επιχειρήσεων επενδύσεων, ενώ οι μεγαλύτερες, συστημικές επιχειρήσεις θα υπαχθούν στο ίδιο καθεστώς με τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Οι επιχειρήσεις επενδύσεων και οι υπηρεσίες που παρέχουν είναι ζωτικής σημασίας για την εύρυθμη λειτουργία της Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU).
Παράλληλα με τις τράπεζες, οι κεφαλαιαγορές της ΕΕ βασίζονται σε πολλές χιλιάδες μικρών και μεγάλων επιχειρήσεων επενδύσεων οι οποίες παρέχουν συμβουλές σε πελάτες, βοηθούν τις επιχειρήσεις να αξιοποιήσουν τις κεφαλαιαγορές, διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία και παρέχουν ρευστότητα στην αγορά, διευκολύνοντας με τον τρόπο αυτό τις επενδύσεις σε ολόκληρη την ΕΕ. Η ΕΕ χρειάζεται ισχυρότερες κεφαλαιαγορές για την προώθηση των επενδύσεων, την αποδέσμευση νέων πηγών χρηματοδότησης για τις επιχειρήσεις, την προσφορά καλύτερων ευκαιριών στα νοικοκυριά και την ενίσχυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Σύμφωνα με τις προτάσεις, η μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων δεν θα υπόκειται πλέον σε κανόνες που είχαν αρχικά σχεδιαστεί για τις τράπεζες. Με τον τρόπο αυτό θα μειωθεί ο διοικητικός φόρτος, θα τονωθεί ο ανταγωνισμός και θα αυξηθούν οι επενδυτικές ροές, στόχοι που αποτελούν προτεραιότητες της Ένωσης Κεφαλαιαγορών, χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ταυτόχρονα, οι μεγαλύτερες και πιο συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων θα υπόκεινται στους ίδιους κανόνες και την ίδια εποπτεία όπως οι τράπεζες.
Η πρόταση περιλαμβάνει τα εξής:
- νέους και απλούστερους κανόνες προληπτικής εποπτείας για τη μεγάλη πλειονότητα των επιχειρήσεων επενδύσεων που δεν είναι συστημικές, χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο η χρηματοπιστωτική σταθερότητα· και
- τροποποιημένους κανόνες για να διασφαλιστεί ότι οι μεγάλες και συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν δραστηριότητες τραπεζικής υφής και ενέχουν παρόμοιους κινδύνους με τις τράπεζες ρυθμίζονται και εποπτεύονται όπως οι τράπεζες. Κατά συνέπεια, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υπό την ιδιότητά της ως εποπτικής αρχής (ενιαίος εποπτικός μηχανισμός), θα εποπτεύει τις εν λόγω συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων στην Τραπεζική Ένωση. Με τον τρόπο αυτό θα διασφαλιστούν ίσοι όροι ανταγωνισμού μεταξύ των μεγάλων συστημικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Οι νέοι κανόνες χωρίζουν τις μη συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων σε δύο ομάδες. Οι κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις μικρότερες και λιγότερο επισφαλείς επιχειρήσεις επενδύσεων θα καθοριστούν με πιο απλό τρόπο. Οι κανόνες θα είναι επαρκώς πλήρεις και ισχυροί ώστε να αποτυπώνουν τους κινδύνους των επιχειρήσεων επενδύσεων, αλλά και επαρκώς ευέλικτοι ώστε να καλύπτουν τα διάφορα επιχειρηματικά μοντέλα και να εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις μπορούν να παραμείνουν εμπορικά βιώσιμες. Οι εν λόγω επιχειρήσεις δεν θα υπόκεινται σε πρόσθετες απαιτήσεις σχετικά με την εταιρική διακυβέρνηση ή τις αποδοχές. Για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, οι κανόνες θεσπίζουν έναν νέο τρόπο μέτρησης των κινδύνων με βάση τα επιχειρηματικά τους μοντέλα. Για τις επιχειρήσεις που διαπραγματεύονται χρηματοπιστωτικά μέσα, οι κανόνες αυτοί θα συνδυαστούν με μια απλουστευμένη μορφή των υφιστάμενων κανόνων.
Η πρόταση ορίζει περαιτέρω ως πιστωτικά ιδρύματα τις συστημικές επιχειρήσεις επενδύσεων που ασκούν δραστηριότητες τραπεζικής υφής (όπως εκτίμηση της ασφαλισιμότητας και των όρων κάλυψης ενός κινδύνου (underwriting) και διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό) και διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία άνω των 30 δισ. ευρώ. Οι συστημικές αυτές επιχειρήσεις θα υπόκεινται πλήρως στην ίδια μεταχείριση με τις τράπεζες.
Πηγή