Το γράμμα αυτό δημοσιεύθηκε από μία μητέρα η οποία έχασε το παιδί της στο singleparent.gr. Αναλυτικά γράφει:
«Με λένε Ρ. και έχω χάσει το παιδάκι μου. Το αγόρι μου, τον μονάκριβό μου. Στα 5 του χρόνια σε τροχαίο.
Δεν μας συγχώρεσα ποτέ. Τη μέρα που έχασα το παιδί μου, έχασα τη ζωή μου. Με τον πατέρα του παιδιού μου, δεν είμαστε πια μαζί. Τον άντρα μου τον γνώρισα όταν ήταν παντρεμένος. Ήμασταν συνάδελφοι και μόλις γνωριστήκαμε, ερωτευτήκαμε σχεδόν αμέσως. Δεν ήταν έτοιμος να χωρίσει, δεν περνούσε άσχημα με τη γυναίκα του και δεν είχε προβλήματα στον γάμο του όπως συνηθίζεται. Απλά γνωριστήκαμε και από τότε ξέραμε πως ήμασταν ο ένας για τον άλλον.
Μετά από 8 μήνες σχέσης, ζήτησε διαζύγιο, έφυγε από το σπίτι του και ήρθε στο δικό μου. Ζήσαμε πολύ σκληρές καταστάσεις. Το μίσος της γυναίκας του, τα κλάματα του παιδιού του (είχε ένα κοριτσάκι από τον γάμο του), το τηλέφωνό του που χτυπούσε στις 5 το πρωί και ή θα ήταν η πρώην του να ουρλιάζει ή το παιδί του να φωνάζει και να τον ζητάει. Πολλές φορές χωρίσαμε και πολλές άλλες γύρισε πίσω. Είχαμε πληγώσει κάποιους ανθρώπους, τους δικούς του ανθρώπους, αλλά κάθε μας προσπάθεια να μην είμαστε μαζί, κάθε του προσπάθεια να γυρίσει στη γυναίκα του και να ξεκόψει μαζί μου, δεν είχε ποτέ κανένα αποτέλεσμα. Το μόνο αποτέλεσμα που είχε, ήταν να μας δένει περισσότερο. Μετά από 4 χρόνια βγήκε το διαζύγιό του και λίγες εβδομάδες μετά, γινόμασταν γονείς, εκείνος για δεύτερη φορά, εγώ για πρώτη. Η χαρά μου τεράστια. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις μέρες, τις μέρες που ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στη γη. Το φως που έμπαινε από το παράθυρο την ώρα που κρατούσα το μωρό μου στην αγκαλιά μου. Τον ήλιο που έβλεπα να ανατέλει από το δωμάτιο του νοσοκομείου την ώρα που θήλαζα το γιο μας, κυριολεκτικά τον καρπό του έρωτά μας. Έναν έρωτα που κάποιος καταράστηκε και πήρε πίσω όλη την ευτυχία του κόσμου. 3 Μοίρες που ήρθαν το πρώτο βράδυ πάνω απ’ τη κούνια του παιδιού μου και αποφάσισαν το πιο σκληρό μας τέλος.
Όταν τα πράγματα πήραν το δρόμο τους, όταν η κόρη του γνωρίστηκε με τον γιο μας, όταν εγώ άρχισα να φτιάχνω τις σχέσεις μου με το παιδί του, όταν η γυναίκα του ξαναπαντρεύτηκε, όταν όλα έδειχναν να μπαίνουν σε μια σειρά και σχεδιάζαμε να παντρευτούμε, ένα φορτηγό έπεφτε πάνω μας και τα κομμάτιαζε όλα. Και από τότε δεν υπάρχω, μόνο αναπνέω. Με κόπο. Τα βράδια κοιμάμαι και παρακαλάω κλαίγοντας Το Θεό να μην ξαναξυπνήσω κι όταν ανοίγω τα μάτια μου κάθε πρωί, κλαίω που θα περάσω ακόμα μια μέρα μαρτύριο. Δεν θέλω να δουλεύω, δεν θέλω να κοιμάμαι, δεν θέλω να υπάρχω. Θέλω να πάω στο παιδί μου. Κάποιος εδώ με κρατάει με το ζόρι και δεν με αφήνει να πάω στο παιδί μου! Τους πρώτους μήνες ήμουν με ηρεμιστικά. Με τον άντρα μου δεν μιλούσαμε, δεν είχαμε καμία επαφή. Στο σπίτι δεν ξαναπήγα, δεν άντεχα να βλέπω το δωμάτιο του παιδιού. Τα παιχνίδια του, τα αμαξάκια του, το ποδήλατο, τις ζωγραφιές του, τα ρούχα του, το κρεβατάκι του. Πήγα να μείνω στον αδερφό μου και πέρασαν έτσι 5 μήνες. Χωρίς καμία επαφή με τον άντρα μου, μόνο για τα τυπικά. Όταν τον είδα ξανά, δεν τον γνώρισα. Είχε γεράσει πριν την ώρα του. Γύρισα στο σπίτι μας, γιατί δεν ήθελα να τον αφήσω άλλο μόνο του να το περνάει αυτό, γιατί είχε γίνει η σκιά του και σκέφτηκα ότι μαζί μπορεί να το ξεπερνούσαμε καλύτερα. Λίγο καιρό αργότερα, ήταν προφανές ότι ούτε το ξεπερνούσαμε ούτε ήταν καλύτερα. Στο σπίτι μας, στη σχέση μας, υπήρχε μια ένοχη σιωπή.
Μια κρυφή σκέψη πως πληρώναμε που κάποτε κλέψαμε τη ζωή των άλλων. Η σιωπή μας σε ξεκούφαινε. Κοιμόμασταν χωριστά και ο κάθε ένας έκανε το πρόγραμμά του σαν να ζούσε μόνος. Δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε για το συμβάν αλλά δεν μπορούσαμε να συζητήσουμε και για τίποτα άλλο. Δεν μπορούσαμε πια να λειτουργήσουμε σαν ζευγάρι, δεν μπορούσαμε να λειτουργήσουμε ούτε σαν συγκάτοικοι. Πήγαμε σε σύμβουλο γάμου μόνο και μόνο για να πούμε ο ένας στον άλλον, ότι δεν θέλαμε να είμαστε μαζί. Ότι τίποτα πια δεν ήταν ίδιο. Το ίδιο βράδυ έφυγα από το σπίτι να μην βλέπω, να μην ακούω και να μην αισθάνομαι.
Ξέρεις όμως ποιο είναι το χειρότερο; Το χειρότερο είναι ότι πραγματικά πιστεύω πως ο λόγος που ο Θεός πήρε το παιδί μου είναι επειδή εγώ «πήρα» τον άντρα μου από την οικογένειά του. Πως κάποιος εκεί πάνω με τιμωρεί που δεν έκανα πίσω όταν γνώριζα και ερωτευόμουν έναν παντρεμένο, όταν έλεγε πως θα έφευγε από τη γυναίκα του και εγώ έλεγα ναι. Ξέρω πως δεν το αποφάσισα μόνη μου, αλλά έχω και εγώ μερίδιο ευθύνης και αυτή η εκδοχή θα κρέμεται από πάνω μου σαν αμαρτία και θα με στοιχειώνει πάντα. Πολλές φορές αναρωτιέμαι, αν πόνεσε το αγόρι μου και αν είναι καλά εκεί που βρίσκεται. Και κλαίω που δεν μπορώ να κατεβώ στο κρύο χώμα να πάρω τον γιο μου αγκαλιά και να του πω, πως ανάμεσα στα τόσα λάθη που έχω κάνει στη ζωή μου, το μόνο μου σωστό ήταν αυτός! Σας ευχαριστώ που υπάρχετε, είστε η μόνη μου παρηγοριά.
Ρ.»