προσλάβουμε αρκετή χοληστερόλη από τη διατροφή και γι’ αυτό το σώμα παράγει από μόνο του την ουσία. Όμως μια υψηλή συγκέντρωση χοληστερόλης στο αίμα θεωρείται σημαντικός καρδιαγγειακός παράγοντας κινδύνου.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο η χοληστερόλη που καταναλώνουμε από τις τροφές επηρεάζει τη χοληστερόλη του αίματος. Αυτό ωστόσο φαίνεται ότι εξαρτάται από την κάθε τροφή ξεχωριστά. Επίσης, η επίδραση διαφέρει από άτομο σε άτομο.
Πριν από χρόνια, οι γαρίδες ήταν ταμπού γιατί μια μικρή μερίδα τους, μόλις των 100 γραμμαρίων, περιέχει περίπου 200 mg χοληστερόλη. Κι επειδή υπήρχαν συνεχώς προειδοποιήσεις των γιατρών για τις γαρίδες, το 1996 ερευνητές από το Πανεπιστήμιο Rockefeller και από το Harvard School of Public Health αποφάσισαν να ερευνήσουν το κατά πόσο οι γαρίδες αυξάνουν τη χοληστερόλη του αίματος. H μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό The American Journal of Clinical Nutrition.
Η Dr. Elizabeth De Oliveira e Silva και οι συνεργάτες έδιναν κάθε μέρα για τρεις εβδομάδες σε 18 άνδρες και γυναίκες περίπου 300 γραμμάρια γαρίδες που εκτιμήθηκε ότι περιείχαν 590 mg χοληστερόλη. Για άλλες τρεις εβδομάδες οι εθελοντές ακολούθησαν μια διατροφή χαμηλής περιεκτικότητας σε χοληστερόλη που περιείχε μόλις 107 mg.
Οι τρεις εβδομάδες της «δίαιτας της γαρίδας» αύξησαν την κακή χοληστερόλη (LDL) κατά 7% σε σύγκριση με τη δίαιτα χαμηλής χοληστερόλης. Ωστόσο, αυξήθηκε επίσης και η καλή χοληστερόλη (HDL) κατά 12%. Το αποτέλεσμα αυτό δεν κρίθηκε κακό διότι ο λεγόμενος αθηρωματικός δείκτης βελτιώθηκε.
Επιπλέον, υπήρξε ένα απρόσμενο αποτέλεσμα, ότι τα τριγλυκερίδια μειώθηκαν κατά 13% – τα τριγλυκερίδια είναι επίσης ένας παράγοντας καρδιακού κινδύνου.
Οι ερευνητές έγραψαν: “Eπειδή η ποσοστιαία αύξηση της LDL χοληστερόλης ήταν μικρότερη από αυτή της HDL χοληστερόλης, η δίαιτα με τις γαρίδες δεν επιδείνωσε την αναλογία της ολικής προς την HDL χοληστερόλη ή την αναλογία της LDL προς την HDL χοληστερόλη”.
Και πρόσθεσαν: “Καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η μέτρια κατανάλωση γαρίδας σε νορμολιπιδαιμικά άτομα δεν θα επηρεάσει δυσμενώς το συνολικό προφίλ των λιποπρωτεϊνών και μπορεί να αποτελεί μέρος μιας υγιεινής προς την καρδιά διατροφής”.
Να σημειωθεί ότι το πρόγραμμα διατροφής ήταν περιστρεφόμενο και τα ίδια άτομα υποβλήθηκαν επίσης σε μια δίαιτα τριών εβδομάδων με δύο μεγάλα αυγά ανά ημέρα, τα οποία υπολογίστηκε ότι περιείχαν 581 mg χοληστερόλη. Τα αυγά ανέβασαν την LDL κατά 10% και την HDL μόνο κατά 8%. Έτσι, στην περίπτωση των αυγών υπήρξε επιδείνωση του αθηρωματικού δείκτη, δηλαδή της αναλογίας μεταξύ ολικής και καλής χοληστερόλης ή μεταξύ της κακής και της καλής χοληστερόλης.
Οι γαρίδες, εκτός του ότι δεν χειροτερεύουν το προφίλ των λιπιδίων στο αίμα που σχετίζονται με τον καρδιακό κίνδυνο, περιέχουν αξιόλογες ποσότητες ωμέγα-3 λιπαρών που θεωρείται ότι κάνουν καλό στη λειτουργία της καρδιάς και σε άλλες λειτουργίες του σώματος. Επίσης είναι πλούσιες σε σελήνιο, βιταμίνη B12, φώσφορο, και χολίνη. Περιέχουν ακόμα υπολογίσιμες ποσότητες σε χαλκό και ιώδιο.
Το πρόβλημα με τις γαρίδες και τα άλλα θαλασσινά δεν είναι η χοληστερίνη τους αλλά ότι μπορεί να περιέχουν αντιβιοτικά, διοξίνες και άλλα επιβλαβή χημικά. Μια μελέτη του 2014 από το Κρατικό Πανεπιστήμιο της Αριζόνα ανέλυσε 27 δείγματα θαλασσινών (γαρίδα, σολομό, γατόψαρο, πέστροφα, τυλάπια και σάλια) που προέρχονται από 11 διαφορετικές χώρες. Οι ερευνητές βρήκαν ανιχνεύσιμες ποσότητες αντιβιοτικών ακόμα και στις άγριες γαρίδες – μια εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι οι γαρίδες ήταν στην πραγματικότητα ιχθυοτροφείου αλλά πωλούνταν παραπλανητικά ως άγριες.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι σε μερικούς ανθρώπους οι γαρίδες μπορεί να προκαλούν αλλεργία.
Πηγή