από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της τζαζ με θαυμαστές σε όλο τον κόσμο, σε μια εποχή μάλιστα που οι αφροαμερικανοί ήταν στο περιθώριο. Στον κύκλο του ήταν γνωστό πως ήταν και λάτρης της μαριχουάνας. Κάπνιζε από νεαρή ηλικία και δεν σταμάτησε ποτέ. Κάπνιζε ακόμα και πριν από τις παραστάσεις του ή τις ηχογραφήσεις σε στούντιο. Τον Νοέμβριο του 1930 συνελήφθη με τον ντράμερ Βικ Μπέρτον την ώρα που έκαναν χρήση του ναρκωτικού έξω από ένα κλαμπ στην Καλιφόρνια. Πέρασαν τη νύχτα σε ένα κελί γελώντας ασταμάτητα, καθώς η επήρεια της μαριχουάνας δεν είχε περάσει. Το γέλιο τους κόπηκε απότομα το πρωί, όταν τους είπαν ότι έπρεπε να πληρώσει ο καθένας 1.000 δολάρια πρόστιμο.
Τη δεκαετία του 1950, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, το αμερικανικό υπουργείο Εξωτερικών έστειλε αφροαμερικανούς συγγραφείς, καλλιτέχνες, μουσικούς και αθλητές ως πρεσβευτές καλής θέλησης σε όλο τον κόσμο για την προώθηση της αμερικανικής δημοκρατίας. Το Υπουργείο Εξωτερικών έστειλε τον Άρμστρονγκ για περιοδεία σε Ευρώπη και Ασία ως πρέσβη καλής θέλησης. Επιστρέφοντας, στα αεροδρόμια δεν περνούσε από τα τελωνεία, λόγω της ιδιότητάς του. Ωστόσο, το 1958, όταν προσγειώθηκε στο αεροδρόμιο Idlewild της Νέας Υόρκης, του ζήτησαν να σταθεί στην ουρά για τελωνειακό έλεγχο. Ο ‘Αρμστρονγκ άρχισε να ιδρώνει, καθώς στις αποσκευές του, εκτός από τα μουσικά του όργανα, μετέφερε και πάνω από ένα κιλό μαριχουάνα.
Ο πολιτικός άνοιξε τις θύρες…
Την ώρα που ο μουσικός περίμενε στην ουρά, με τους παλμούς της καρδιάς του να ανεβαίνουν, στην αίθουσα εμφανίστηκε ο αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον, τον οποίον ακολουθούσαν δημοσιογράφοι και φωτορεπόρτερς.
Οταν ο Νίξον είδε τον Άρμστρονγκ, τον πλησίασε αμέσως και τον ρώτησε τι κάνει στην ουρά του τελωνειακού ελέγχου. Ο Άρμστρονγκ τού απάντησε ότι μόλις είχε επιστρέψει από την Ασία, όπου τον είχε στείλει το Υπουργείο Εξωτερικών και του ζητήθηκε να περάσει από έλεγχο. Ο αντιπρόεδρος του είπε ότι οι πρέσβεις καλής θέλησης δεν περνούν από ελέγχους και προσφέρθηκε να του κουβαλήσει τις αποσκευές. Όπως ήταν αναμενόμενο, ο Άρμστρονγκ δέχθηκε μετά χαράς και ανακούφισης. Κάπως έτσι ο Νίξον πέρασε από το τελωνείο τις βαλίτσες του διάσημου μουσικού, χωρίς να τους ενοχλήσει κανείς. Άθελά του, ο Αντιπρόεδρος της Αμερικής και «πατέρας» του πολέμου κατά των ναρκωτικών έβαλε ναρκωτικά στη χώρα. Όταν αργότερα του είπαν τι είχε συμβεί, ο Νίξον απλώς αναρωτήθηκε κραυγάζοντας: «ο Άρμστρονγκ καπνίζει μαριχουάνα;».
Πηγή