Ο Ιανουάριος είναι ο μήνας που η ΕΚΤ κάνει το πρώτο βήμα στην αναστροφή της μέχρι σήμερα νομισματικής πολιτικής της, όσο αφορά την...
ποσοτική χαλάρωση και το QE. Οι αγορές των επί μέρους τίτλων θα μειωθούν από τα 2,5 δισ. ευρώ την ημέρα σε ένα δισ. ευρώ.
Η διαφορά είναι σημαντική και όσο και αν οι αναλυτές θεωρούν ότι αυτό έχει ήδη προεξοφληθεί στις τρέχουσες τιμές και στις αποδόσεις, η υλοποίησή του μέτρου θα δείξει το ποιές τελικά θα είναι οι συνέπειες.
Οι πλέον "συντηρητικοί" αναλυτές εκτιμούν ότι η υλοποίηση του μέτρου, δηλαδή η μείωση των αγορών τίτλων σε ένα δισ. ευρώ την ημέρα, παρ' ότι παραμένει ένα μεγάλο μέγεθος θα έχει τις συνέπειές του στην αγορά.
Ειδικά το γεγονός ότι η έναρξη της συρρίκνωσης των αγορών θα συμπέσει με τις αυξημένες εκδόσεις από πολλές ευρωπαϊκές χώρες και επιχειρηματικούς – τραπεζικούς ομίλους, οι επιπτώσεις θα είναι εμφανείς.
Οι τιμές αναμένεται να "πέσουν" και "οι αποδόσεις θα αυξηθούν, αλλά με μεγάλη ανισομέρεια", δίνοντας ένα δείγμα της αντίδρασης της αγοράς για το πως θα επηρεασθούν τα ομολόγα της κάθε χώρας, όταν οι αγορές της ΕΚΤ σταματήσουν εντελώς στα τέλη του 2018, όπως η πλειονότητα των αναλυτών περιμένει.
Και το σημείο αυτό ενδιαφέρει ιδιαίτερα το ΥΠΟΙΚ και τον ΟΔΔΗΧ που έχουν σχεδιάσει τρεις νέες εκδόσεις για το 2018, η πρώτη εκ των οποίων θα μπορούσε να κινηθεί στο χρονικό περιβάλλον της ολοκλήρωσης της τρίτης αξιολόγησης.
Η έκδοση αυτή αναμένεται να είναι ένα επταετές ομόλογο για να ακολουθήσει ένα τριετές που αναλόγως των συνθηκών θα μπορούσε να κινηθεί σε πολύ χαμηλά επιτοκιακά επίπεδα.
Τραπεζικά στελέχη εμπλεκόμενα στην αγορά ομολόγων, εκτιμούν ότι η έκδοση του επταετούς – εφ' όσον το επιτρέψουν οι συνθήκες – αναμφίβολα θα επηρεασθεί από το νέο περιβάλλον λόγω της συρρίκνωσης των αγορών της ΕΚΤ, "αλλά όχι τόσο όσο θα περίμενε κανείς...".
Και αυτό γιατί οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων παρ' ότι έχουν πέσει σε επίπεδα προ κρίσης εντούτοις παραμένουν υπερδιπλάσια της υψηλότερης απόδοσης κάθε άλλης χώρας της Ευρωζώνης. Και θα παραμείνουν έτσι για αρκετούς μήνες...
Η διαφορά αυτή, στην συγκεκριμένη συγκυρία και εφ' όσον η τρίτη αξιολόγηση ολοκληρωθεί στις 22 Ιανουαρίου, θα λειτουργήσει πολύ θετικά στην προσέλκυση επενδυτών για τους ελληνικούς τίτλους.
Θα κρατήσει όπως υποστηρίζεται την προσοχή των αγορών στις αποδόσεις τους, οι οποίες θα παραμένουν πολύ ψηλότερα από τα άλλα ευρω-ομόλογα.
Και αυτό παρά το γεγονός ότι ακόμα και αν υπάρξουν βελτιώσεις στην αξιολόγησή τους από τους γνωστούς Οίκους αξιολόγησης του ρίσκου, θα παραμείνουν εκτός πεδίου αγορών της ΕΚΤ και του QE μέχρι να ξεκαθαριστεί το θέμα του χρέους και από την ΕΚΤ.
Πηγή