επενδυτών για απόκτησή τους, συμμετέχοντας σε κοινοπρακτικό σχήμα με τη δημόσια εταιρεία.
Άγνωστο παραμένει, από την άλλη πλευρά, το αν θα βρεθούν εταιρείες για την απόκτηση των άλλων τεσσάρων μονάδων που πωλούνται και πρόκειται για τις δύο της Μελίτης στη Φλώρινα (μία συν μία άδεια κατασκευής) και τις άλλες δύο της Μεγαλόπολης στην Αρκαδία. Ειδικότερα, και σύμφωνα με πληροφορίες, η ΔΕΗ φέρεται να έχει βολιδοσκοπηθεί για τις δύο μονάδες του Αμυνταίου από μεγάλους ενεργειακούς και βιομηχανικούς ομίλους της χώρας, οι οποίοι έχουν και συνεργασίες με ξένους επενδυτές προκειμένου να μπουν στην παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη.
Ο ΑΗΣ Αμυνταίου, αν και είναι από τους παλιούς σταθμούς της δημόσιας επιχείρησης και έχει μόλις 17.500 ώρες λειτουργίας πριν σβήσουν τα φουγάρα του, εντούτοις με βάση τη συμφωνία κυβέρνησης - δανειστών παραμένει στο χαρτοφυλάκιό της κι έχει τη δυνατότητα να τον αξιοποιήσει ελεύθερα. Για τον λόγο αυτό άλλωστε η διοίκηση και το υπουργείο Ενέργειας έχουν ζητήσει άδεια από την Κομισιόν προκειμένου να αυξηθούν στις 32.000 οι εναπομείνασες ώρες λειτουργίας προκειμένου να δοθεί ο αναγκαίος μεταβατικός χρόνος ώσπου να αξιοποιηθεί επιχειρηματικά.
Οι δύο λιγνιτικές μονάδες, εγκατεστημένης ισχύος από 300 MW η κάθε μία, για να πληρούν τις απαιτούμενες και αυστηρές ευρωπαϊκές περιβαλλοντικές προδιαγραφές χρειάζονται επενδύσεις της τάξης των 100.000.000 ίσως και 200.000.000 ευρώ. Αν γίνουν αυτές τότε θα μπορέσει να λειτουργήσει για άλλα τουλάχιστον 15 χρόνια, λένε οι εκτιμήσεις ειδικών της ΔΕΗ. Παράλληλα, τα κοιτάσματα λιγνίτη που διαθέτει ο ΑΗΣ Αμυνταίου είναι ακόμη πλούσια παρά και την πρόσφατη καταστροφή που υπέστη το ορυχείο.
Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η Κομισιόν στις πρόσφατες διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση για τη σύνθεση του καλαθιού των μονάδων της δημόσιας εταιρείας που θα βγουν σε διεθνή διαγωνισμό απέρριψε τις δύο μονάδες του Αμυνταίου, κρίνοντας τες ως επενδυτικά ασύμφορες, λόγω της παλαιότητάς τους.
Πηγές λοιπόν, θέλουν την εταιρεία και την ηγεσία του υπουργείου Ενέργειας να έχουν γίνει αποδέκτες πρώτων επενδυτικών προθέσεων από εγχώριους επιχειρηματικούς ομίλους για τον ΑΗΣ Αμυνταίου. Πρόκειται για τον όμιλο Κοπελούζου με την κινεζική Shenhua, οι οποίοι έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να επενδύσουν σε λιγνιτικές μονάδες, έναν όμιλο κατασκευαστικό που δραστηριοποιείται και στην ενέργεια και από δύο βαριές βιομηχανίες. Οι προτάσεις που έχουν γίνει αφορούν στο ενδεχόμενο σύστασης κοινοπραξίας με τη ΔΕΗ, με τη δημόσια επιχείρηση να έχει χαμηλό ποσοστό συμμετοχής.
Όσον αφορά την προσέλκυση του επενδυτικού ενδιαφέροντος για τον ΑΗΣ Αμυνταίου, αν και παλιά μονάδα, αυτή έχει να κάνει με σχέδιο για την παραγωγή ρεύματος από λιγνίτη με διμερή συμβόλαια που θα συναφθούν με βιομηχανίες. Επιπλέον οι δύο συγκεκριμένες μονάδες χρειάζονται λιγότερες επενδύσεις σε σχέση, για παράδειγμα, με την απόκτηση της άδειας κατασκευής της δεύτερης στη Μελίτη, η οποία θα χρειαστεί κεφάλαια τουλάχιστον 600.000.000 με 700.000.000 ευρώ. Όσο για τις δύο μονάδες της Μεγαλόπολης, η μία έχει λίγα χρόνια ζωής, άλλα οκτώ, ενώ και το υπάρχον κοίτασμα δεν επαρκεί για μακροπρόθεσμη επένδυση.
Όπως και να έχει, τόσο για τις μονάδες της Μεγαλόπολης και της Μελίτης που θα βγουν σε διεθνή διαγωνισμό όσο και για εκείνες του Αμυνταίου που θέλει να αξιοποιήσει επενδυτικά η ΔΕΗ, ένα μεγάλο ζητούμενο είναι η σχεδιαζόμενη ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε. Οι κοινοτικές κατευθύνσεις είναι η απανθρακοποίηση της παραγωγής και της οικονομίας, ενώ για τον λόγο αυτό γίνεται και πιο αυστηρό το καθεστώς των ρύπων. Δηλαδή των δικαιωμάτων που πρέπει να αγοράζουν οι βιομηχανίες για τις εκπομπές ρύπων. Οι τιμές αναμένεται τα προσεχή χρόνια να ανέβουν και συνεπώς οι επενδύσεις στον λιγνίτη κρίνονται ασύμφορες.
Ένας από τους μεγάλους πονοκεφάλους της κυβέρνησης είναι τι θα συμβεί αν τελικά δεν βρεθούν αγοραστές για τις μονάδες της Μελίτης και της Μεγαλόπολης. Αν δηλαδή υπάρχει το ενδεχόμενο να ανοίξει μετά και θέμα πώλησης υδροηλεκτρικών σταθμών, προκειμένου να ανοίξει ο ανταγωνισμός στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας. Όλα θα φανούν στο market test που αναμένεται να ανακοινώσει σύντομα η γενική διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρ. Επιτροπής και να ολοκληρωθεί στο πρώτο δίμηνο του 2018.
Πηγή