Κουβέντες χαμένες σε αναφιλητά, παύσεις στο λόγο, θρήνος και οργή. Αυτή είναι η εικόνα της κυρίας Λ.Ν., στενής φίλης της 38χρονης μητέρας...
που το πρωί του Σαββάτου έμαθε ότι ο πρώην σύζυγός της, ο 40χρονος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας Δημήτρης Σκουτέλης, πήρε μαζί του στο θάνατο τα δύο τους οκτάχρονα παιδιά βάζοντας φωτιά στο διαμέρισμά όπου διέμενε στην περιοχή της Νέας Σμύρνης.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Βασιλάκης και ο Σταύρος δεν είναι πια στη ζωή. Κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει και περισσότερο απ’ όλους η μητέρα τους η Δέσποινα η οποία νοσηλεύεται σήμερα σε οικτρή ψυχολογική κατάσταση σε ιδιωτική κλινική των Αθηνών», λέει η κυρία Λ.Ν. και συνεχίζει: «Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένα τέρας, ένα κτήνος.
Το γνωρίζαμε από πάντα αλλά κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έκαιγε ζωντανά τα δύο του αγόρια. Η Δέσποινα είχε περάσει πολλά. Τόσα πολλά που δεν τα χωράει ανθρώπινος νους. Το σώμα της και ειδικά τα μπράτσα της ήταν πάντα μελανιασμένα από το ξύλο που της έριχνε αυτό το κτήνος. Όταν την ρωτούσα πώς το έπαθε, μου έλεγε ότι έπεσε από τη σκάλα, ότι χτύπησε κατά λάθος σε κάποιο έπιπλο του σπιτιού.
Πέρασε αρκετός χρόνος μέχρι να μου εξομολογηθεί το Γολγοθά που ανέβαινε καθημερινά δίπλα στον Δημήτρη. Χαστούκια, μπουνιές και κλωτσιές έσκαγαν σε καθημερινή βάση και χωρίς κανένα λόγο πάνω στο κορμί της. Ο Δημήτρης τη ζήλευε παθολογικά. Δεν την άφηνε να βλέπει φίλες της, δεν της επέτρεπε να έχει facebook, την σταμάτησε μέχρι και από τη δουλειά προκειμένου να μην βγαίνει από το σπίτι. Η γυναίκα πράγματι, σταμάτησε να εργάζεται ως βοηθός ακτινολόγου, διέκοψε κάθε κοινωνική συναναστροφή και ζούσε με αντικαταθλιπτικά χάπια και απέραντο τρόμο. Της έλεγα να χωρίσει.
Να φύγει μακριά του αλλά στην αρχή φοβόταν να το κάνει: «Θα με σκοτώσει», μου έλεγε. «Δεν υπάρχει περίπτωση να με αφήσει να ζήσω». Τελικά το κατάφερε το κτήνος. Τη σκότωσε. Όχι στέλνοντας στο θάνατο εκείνη αλλά τα ίδια τους τα παιδιά»
Η Δέσποινα, πριν από ένα ενάμιση χρόνο παίρνει τελικά τη μεγάλη απόφαση να χωρίσει. Δίπλα της στέκουν οι γονείς της, απέναντί της ο Δημήτρης: «Μέχρι τότε, ζούσαν μαζί με την μητέρα της και τον πατριό της, που είναι σαν πατέρας της, και ο οποίος της έλεγε ότι καμία γυναίκα στον κόσμο και για κανένα λόγο δεν πρέπει να υπομένει τη βία και τον εξευτελισμό», λέει η κυρία Λ.Ν. και συνεχίζει:
«Ο Δημήτρης έφυγε από το σπίτι με ξύλο, βρισιές και απειλές και νοίκιασε ένα διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη. Η Δέσποινα του έκανε ασφαλιστικά μέτρα αλλά λίγο αργότερα το δικαστήριο αποφάσισε ότι τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στον πατέρα τους κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Η Δέσποινα αρρώστησε από τη στεναχώρια της αλλά δεν περίμενε ότι θα έφτανε στο σημείο να δολοφονήσει τα παιδιά.
Το τελευταίο διάστημα τον είχαμε δει στο πάρκο όπου έπαιζαν τα παιδιά μας και η συμπεριφορά του δεν μας άρεσε καθόλου. Τα αγοράκια, όπως κι όλα τα αγόρια αυτής της ηλικίας ήταν ζωηρά, και για να τα συνετίσει, κάποιες φορές, τους έριχνε σφαλιάρες και τους φώναζε υστερικά.
Της έλεγα να μην του δίνει τα παιδιά κι εκείνη μου απαντούσε πως αν έκανε κάτι τέτοιο θα είχε σοβαρά προβλήματα με το νόμο, θα μπορούσε ενδεχομένως να της πάρει και την επιμέλεια των παιδιών. Είναι ντροπή για τα ελληνικά δικαστήρια να μην προβλέπουν σε περίπτωση διαζυγίων κάποια ψυχιατρική εξέταση των γονέων. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, αυτή τη στιγμή, τα παιδάκια θα ήταν ζωντανά».
Όπως υποστηρίζουν επίσης πρόσωπα που γνωρίζουν καλά την οικογένεια, ο Δημήτρης ήταν ένας αντικοινωνικός άνθρωπος που μετά το χωρισμό του είχε μεταμορφωθεί σε ένα τέρας. Τον πονούσε που η υποτακτική Δέσποινα αποφάσισε να τον διώξει, τον ενοχλούσε που μετά την αποχώρησή του από το σπίτι της έπρεπε να πληρώνει ο ίδιος το ενοίκιο και τη ζωή του, δεν είχε φίλους, ούτε οικογένεια, ούτε άλλο στόχο πέρα από την εκδίκηση:
«Ξέρουμε ότι έζησε πολλά χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό, ότι τον μεγάλωσε η γιαγιά του. Δεν είχε οικογένεια, ούτε φίλους. Του έφταιγαν τα πάντα: οι μειώσεις στη δουλειά του, το ωράριο του, το ξεβόλεμά του από τα πλαίσια μιας οικογένειας που του παρείχε για έντεκα ολόκληρα χρόνια, όσα δηλαδή ήταν παντρεμένος με τη Δέσποινα, τα πάντα. Λίγο πριν χωρίσει με την Δέσποινα της έλεγε συνεχώς να φύγουν από την Ελλάδα αλλά εκείνη δεν ήθελε με τίποτα. «Τότε θα πεθάνεις εδώ, σ’ αυτή την κωλοχώρα», ήταν η απάντησή του.
Σήμερα, μία ημέρα μετά το δράμα που συγκλόνισε το Πανελλήνιο, η Δέσποινα νοσηλεύεται σε οικτρή ψυχολογική κατάσταση σε ιδιωτική κλινική των Αθηνών. Οι δικοί της άνθρωποι τρέμουν για την επόμενη μέρα της γυναίκας αυτής. Μιας γυναίκας που βασανίστηκε επί σειρά ετών για να «θανατωθεί» από τη δολοφονία των ίδιων της των παιδιών: «Δεν έχω άλλα λόγια.
Τρέμω για τη στιγμή που η φίλη μου θα συνειδητοποιήσει το μεγάλο κακό», λέει η κυρία Λ.Ν. και συνεχίζει: «Η ζωή αυτής της γυναίκας τελείωσε. Εύχομαι η ψυχή αυτού του αλήτη να έχει ήδη περάσει στην κόλαση και να μη λιώσει ποτέ…»
που το πρωί του Σαββάτου έμαθε ότι ο πρώην σύζυγός της, ο 40χρονος αξιωματικός της πολεμικής αεροπορίας Δημήτρης Σκουτέλης, πήρε μαζί του στο θάνατο τα δύο τους οκτάχρονα παιδιά βάζοντας φωτιά στο διαμέρισμά όπου διέμενε στην περιοχή της Νέας Σμύρνης.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Βασιλάκης και ο Σταύρος δεν είναι πια στη ζωή. Κανείς δεν μπορεί να το πιστέψει και περισσότερο απ’ όλους η μητέρα τους η Δέσποινα η οποία νοσηλεύεται σήμερα σε οικτρή ψυχολογική κατάσταση σε ιδιωτική κλινική των Αθηνών», λέει η κυρία Λ.Ν. και συνεχίζει: «Ο άνθρωπος αυτός ήταν ένα τέρας, ένα κτήνος.
Το γνωρίζαμε από πάντα αλλά κανείς μας δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα έκαιγε ζωντανά τα δύο του αγόρια. Η Δέσποινα είχε περάσει πολλά. Τόσα πολλά που δεν τα χωράει ανθρώπινος νους. Το σώμα της και ειδικά τα μπράτσα της ήταν πάντα μελανιασμένα από το ξύλο που της έριχνε αυτό το κτήνος. Όταν την ρωτούσα πώς το έπαθε, μου έλεγε ότι έπεσε από τη σκάλα, ότι χτύπησε κατά λάθος σε κάποιο έπιπλο του σπιτιού.
Πέρασε αρκετός χρόνος μέχρι να μου εξομολογηθεί το Γολγοθά που ανέβαινε καθημερινά δίπλα στον Δημήτρη. Χαστούκια, μπουνιές και κλωτσιές έσκαγαν σε καθημερινή βάση και χωρίς κανένα λόγο πάνω στο κορμί της. Ο Δημήτρης τη ζήλευε παθολογικά. Δεν την άφηνε να βλέπει φίλες της, δεν της επέτρεπε να έχει facebook, την σταμάτησε μέχρι και από τη δουλειά προκειμένου να μην βγαίνει από το σπίτι. Η γυναίκα πράγματι, σταμάτησε να εργάζεται ως βοηθός ακτινολόγου, διέκοψε κάθε κοινωνική συναναστροφή και ζούσε με αντικαταθλιπτικά χάπια και απέραντο τρόμο. Της έλεγα να χωρίσει.
Να φύγει μακριά του αλλά στην αρχή φοβόταν να το κάνει: «Θα με σκοτώσει», μου έλεγε. «Δεν υπάρχει περίπτωση να με αφήσει να ζήσω». Τελικά το κατάφερε το κτήνος. Τη σκότωσε. Όχι στέλνοντας στο θάνατο εκείνη αλλά τα ίδια τους τα παιδιά»
Η Δέσποινα, πριν από ένα ενάμιση χρόνο παίρνει τελικά τη μεγάλη απόφαση να χωρίσει. Δίπλα της στέκουν οι γονείς της, απέναντί της ο Δημήτρης: «Μέχρι τότε, ζούσαν μαζί με την μητέρα της και τον πατριό της, που είναι σαν πατέρας της, και ο οποίος της έλεγε ότι καμία γυναίκα στον κόσμο και για κανένα λόγο δεν πρέπει να υπομένει τη βία και τον εξευτελισμό», λέει η κυρία Λ.Ν. και συνεχίζει:
«Ο Δημήτρης έφυγε από το σπίτι με ξύλο, βρισιές και απειλές και νοίκιασε ένα διαμέρισμα στη Νέα Σμύρνη. Η Δέσποινα του έκανε ασφαλιστικά μέτρα αλλά λίγο αργότερα το δικαστήριο αποφάσισε ότι τα παιδιά πρέπει να πηγαίνουν στον πατέρα τους κάθε δεύτερο Σαββατοκύριακο. Η Δέσποινα αρρώστησε από τη στεναχώρια της αλλά δεν περίμενε ότι θα έφτανε στο σημείο να δολοφονήσει τα παιδιά.
Το τελευταίο διάστημα τον είχαμε δει στο πάρκο όπου έπαιζαν τα παιδιά μας και η συμπεριφορά του δεν μας άρεσε καθόλου. Τα αγοράκια, όπως κι όλα τα αγόρια αυτής της ηλικίας ήταν ζωηρά, και για να τα συνετίσει, κάποιες φορές, τους έριχνε σφαλιάρες και τους φώναζε υστερικά.
Της έλεγα να μην του δίνει τα παιδιά κι εκείνη μου απαντούσε πως αν έκανε κάτι τέτοιο θα είχε σοβαρά προβλήματα με το νόμο, θα μπορούσε ενδεχομένως να της πάρει και την επιμέλεια των παιδιών. Είναι ντροπή για τα ελληνικά δικαστήρια να μην προβλέπουν σε περίπτωση διαζυγίων κάποια ψυχιατρική εξέταση των γονέων. Αν γινόταν κάτι τέτοιο, αυτή τη στιγμή, τα παιδάκια θα ήταν ζωντανά».
Όπως υποστηρίζουν επίσης πρόσωπα που γνωρίζουν καλά την οικογένεια, ο Δημήτρης ήταν ένας αντικοινωνικός άνθρωπος που μετά το χωρισμό του είχε μεταμορφωθεί σε ένα τέρας. Τον πονούσε που η υποτακτική Δέσποινα αποφάσισε να τον διώξει, τον ενοχλούσε που μετά την αποχώρησή του από το σπίτι της έπρεπε να πληρώνει ο ίδιος το ενοίκιο και τη ζωή του, δεν είχε φίλους, ούτε οικογένεια, ούτε άλλο στόχο πέρα από την εκδίκηση:
«Ξέρουμε ότι έζησε πολλά χρόνια της ζωής του στο εξωτερικό, ότι τον μεγάλωσε η γιαγιά του. Δεν είχε οικογένεια, ούτε φίλους. Του έφταιγαν τα πάντα: οι μειώσεις στη δουλειά του, το ωράριο του, το ξεβόλεμά του από τα πλαίσια μιας οικογένειας που του παρείχε για έντεκα ολόκληρα χρόνια, όσα δηλαδή ήταν παντρεμένος με τη Δέσποινα, τα πάντα. Λίγο πριν χωρίσει με την Δέσποινα της έλεγε συνεχώς να φύγουν από την Ελλάδα αλλά εκείνη δεν ήθελε με τίποτα. «Τότε θα πεθάνεις εδώ, σ’ αυτή την κωλοχώρα», ήταν η απάντησή του.
Σήμερα, μία ημέρα μετά το δράμα που συγκλόνισε το Πανελλήνιο, η Δέσποινα νοσηλεύεται σε οικτρή ψυχολογική κατάσταση σε ιδιωτική κλινική των Αθηνών. Οι δικοί της άνθρωποι τρέμουν για την επόμενη μέρα της γυναίκας αυτής. Μιας γυναίκας που βασανίστηκε επί σειρά ετών για να «θανατωθεί» από τη δολοφονία των ίδιων της των παιδιών: «Δεν έχω άλλα λόγια.
Τρέμω για τη στιγμή που η φίλη μου θα συνειδητοποιήσει το μεγάλο κακό», λέει η κυρία Λ.Ν. και συνεχίζει: «Η ζωή αυτής της γυναίκας τελείωσε. Εύχομαι η ψυχή αυτού του αλήτη να έχει ήδη περάσει στην κόλαση και να μη λιώσει ποτέ…»