απατούσε. Στις 6 Ιουνίου του 1854 φέρεται να ζήτησε την επιμέλεια των παιδιών, γεγονός που συντάραξε την Μέρι Αν.
Τα παιδιά της εμφάνισαν ιλαρά και για αρκετές νύχτες έμενε ξύπνια για να τα θηλάζει. Ζήτησε από τον γιατρό της να της δώσει φάρμακο να περάσουν οι πονοκέφαλοι που είχε, αλλά εκείνος αρνήθηκε λέγοντας πως δεν ήταν κάποιο καινούργιο συμπτώματα.
Στις 9 Ιουνίου πήγε ξανά στον γιατρό αλλά δεν ήταν διαθέσιμος. Ετσι, επέστρεψε στα άρρωστα παιδιά της και έπεσε σε μια καρέκλα να κοιμηθεί.
Το βράδυ, ένας από τους γιους της άρχισε να την φωνάζει και τότε όλα της τα παιδιά αρχίζουν να φωνάζουν και συνέχισαν μέχρι τα μεσάνυχτα.
Τα παιδιά ησύχασαν αλλά η Μέρι Αν δεν μπορούσε να κοιμηθεί. «Υπήρχε κάτι σαν σύννεφο πάνω από τα μάτια μου. Σκέφτηκα πως θα πάω κάτω, θα πάρω ένα μαχαίρι και θα κόψω τον λαιμό μου», είπε αργότερα στον επιθεωρητή.
Ωστόσο, δεν έκανε αυτό. Μέσα στο σκοτάδι δεν μπόρεσε να κατέβει στην κουζίνα, έτσι έπιασε το ξυράφι του συζύγου της. Το κράτησε και άρχισε να κόβει τον λαιμό των παιδιών της.
«Πήγα στην Τζόρτζι πρώτα και την έκοψα. Δεν την κοίταξα. Μετά στην Κάρι, τον Χένρι, που είπε “Μητέρα, μην...”. Είπα πως έπρεπε. Μετά στον Μπιλ, που κοιμόταν, ποτέ δεν ξύπνησε», αναφέρει.
Κατευθυνόμενη στο άλλο δωμάτιο, είδε την Χάριετ και τον Τζορτζ ξύπνιους. Η μικρή πάλεψε πολύ αφού της έκοψε τον λαιμό. Στη συνέχεια, η Μέρι Αν επιχείρησε να αυτοκτονήσει και βρέθηκε στο πάτωμα.
Λίγο αργότερα σηκώθηκε, είδε τα παιδιά της μέσα στο αίμα και συνειδητοποίησε τι έκανε. Δεν μπορούσε να φωνάξει και έτσι κρέμασε ένα μαξιλάρι βαμμένο με αίμα στο παράθυρο.
Η δίκη της έγινε τον Αύγουστο του 1854. Η υπεράσπιση, επικαλούμενη τον ψυχίατρο Δρ. Φορμπς Γουίνσλοου, έκανε λόγο για «προσωρινή παραφροσύνη», που προκαλείται από εγκεφαλική νόσο και επιδεινώνεται από το άγχος, το στρες που είχε η Μέρι Αν για τα άρρωστα παιδιά της.
Η κατηγορούσα αρχή, από την πλευρά της, διαφώνησε και υποστήριξε πως τα εγκλήματα ήταν προμελετημένα. Στο σπίτι βρέθηκε διαθήκη που είχε γραφτεί μερικές ώρες πριν, στην οποία η Μέρι Αν άφηνε στη μεγάλη της κόρη κοσμήματα, ένα ασημένιο τσαγερό και δύο καρφίτσες, μιας που της είχε δωρίσει η βασίλισσα Βικτώρια και μια από την βασίλισσα των Βέλγων, προκειμένου να μην τα αφήσει στα χέρια του συζύγου της.
Η Μέρι Αν όσο ήταν υπό κράτηση ανέφερε πως «οι λόγοι για τους οποίους διέπραξε τα εγκλήματα ήταν γιατί φοβόταν πως θα αποχωριστεί τα παιδιά της μετά τη συμφωνία που θα έπρεπε να υπογράψει με τον σύζυγό της». Τα κίνητρά της ήταν σαφή: ζήλια και εκδίκηση. Παράλληλα, η μαρτυρία για μοιχεία έδειξε πως ήταν ανήθικη.
Ο δικαστής κάλεσε τους ενόρκους να κρίνουν ένοχη την Μέρι Αν, ωστόσο, εκείνοι την έκριναν αθώα λόγω τρέλας.
Η Μέρι Αν πέρασε την υπόλοιπη ζωή της σε νοσοκομείο του Λονδίνου, υπέστη κρίσεις και εγκεφαλικά επεισόδια τα οποία οδήγησαν σε παράλυση. Τελικά, πέθανε το 1861.
Για κάποιο διάστημα μετά την τραγωδία, το σπίτι της φρίκης έγινε μακάβριο τουριστικό αξιοθέατο, τροφοδοτώντας τη βικτωριανή γοητεία με βασιλική σύνδεση.