Δεν παίζουν με αυτά τα πράγματα, παιδιά...
Η σχέση μου με τα γεμιστά είναι μια σχέση πάθους.
Δεν ήταν έρωτας κεραυνοβόλος -δεν γέμισαν ποτέ το παιδικό μου μάτι τις πρώτες φορές που σερβιρίστηκαν μπροστά μου.
Δεν τα ζητούσα επιτακτικά από τη μάνα μου να τα φτιάξει, δεν πανηγύριζα κάθε φορά που γυρνούσα από το σχολείο και τα μύριζα στην ατμόσφαιρα.
Δεν ήταν ποτέ η απάντηση στην ερώτηση «ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό».
Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια, αυτό άλλαζε. Κάτι πετάριζε στην καρδιά (και στο στομάχι) μου. Μια ιστορία αγάπης δημιουργήθηκε μεταξύ μας…
Οκ, πηγαίνω συχνά και με… άλλες. Τα «απατάω» με διάφορα κοψίδια ή πιτόγυρα. Στο τέλος όμως πάντα γυρίζω σ’ εκείνα. Είμαι έτοιμος να με χορέψουν στο ταψί (τους).
Και προφέρω χαμογελαστά τ’ όνομά τους όταν ακούσω μάνα ή σύζυγο ν’ αναρωτιούνται «άραγε τι να μαγειρέψω σήμερα».
Όπως πιθανώς θα κατάλαβες λοιπόν, ΔΕΝ είμαι αντικειμενικός με τα γεμιστά. ΔΕΝ μπορώ να συζητήσω ψύχραιμα για πάρτη τους. Και φυσικά δεν υπάρχει για μένα το ψευτο-δίλημμα «με κιμά ή χωρίς»…
Σύμφωνοι, είναι πολύ νόστιμα και χωρίς. Σύμφωνοι, είναι πιο ελαφριά.
Και ναι, μπορώ να ξεπαστρέψω ένα περβόλι γεμιστά ακόμα και σε αυτή την (υποδεέστερη) βέρσιον τους. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Μου θυμίζει το εκνευριστικό πρώτο σχόλιο με το οποίο γίνεται δεκτή σε αντροπαρέα μια μέτρια κριτική για κοπέλα, που συμπεραίνει ειρωνικά «ναι, ρε μαλάκα, δεν έμπαινες». Άλλο το ένα, άλλο το άλλο!
Επειδή θα τα φάω και χωρίς, δεν σημαίνει ότι θα σας κάνω και το χατίρι, κιμαδομάχοι! Δεν θα παραδεχθώ ΠΟΤΕ ότι έχετε δίκιο.
Και δεν θα βρίσκετε ΠΟΤΕ ικανοποιητική απάντηση στην ερώτηση γιατί -αφού υποτίθεται η κανονική συνταγή των γεμιστών είναι χωρίς κιμά- ονομάζονται σε αυτή την περίπτωση «ορφανά»!
Μήπως επειδή ισχύει το ανάποδο; Μήπως επειδή πρέπει να διαχωρίζεται το πρωτότυπο από την παραλλαγή (που δημιουργήθηκε σε εποχές που το κρέας ήταν δυσκολότερο να αγοραστεί και διατηρήθηκε έπειτα για τις περιόδους νηστείας);
Είπαμε, εγώ δεν έχω διάθεση να αντιπαρατεθώ μαζί σας. Στο όνομα της κοινής αγάπης για τα γεμιστά (είτε με κιμά, είτε «ορφανά»), το σταματάω εδώ. Αλλά μην προκαλείτε!
Όπως το κάνουν επίσης κάποιες συνταγές που νοθεύουν τα γεμιστά μας. Που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα τους. Που επιχειρούν να τους δώσουν μια (ανεπιθύμητη) χροιά γκουρμεδιάς!
Τι κουκουνάρι και σταφίδες, ρε λεμέδες; Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να πειραματίζεστε με την καψούρα μας; Από πού κι ως πού πειράζετε ένα έργο τέχνης;
Να κοτσάρουμε, αν είναι, έναν όροφο και στον Παρθενώνα να τον κάνουμε πιο σύγχρονο. Να κάνουμε χαμογελαστή την Τζοκόντα για να μην τη βλέπουμε έτσι μουντρούχα και μας χαλάει το κέφι. Κανονίστε, γιατί ο κόσμος χάνει την ψυχραιμία του…
Κι αν θέλετε να κάνετε μια πραγματικά ωφέλιμη αλλαγή, μια προσθήκη που θα εκτοξεύσει ακόμα περισσότερο την απόλαυση των γεμιστών, μπορείτε να δοκιμάσετε αυτό που γίνεται στην Κρήτη.
Να γεμίσετε ΚΑΙ πατάτες, πέρα από ντομάτες και πιπεριές. Να τους δώσετε πρωταγωνιστικό ρόλο -και όχι του κομπάρσου ως συνοδευτικές.
Και με μια απλή κίνηση (που εντείνει και δεν αλλάζει τον χαρακτήρα του φαγητού) να απογειώσετε τον γευστικό οργασμό…
Η σχέση μου με τα γεμιστά είναι μια σχέση πάθους.
Δεν ήταν έρωτας κεραυνοβόλος -δεν γέμισαν ποτέ το παιδικό μου μάτι τις πρώτες φορές που σερβιρίστηκαν μπροστά μου.
Δεν τα ζητούσα επιτακτικά από τη μάνα μου να τα φτιάξει, δεν πανηγύριζα κάθε φορά που γυρνούσα από το σχολείο και τα μύριζα στην ατμόσφαιρα.
Δεν ήταν ποτέ η απάντηση στην ερώτηση «ποιο είναι το αγαπημένο σου φαγητό».
Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια, αυτό άλλαζε. Κάτι πετάριζε στην καρδιά (και στο στομάχι) μου. Μια ιστορία αγάπης δημιουργήθηκε μεταξύ μας…
Οκ, πηγαίνω συχνά και με… άλλες. Τα «απατάω» με διάφορα κοψίδια ή πιτόγυρα. Στο τέλος όμως πάντα γυρίζω σ’ εκείνα. Είμαι έτοιμος να με χορέψουν στο ταψί (τους).
Και προφέρω χαμογελαστά τ’ όνομά τους όταν ακούσω μάνα ή σύζυγο ν’ αναρωτιούνται «άραγε τι να μαγειρέψω σήμερα».
Όπως πιθανώς θα κατάλαβες λοιπόν, ΔΕΝ είμαι αντικειμενικός με τα γεμιστά. ΔΕΝ μπορώ να συζητήσω ψύχραιμα για πάρτη τους. Και φυσικά δεν υπάρχει για μένα το ψευτο-δίλημμα «με κιμά ή χωρίς»…
Σύμφωνοι, είναι πολύ νόστιμα και χωρίς. Σύμφωνοι, είναι πιο ελαφριά.
Και ναι, μπορώ να ξεπαστρέψω ένα περβόλι γεμιστά ακόμα και σε αυτή την (υποδεέστερη) βέρσιον τους. Τι σημαίνει όμως αυτό;
Μου θυμίζει το εκνευριστικό πρώτο σχόλιο με το οποίο γίνεται δεκτή σε αντροπαρέα μια μέτρια κριτική για κοπέλα, που συμπεραίνει ειρωνικά «ναι, ρε μαλάκα, δεν έμπαινες». Άλλο το ένα, άλλο το άλλο!
Επειδή θα τα φάω και χωρίς, δεν σημαίνει ότι θα σας κάνω και το χατίρι, κιμαδομάχοι! Δεν θα παραδεχθώ ΠΟΤΕ ότι έχετε δίκιο.
Και δεν θα βρίσκετε ΠΟΤΕ ικανοποιητική απάντηση στην ερώτηση γιατί -αφού υποτίθεται η κανονική συνταγή των γεμιστών είναι χωρίς κιμά- ονομάζονται σε αυτή την περίπτωση «ορφανά»!
Μήπως επειδή ισχύει το ανάποδο; Μήπως επειδή πρέπει να διαχωρίζεται το πρωτότυπο από την παραλλαγή (που δημιουργήθηκε σε εποχές που το κρέας ήταν δυσκολότερο να αγοραστεί και διατηρήθηκε έπειτα για τις περιόδους νηστείας);
Είπαμε, εγώ δεν έχω διάθεση να αντιπαρατεθώ μαζί σας. Στο όνομα της κοινής αγάπης για τα γεμιστά (είτε με κιμά, είτε «ορφανά»), το σταματάω εδώ. Αλλά μην προκαλείτε!
Όπως το κάνουν επίσης κάποιες συνταγές που νοθεύουν τα γεμιστά μας. Που αλλοιώνουν τον χαρακτήρα τους. Που επιχειρούν να τους δώσουν μια (ανεπιθύμητη) χροιά γκουρμεδιάς!
Τι κουκουνάρι και σταφίδες, ρε λεμέδες; Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να πειραματίζεστε με την καψούρα μας; Από πού κι ως πού πειράζετε ένα έργο τέχνης;
Να κοτσάρουμε, αν είναι, έναν όροφο και στον Παρθενώνα να τον κάνουμε πιο σύγχρονο. Να κάνουμε χαμογελαστή την Τζοκόντα για να μην τη βλέπουμε έτσι μουντρούχα και μας χαλάει το κέφι. Κανονίστε, γιατί ο κόσμος χάνει την ψυχραιμία του…
Κι αν θέλετε να κάνετε μια πραγματικά ωφέλιμη αλλαγή, μια προσθήκη που θα εκτοξεύσει ακόμα περισσότερο την απόλαυση των γεμιστών, μπορείτε να δοκιμάσετε αυτό που γίνεται στην Κρήτη.
Να γεμίσετε ΚΑΙ πατάτες, πέρα από ντομάτες και πιπεριές. Να τους δώσετε πρωταγωνιστικό ρόλο -και όχι του κομπάρσου ως συνοδευτικές.
Και με μια απλή κίνηση (που εντείνει και δεν αλλάζει τον χαρακτήρα του φαγητού) να απογειώσετε τον γευστικό οργασμό…