Δικηγόρος Αθηνών
Τα τελευταία χρόνια,παρατηρούμε στη χώρα μας να αυξάνονται τα ηλεκτρονικά... εγκλήματα, οι «κινηματογραφικές» δολοφονίες, οι συμμορίες που σκοτώνουν κατά παραγγελία, οι βιασμοί και γενικότερα οι εγκληματικές ενέργειες.Τα περισσότερα εγκλήματα που διαπράττονται αφορούν κυρίως κλοπές και διαρρήξεις. Αναφορικά με το προφίλ του εγκληματία, αυτό δεν είναι μόνο ένα, καθώς διαφοροποιήσεις παρατηρούνται ανάλογα με τις επιμέρους μορφές εγκληματικότητας. Δηλαδή, άλλο είναι το προφίλ του οικονομικού εγκληματία, άλλο του σεξουαλικού.Οι εν λόγω στάσεις αφορμώνται κυρίως από έξω-εγκληματικούς παράγοντες και σχετίζονται με δομικά χαρακτηριστικά του ατόμου, όπως ο συντηρητικός του προσανατολισμός. Κατόπιν όλων των ανωτέρω,πολύς λόγος γίνεται για το πότε νομιμοποιείται ο αστυνομικός να πυροβολήσει.
Ο αστυνομικός μπορεί να χρησιμοποιήσει το όπλο του,μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις,για τις οποίες πάλι,θα ταλαιπωρηθεί στα Δικαστήρια,προκειμένου να αποδείξει την νόμιμη χρήση του.Το υπάρχον πλαίσιο για τις Ψυχοτεχνικές εξετάσεις των αστυνομικών κρίθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Προστασίας του Πολίτη ανεπαρκές και εξετάζονται νέες διαδικασίες. Οι σκέψεις είναι να εκσυγχρονιστεί το πλαίσιο για τις Ψυχοτεχνικές εξετάσεις των αστυνομικών κατά τα πρότυπα άλλων χωρών.
Ο αστυνομικός υποχρεούται νομικά, πριν καταφύγει στην χρήση του πυροβόλου όπλου, να χρησιμοποιήσει παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματική βία, χρήση αστυνομικής ράβδου, χρήση χημικών μέσων όπως είναι τα δακρυγόνα, να προειδοποιήσει για χρήση όπλου και τέλος να προτάξει το όπλο. Δηλαδή πριν ένας αστυνομικός χρησιμοποιήσει κατά φύση ένα πυροβόλο όπλο θα πρέπει να μετέλθει εκείνου (ή εκείνων) του ηπιότερου μέσου που είναι in concreto πρόσφορο για να εκπληρώσει το υπηρεσιακό του καθήκον.
Ο αστυνομικός υποχρεούται νομικά, πριν καταφύγει στην χρήση του πυροβόλου όπλου, να χρησιμοποιήσει παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματική βία, χρήση αστυνομικής ράβδου, χρήση χημικών μέσων όπως είναι τα δακρυγόνα, να προειδοποιήσει για χρήση όπλου και τέλος να προτάξει το όπλο. Δηλαδή πριν ένας αστυνομικός χρησιμοποιήσει κατά φύση ένα πυροβόλο όπλο θα πρέπει να μετέλθει εκείνου (ή εκείνων) του ηπιότερου μέσου που είναι in concreto πρόσφορο για να εκπληρώσει το υπηρεσιακό του καθήκον.
Πρώτον, οφείλει ο αστυνομικός να δηλώσει την ιδιότητά του σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται. Δεύτερον, απαιτείται ρητά από τη διάταξη του νόμου, ο αστυνομικός να δηλώσει με σαφήνεια και σε γλώσσα που κατανοεί ο δέκτης της προειδοποίησης ότι προτίθεται άμεσα να χρησιμοποιήσει το πυροβόλο όπλο του. Στην έσχατη περίπτωση αν ο τρίτος δεν καταλαβαίνει την γλώσσα, μπορεί να επιχειρήσει και μια προειδοποιητική βολή στον αέρα. Τρίτο και εξαιρετικά σπουδαίο: κατόπιν των προηγούμενων απαραίτητων προπαρασκευαστικών –της χρήσης του όπλου- ενεργειών απαιτείται να παρασχεθεί εύλογος χρόνος στον τρίτο να συμμορφωθεί. Εξυπακούεται ότι η έννοια του «ευλόγου» κρίνεται κατά περίπτωση διαφορετικά.
Παράνομος Πυροβολισμός ακινητοποίησης: Η πραγματοποίηση από αστυνομικό παράνομου πυροβολισμού ακινητοποίησης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών έως πέντε ετών ανεξαρτήτως από την ποινή του αστυνομικού για την σωματική βλάβη που προκάλεσε στο τρίτο πρόσωπο. Η συρροή του εγκλήματος του αρ 6 Ν3169/2003 και της πιθανής σωματικής βλάβης θα είναι αληθής.
Παράνομος Εκφοβιστικός πυροβολισμός: Η πραγματοποίηση από αστυνομικό παράνομου εκφοβιστικού πυροβολισμού τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως πέντε ετών ανεξαρτήτως του αν ο προς εκφοβισμό τρίτος πειθάρχησε ή όχι στις εντολές του αστυνομικού.
Παράνομος Πυροβολισμός εξουδετέρωσης: Η πραγματοποίηση από αστυνομικό παράνομου πυροβολισμού εξουδετέρωσης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών έως πέντε ετών ανεξαρτήτως από την ποινή του αστυνομικού για την σωματική βλάβη ή την ανθρωποκτονία που προκάλεσε στο τρίτο πρόσωπο. Η συρροή σε αυτή περίπτωση θα είναι αληθής.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν 2800/2000: «Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους». Δηλαδή, ο αστυνομικός υπάλληλος δεσμεύεται παντού και πάντοτε από την ειδική περιοριστική νομοθεσία του Αστυνομικού Δικαίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 2 ΕΣΔΑ, ακόμη και εκτός υπηρεσιακού του ωραρίου. Εάν όμως ο αστυνομικός χρησιμοποιήσει το όπλο του εκτός υπηρεσίας δεν καλύπτεται από τις επιτρεπτικές του πυροβολισμού διατάξεις του Ν3169/2003 αλλά ίσως από γενικές διατάξεις για την άμυνα, κατάσταση ανάγκης .
Η χρήση του πυροβόλου όπλου πρέπει να είναι πάντα σύννομη και εντός των ορίων της αρχής της αναλογικότητας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του αρ.3 παρ8 Ν3169/2003 σύμφωνα με την οποία «Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγήτου επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωσή του».Ωστόσο, όπως ορίζεται ρητώς στο άρθρο 9 του Ν3169/2003, καθίσταται σαφές ότι η διαταγή ιεραρχικώς προϊστάμενου αστυνομικού ή επικεφαλής της ομάδας, δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του υφιστάμενου αστυνομικού ( ώστε με το σχήμα της έμμεσης αυτουργίας να τιμωρηθεί ο διατάξας ) λόγω ενεργοποίησης του αρ.21 ΠΚ, όταν η εντολή είναι προφανώς παράνομη ή αντισυνταγματική.
Η χρήση του όπλου διέπεται από τις προηγούμενες κατευθυντήριες αρχές που επιβάλλουν κλιμακωτή βαθμηδόν χρήση του πυροβόλου όπλου, από την ηπιότερη στην επαχθέστερη. Έτσι το είδος του πυροβολισμού εις το οποίον θα καταφύγει ο αστυνομικός, θα πρέπει να είναι εκείνο που θα βλάψει ή διακινδυνεύσει κατά το δυνατόν τα μικρότερης σημασίας έννομα αγαθά. Εξάλλου αυθεντικά ο νομοθέτης ορίζει ότι ηπιότερη είναι εκείνη η χρήση του όπλου, όταν έχουμε την «τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή.
Εφ όσον ο αστυνομικός είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει το όπλο του, θα πρέπει αυτό να γίνει με τον ηπιότερο και παράλληλα αποτελεσματικότερο τρόπο: με άλλα λόγια, αν αρκεί η ρίψη εκφοβιστικού πυροβολισμού στον αέρα έναντι του πυροβολισμού κατά πραγμάτων θα προηγηθεί η πρώτη. Επιπλέον, ακόμη και στα καθ εαυτά είδη πυροβολισμού, ενυπάρχει ένα είδος εσωτερικής λειτουργίας της αρχής της αναλογίας-αναγκαιότητας, εις την οποία πρέπει απαρέγκλιτα να υπακούει ο αστυνομικός: λόγου χάρη, στο πυροβολισμό ακινητοποίησης, θα πρέπει αυτός να γίνεται σε σημείο του σώματος που θα προκαλέσει την μικρότερη δυνατή βλάβη.
Ο νομοθέτης απαγορεύει τον πυροβολισμό ακινητοποίησης (ή εξουδετέρωσης) στις ακόλουθες περιπτώσεις:
εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος: σοβαρός κίνδυνος υφίσταται όταν αντικειμενικά και εξατομικευμένα είναι εξίσου πιθανό από την βολή του αστυνομικού να πληγεί ή ο εγκληματίας ή τρίτο πρόσωπο. Ακόμη και αν ο αστυνομικός, παρόντος του παραπάνω κινδύνου ρίξει στον κακοποιό και δεν τραυματισθεί ο τρίτος, τότε υπάρχει παράνομος πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης.
εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι: πρόκειται για την περίπτωση εκείνη εις την οποία ανάμεσα στον οπλισμένο εγκληματία υπάρχει άμαχο πλήθος. Τότε ο αστυνομικός απαγορεύεται να ρίξει με το όπλο του, εκτός αν το πλήθος είναι συλλήβδην ένοπλο! Εννοείται δε, ότι αν ο αστυνομικός ρίξει κατά τρίτου που βρίσκεται εντός αμάχου πλήθους και δεν τραυματιστεί κανένας, υπάρχει κανονικά παράνομος πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης.
εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου: ανήλικος κατά τον νομοθέτη είναι πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Καθίσταται ωστόσο επιτρεπτός ο πυροβολισμός κατά ανηλίκου αν είναι το μόνο επιτρεπτό πρόσφορο μέσο για να αποτραπεί ο ανήλικος από το να τελέσει ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη με κίνδυνο θανάτου ή θανατηφόρα έκθεση ή κάποιο από τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα.
εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο. Η συγκεκριμένη, τέταρτη στην σειρά, περίπτωση που απαγορεύεται η πραγματοποίηση βολής ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης, καθιστά πρόδηλο το ότι δεν επιτρέπεται η τελευταία όταν ο κακοποιός τρέπεται σε φυγή: είτε για να αποφύγει την σύλληψη, είτε για να αποφύγει τον έλεγχο, είτε διότι έτσι τελεί το έγκλημα ή ολοκληρώνει την ουσιαστική αποπεράτωση αυτού. Αρκεί και απαιτείται συνάμα αυτός απλώς να φεύγει και πάντως να μην εχθρεύεται τους αστυνομικούς. Με αυτό λοιπόν το σκεπτικό, μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται η άσκηση πυροβολισμού, θα πρέπει αυτή να λαμβάνει χώρα μόνο κατά την διάρκεια που τελείται το έγκλημα και όχι μετά την τέλεση αυτού.
Σύμφωνα με τον νομοθέτη, επιτρέπεται ο πυροβολισμός ακινητοποίησης :
-Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα. Πρέπει να σημειωθεί και ότι σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 Ν3169/2003που ρυθμίζει τη χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, ως ένοπλη επίθεση θεωρείται και η απειλή με πειστική απομίμηση όπλου ή με ανενεργό όπλο.
-Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή σωματικής βίας.
-Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή καταδιωκομένου που καταλαμβάνεται να τελεί επ` αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου.
-Για την αποτροπή παράνομης εισόδου στη χώρα ή εξόδου από αυτή προσώπων που επιχειρούν παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή πραγμάτων και φέρουν όπλα του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993.
-
Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων, στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξή τους έχει ανατεθεί ειδικά στον αστυνομικό και επιχειρείται βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσομένων από ένοπλο.
Για την αποτροπή απόδρασης ή ελευθέρωσης κρατουμένου που επιχειρείται με ένοπλη επίθεση.Πρόκειται για τις περιπτώσεις των εγκλημάτων του αρ. 172-174 του ΠΚ, που πραγματοποιούνται με την χρήση όπλων, οιονδήποτε όπλων.
Για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του. Να σημειωθεί εδώ ότι η εν λόγω διάταξη αφορά απαιτεί ο αφοπλισμός να γίνεται με χρήση βίας. Επίσης έχει τεθεί για την προστασία αποκλειστικά των πυροβόλων όπλων του αστυνομικού. Επίσης καταγράφεται ότι αν ο δράστης αφοπλίσει τον αστυνομικό και στην συνέχεια φύγει χωρίς να αντιδρά στην καταδίωξή του τότε δεν επιτρέπεται ο πυροβολισμός ακινητοποίησης εναντίον του.
Σύμφωνα με τον νομοθέτη οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύονται οι πυροβολισμοί εξουδετέρωσης:
για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου.
για τη διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης.
Συμπέρασμα:Ο αστυνομικός μπορεί να χρησιμοποιήσει το όπλο του,μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις,για τις οποίες πάλι,θα ταλαιπωρηθεί στα Δικαστήρια,προκειμένου να αποδείξει την νόμιμη χρήση του όπλου του.
Παράνομος Πυροβολισμός ακινητοποίησης: Η πραγματοποίηση από αστυνομικό παράνομου πυροβολισμού ακινητοποίησης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών έως πέντε ετών ανεξαρτήτως από την ποινή του αστυνομικού για την σωματική βλάβη που προκάλεσε στο τρίτο πρόσωπο. Η συρροή του εγκλήματος του αρ 6 Ν3169/2003 και της πιθανής σωματικής βλάβης θα είναι αληθής.
Παράνομος Εκφοβιστικός πυροβολισμός: Η πραγματοποίηση από αστυνομικό παράνομου εκφοβιστικού πυροβολισμού τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον τριών μηνών έως πέντε ετών ανεξαρτήτως του αν ο προς εκφοβισμό τρίτος πειθάρχησε ή όχι στις εντολές του αστυνομικού.
Παράνομος Πυροβολισμός εξουδετέρωσης: Η πραγματοποίηση από αστυνομικό παράνομου πυροβολισμού εξουδετέρωσης τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον έξι μηνών έως πέντε ετών ανεξαρτήτως από την ποινή του αστυνομικού για την σωματική βλάβη ή την ανθρωποκτονία που προκάλεσε στο τρίτο πρόσωπο. Η συρροή σε αυτή περίπτωση θα είναι αληθής.
Σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 Ν 2800/2000: «Όλες οι Υπηρεσίες της Ελληνικής Αστυνομίας και το προσωπικό της τελούν σε διαρκή ετοιμότητα για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος, την προστασία του δημοκρατικού πολιτεύματος και της έννομης τάξης και την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών. Το αστυνομικό προσωπικό, οι συνοριακοί φύλακες και οι ειδικοί φρουροί θεωρούνται ότι βρίσκονται σε διατεταγμένη υπηρεσία, σε κάθε περίπτωση που καθίσταται αναγκαία η παρέμβασή τους». Δηλαδή, ο αστυνομικός υπάλληλος δεσμεύεται παντού και πάντοτε από την ειδική περιοριστική νομοθεσία του Αστυνομικού Δικαίου, σε συνδυασμό με το άρθρο 2 παρ. 2 ΕΣΔΑ, ακόμη και εκτός υπηρεσιακού του ωραρίου. Εάν όμως ο αστυνομικός χρησιμοποιήσει το όπλο του εκτός υπηρεσίας δεν καλύπτεται από τις επιτρεπτικές του πυροβολισμού διατάξεις του Ν3169/2003 αλλά ίσως από γενικές διατάξεις για την άμυνα, κατάσταση ανάγκης .
Η χρήση του πυροβόλου όπλου πρέπει να είναι πάντα σύννομη και εντός των ορίων της αρχής της αναλογικότητας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση του αρ.3 παρ8 Ν3169/2003 σύμφωνα με την οποία «Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγήτου επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποία απειλείται βαριά σωματική βλάβη ή θανάτωσή του».Ωστόσο, όπως ορίζεται ρητώς στο άρθρο 9 του Ν3169/2003, καθίσταται σαφές ότι η διαταγή ιεραρχικώς προϊστάμενου αστυνομικού ή επικεφαλής της ομάδας, δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του υφιστάμενου αστυνομικού ( ώστε με το σχήμα της έμμεσης αυτουργίας να τιμωρηθεί ο διατάξας ) λόγω ενεργοποίησης του αρ.21 ΠΚ, όταν η εντολή είναι προφανώς παράνομη ή αντισυνταγματική.
Η χρήση του όπλου διέπεται από τις προηγούμενες κατευθυντήριες αρχές που επιβάλλουν κλιμακωτή βαθμηδόν χρήση του πυροβόλου όπλου, από την ηπιότερη στην επαχθέστερη. Έτσι το είδος του πυροβολισμού εις το οποίον θα καταφύγει ο αστυνομικός, θα πρέπει να είναι εκείνο που θα βλάψει ή διακινδυνεύσει κατά το δυνατόν τα μικρότερης σημασίας έννομα αγαθά. Εξάλλου αυθεντικά ο νομοθέτης ορίζει ότι ηπιότερη είναι εκείνη η χρήση του όπλου, όταν έχουμε την «τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή.
Εφ όσον ο αστυνομικός είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιήσει το όπλο του, θα πρέπει αυτό να γίνει με τον ηπιότερο και παράλληλα αποτελεσματικότερο τρόπο: με άλλα λόγια, αν αρκεί η ρίψη εκφοβιστικού πυροβολισμού στον αέρα έναντι του πυροβολισμού κατά πραγμάτων θα προηγηθεί η πρώτη. Επιπλέον, ακόμη και στα καθ εαυτά είδη πυροβολισμού, ενυπάρχει ένα είδος εσωτερικής λειτουργίας της αρχής της αναλογίας-αναγκαιότητας, εις την οποία πρέπει απαρέγκλιτα να υπακούει ο αστυνομικός: λόγου χάρη, στο πυροβολισμό ακινητοποίησης, θα πρέπει αυτός να γίνεται σε σημείο του σώματος που θα προκαλέσει την μικρότερη δυνατή βλάβη.
Ο νομοθέτης απαγορεύει τον πυροβολισμό ακινητοποίησης (ή εξουδετέρωσης) στις ακόλουθες περιπτώσεις:
εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος: σοβαρός κίνδυνος υφίσταται όταν αντικειμενικά και εξατομικευμένα είναι εξίσου πιθανό από την βολή του αστυνομικού να πληγεί ή ο εγκληματίας ή τρίτο πρόσωπο. Ακόμη και αν ο αστυνομικός, παρόντος του παραπάνω κινδύνου ρίξει στον κακοποιό και δεν τραυματισθεί ο τρίτος, τότε υπάρχει παράνομος πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης.
εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι: πρόκειται για την περίπτωση εκείνη εις την οποία ανάμεσα στον οπλισμένο εγκληματία υπάρχει άμαχο πλήθος. Τότε ο αστυνομικός απαγορεύεται να ρίξει με το όπλο του, εκτός αν το πλήθος είναι συλλήβδην ένοπλο! Εννοείται δε, ότι αν ο αστυνομικός ρίξει κατά τρίτου που βρίσκεται εντός αμάχου πλήθους και δεν τραυματιστεί κανένας, υπάρχει κανονικά παράνομος πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης.
εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου: ανήλικος κατά τον νομοθέτη είναι πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του. Καθίσταται ωστόσο επιτρεπτός ο πυροβολισμός κατά ανηλίκου αν είναι το μόνο επιτρεπτό πρόσφορο μέσο για να αποτραπεί ο ανήλικος από το να τελέσει ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη με κίνδυνο θανάτου ή θανατηφόρα έκθεση ή κάποιο από τα κοινώς επικίνδυνα εγκλήματα.
εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο. Η συγκεκριμένη, τέταρτη στην σειρά, περίπτωση που απαγορεύεται η πραγματοποίηση βολής ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης, καθιστά πρόδηλο το ότι δεν επιτρέπεται η τελευταία όταν ο κακοποιός τρέπεται σε φυγή: είτε για να αποφύγει την σύλληψη, είτε για να αποφύγει τον έλεγχο, είτε διότι έτσι τελεί το έγκλημα ή ολοκληρώνει την ουσιαστική αποπεράτωση αυτού. Αρκεί και απαιτείται συνάμα αυτός απλώς να φεύγει και πάντως να μην εχθρεύεται τους αστυνομικούς. Με αυτό λοιπόν το σκεπτικό, μόλις που χρειάζεται να αναφερθεί ότι σε όσες περιπτώσεις επιτρέπεται η άσκηση πυροβολισμού, θα πρέπει αυτή να λαμβάνει χώρα μόνο κατά την διάρκεια που τελείται το έγκλημα και όχι μετά την τέλεση αυτού.
Σύμφωνα με τον νομοθέτη, επιτρέπεται ο πυροβολισμός ακινητοποίησης :
-Για την απόκρουση ένοπλης επίθεσης, εφόσον η επίθεση άρχισε ή επίκειται, ώστε κάθε καθυστέρηση αντίδρασης να καθιστά αναποτελεσματική την άμυνα. Πρέπει να σημειωθεί και ότι σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 Ν3169/2003που ρυθμίζει τη χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, ως ένοπλη επίθεση θεωρείται και η απειλή με πειστική απομίμηση όπλου ή με ανενεργό όπλο.
-Για την αποτροπή επικείμενης τέλεσης ή εξακολούθησης κοινώς επικίνδυνου κακουργήματος ή κακουργήματος που τελείται με χρήση ή απειλή σωματικής βίας.
-Για τη σύλληψη καταδικασθέντος ή υποδίκου ή καταδιωκομένου που καταλαμβάνεται να τελεί επ` αυτοφώρω κακούργημα ή πλημμέλημα, εφόσον αντιδρά στη σύλληψή του και υπάρχει άμεσος κίνδυνος να κάνει χρήση όπλου.
-Για την αποτροπή παράνομης εισόδου στη χώρα ή εξόδου από αυτή προσώπων που επιχειρούν παράνομη διακίνηση ανθρώπων ή πραγμάτων και φέρουν όπλα του εδαφίου α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 2168/1993.
-
Για την προστασία εγκαταστάσεων κοινής ωφέλειας ή χώρων, στους οποίους φυλάσσονται αντικείμενα επικίνδυνα για τη δημόσια υγεία ή τη δημόσια τάξη ή πειστήρια εγκλήματος, εφόσον η φύλαξή τους έχει ανατεθεί ειδικά στον αστυνομικό και επιχειρείται βίαιη είσοδος, προσβολή ή αφαίρεση των φυλασσομένων από ένοπλο.
Για την αποτροπή απόδρασης ή ελευθέρωσης κρατουμένου που επιχειρείται με ένοπλη επίθεση.Πρόκειται για τις περιπτώσεις των εγκλημάτων του αρ. 172-174 του ΠΚ, που πραγματοποιούνται με την χρήση όπλων, οιονδήποτε όπλων.
Για την αποτροπή αφοπλισμού αστυνομικού κατά την υπηρεσία του. Να σημειωθεί εδώ ότι η εν λόγω διάταξη αφορά απαιτεί ο αφοπλισμός να γίνεται με χρήση βίας. Επίσης έχει τεθεί για την προστασία αποκλειστικά των πυροβόλων όπλων του αστυνομικού. Επίσης καταγράφεται ότι αν ο δράστης αφοπλίσει τον αστυνομικό και στην συνέχεια φύγει χωρίς να αντιδρά στην καταδίωξή του τότε δεν επιτρέπεται ο πυροβολισμός ακινητοποίησης εναντίον του.
Σύμφωνα με τον νομοθέτη οι περιπτώσεις στις οποίες απαγορεύονται οι πυροβολισμοί εξουδετέρωσης:
για την απόκρουση επίθεσης ενωμένης με επικείμενο κίνδυνο θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης ανθρώπου.
για τη διάσωση ομήρων, για τους οποίους απειλείται κίνδυνος θανάτου ή βαριάς σωματικής βλάβης.
Συμπέρασμα:Ο αστυνομικός μπορεί να χρησιμοποιήσει το όπλο του,μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις,για τις οποίες πάλι,θα ταλαιπωρηθεί στα Δικαστήρια,προκειμένου να αποδείξει την νόμιμη χρήση του όπλου του.