χαρακτηριστεί εξαρχής παθολογικός. Η επαναστατικότητα και η μονομέρεια της διεργασίας ευθύνονται για το καταστρεπτικό αποτέλεσμα.
Στο χωρισμό, η διαστροφή, η οποία ως τότε υπολανθάνει, ενισχύεται, η υπόγεια βία αποχαλινώνεται, γιατί ο ναρκισσιστής διεστραμμένος νιώθει ότι του ξεφεύγει η λεία. Ο χωρισμός δεν έρχεται να διακόψει τη βία, η βία συνεχίζεται μέσα στις λιγοστές επαφές που μπορεί να υπάρχουν και, όταν υπάρχουν παιδιά, περνάει μέσα από αυτά. Κατά τον J.-G. Lemaire, «ορισμένες εκδικητικές συμπεριφορές, μετά το χωρισμό ή το διαζύγιο, μπορούν να γίνουν κατανοητές σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο: λες και ένα άτομο, για να μη μισήσει τον εαυτό του, έχει ανάγκη να διοχετεύσει όλο του το μίσος σ' ένα άλλο άτομο, το οποίο, κάποτε, ήταν κομμάτι του εαυτού του».
Αυτό ακριβώς αποκαλούν οι Αμερικανοί stalking, δηλαδή παρενόχληση. Η παρενόχληση γίνεται από πρώην εραστές ή συντρόφους που δεν εννοούν v' αφήσουν τη λεία τους, κυριεύουν τον «πρώην» με την παρουσία τους, τον περιμένουν έξω από τη δουλειά του, του τηλεφωνούν μέρα νύχτα, απειλούν άμεσα ή έμμεσα.
Το stalking αντιμετωπίστηκε σοβαρά σε ορισμένες χώρες, όπου λήφθηκαν protective orders (μέτρα αστικής προστασίας) για την άμεση συζυγική βία, γιατί είναι σαφές ότι η παρενόχληση, εφόσον το θύμα αντιδράσει, μπορεί να οδηγήσει σε σωματική βία.
Τα διαζύγια από ναρκισσιστές διεστραμμένους -ασχέτως σε ποιον ανήκει η πρωτοβουλία- είναι σχεδόν πάντα βίαια, με ατέρµονες διαδικασίες. Οι διεστραμμένοι διατηρούν την επαφή µε συστηµένες επιστολές, με δικηγόρους και αλλεπάλληλες δίκες. Οι δικογραφίες μιλάνε για το ζευγάρι, που δεν υπάρχει πλέον. Όσο πιο ισχυρή είναι η ενόρµηση της επιρροής τόσο πιο μεγάλη είναι η µνησικακία και η οργή. Τα θύματα αδυνατούν να προστατευτούν, κυρίως όταν θεωρούν ότι έχουν την πρωτοβουλία για το διαζύγιο, πράγμα που συμβαίνει συχνά. Οι ενοχές τους τα αναγκάζουν να δείχνονται µεγαλόψυχα, µε την ελπίδα ότι θα γλιτώσουν από το διώκτη τους.
Τα θύματα σπάνια γνωρίζουν το νόµο, ενώ ο επιτιθέμενος, που βρίσκεται κοντά σε μια παρανοϊκή δομή, ξέρει τις διαδικασίες που πρέπει να κινήσει. Στη Γαλλία, ισχύει θεωρητικά η έννοια του διαζυγίου λόγω υπαιτιότητας, εφόσον διαπιστωθεί η διαστροφή του ενός από τους δύο συντρόφους. Πώς να αποδειχτούν, όμως, οι λεπτεπίλεπτοι χειρισμοί που χαλκεύουν την ενοχή του άλλου; Αυτός που ζητάει το διαζύγιο οφείλει να αποδείξει τα γεγονότα που επικαλείται προκειμένου να στηρίξει την αίτησή του. Πώς αποδεικνύεται όμως ένας διαστροφικός χειρισµός;
Συνήθως, το διεστραµµένο άτοµο, που ώθησε το σύντροφό του στο σφάλµα, χρησιμοποιεί αργότερα αυτή του την ενέργεια για να εξασφαλίσει το διαζύγιο υπέρ του. Κανονικά, το διαζύγιο δεν μπορεί να εκδοθεί λόγω αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενός συντρόφου όταν η υπαιτιότητά του δικαιολογείται από τη συμπεριφορά του άλλου. Στην πραγματικότητα, οι δικαστές, φοβούµενοι τη χειραγώγηση και µην ξέροντας ποιος είναι αυτός που χειραγωγεί, αποφαίνονται µε σύνεση, συντηρώντας τις καταστάσεις διαστροφικής βίας.
Στο διαστροφικό χειρισμό, o στόχος είναι η αποσταθεροποίηση του άλλου, ώστε να αμφισβητήσει τον ίδιο του τον εαυτό και τους άλλους. Γι' αυτό χρησιμοποιούνται όλα τα µέσα: υπονοούµενα, ψέµατα, κακοήθειες. O σύντροφος που δέχεται την επίθεση πρέπει να διατηρήσει την ψυχραιμία του: δεν πρέπει να αµφιβάλλει για τον εαυτό του και για τις αποφάσεις του, πρέπει να αγνοήσει τις επιθέσεις. Οφείλει να είναι σε επιφυλακή στις επαφές του με τον πρώην σύντροφο.
Από το βιβλίο «Η Ηθική Παρενόχληση» της Marie-France Hirigoyen, μετάφραση Μαριλένα Γεωργιάδου, Πατάκης.
Πηγή