κατηγορία αστυνομικών, η οποία ζήτησε και εξασφάλισε νομική γνωμάτευση. Με βάση τις επισημάνσεις που προκύπτουν μέσα από την γνωμάτευση φέρεται να παραβιάζεται η Αρχή της Ισότητας με τη δημιουργία διακρίσεων σε συντάξιμα και άλλα ωφελήματα, από τα οποία εξαιρούνται οι ειδικοί αστυνομικοί σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της δύναμης.
Η κατηγορία των ειδικών αστυνομικών, αν και καθορίζονται ως κρατικοί υπάλληλοι μέσα από συγκεκριμένη παράγραφο του περί Συντάξεως και Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Νόμων, εντούτοις τυγχάνει δυσμενούς διάκρισης σε σχέση με τους υπόλοιπους αστυνομικούς.
Συγκεκριμένα, δεν λαμβάνουν σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου, όπως οι υπόλοιποι συνάδελφοι τους, παρά μόνο σύνταξη από τις κοινωνικές ασφαλίσεις, ενώ αντί για εφάπαξ λαμβάνουν φιλοδώρημα κατά την αποχώρηση τους από το Σώμα. Μέσα από μία απλή αντιπαραβολή των ωφελημάτων των ειδικών με αυτά των κανονικών αστυνομικών προκύπτουν τα εξής:
Για τους κανονικούς αστυνομικούς:
-Λαμβάνουν σύνταξη (δημοσίου υπαλλήλου και σύνταξη από τις κοινωνικές ασφαλίσεις) και εφάπαξ σύμφωνα με τον περί Συντάξεως Νόμο και με τον περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Κρατικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα.
-Σύμφωνα με τον περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Νόμο η ηλικία αφυπηρέτησης του Κανονικού Αστυνομικού με βαθμό όχι ανώτερο του Λοχία, είναι η ηλικία των 62 ετών.
-Σύμφωνα με το α. 4 του περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Νόμου, αποκόπτονται από τις μηνιαίες απολαβές τους ποσοστό ίσο με 3%.
Για τους ειδικούς αστυνομικούς ισχύουν τα εξής:
-Δεν λαμβάνουν σύνταξη δημοσίου υπαλλήλου (μόνο σύνταξη από κοινωνικές ασφαλίσεις)
-Δεν λαμβάνουν εφάπαξ, αλλά φιλοδώρημα.
-Σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο η ηλικία υποχρεωτικής αφυπηρέτησης του ειδικού Αστυνομικού είναι η ηλικία των 62 ετών.
-Σύμφωνα με τον Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Νόμο, αποκόπτεται από τις μηνιαίες απολαβές τους ποσοστό ίσο με 3%.
Με μία πρώτη ανάγνωση των πιο πάνω εξάγεται το συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης αντιμετωπίζει τόσο τους Ειδικούς Αστυνομικούς όσο και τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα ως ένα, δηλαδή ως «κρατικούς υπαλλήλους» και μέλη της «κρατικής υπηρεσίας».
Μέσα από την σύγκριση των ωφελημάτων, προβάλλεται έντονα ως δυσμενής διάκριση το θέμα που αφορά στην ηλικία αφυπηρέτησης, αφού οι Ειδικοί Αστυνομικοί που αφυπηρετούν στα 62 δεν λαμβάνουν οποιαδήποτε σύνταξη μέχρι τα 63, μέχρι δηλαδή τη λήψη σύνταξης από τις Κοινωνικές Ασφαλίσεις, ενώ οι Κανονικοί Αστυνομικοί και γενικά άλλοι κρατικοί υπάλληλοι, λαμβάνουν τη σύνταξη του δημοσίου από την ημέρα αφυπηρέτησης τους. Διάκριση εντοπίζεται και στην παροχή του φιλοδωρήματος, αντί εφάπαξ για ειδικούς αστυνομικούς.
Σε σχέση με το εφάπαξ ποσό που λαμβάνεται δεν πραγματοποιείται καμία αποκοπή από τις απολαβές των κρατικών υπαλλήλων ως συνεισφορά, ενώ σε περίπτωση εφαρμογής του θεσμού του Ταμείου Προνοίας, αποκόπτονται από τις απολαβές των Ειδικών Αστυνομικών συγκεκριμένα επιπρόσθετα ποσοστά ως συνεισφορά. Το γεγονός αυτό από μόνο του αποτελεί και πάλι διάκριση μεταξύ των Ειδικών Αστυνομικών και των υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Παρά ταύτα,η έκθεση υποδεικνύει αντιφάσεις στις σχετικές νομοθεσίες που ορίζουν τον ρόλο των αστυνομικών, ειδικών και μη και τα συνεπαγόμενα ωφελήματα τους. Για το λόγο αυτό υποδεικνύει γενικούς ορισμούς που περιλαμβάνονται στις σχετικές νομοθεσίες.
Συγκεκριμένα, στο 2ο άρθρο του περί Συντάξεως Νόμου οι δυνάμεις ασφαλείας περιλαμβάνονται στον ορισμό της κρατικής υπηρεσίας, στην οποία εμπίπτουν γενικά οι κρατικοί υπάλληλοι, εντούτοις το μέλος της αστυνομίας έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Αστυνομίας Νόμο και δεν περιλαμβάνει ειδικό αστυνομικό·
Εν συνεχεία στο άρθρο 3 του καθορίζεται ότι η εφαρμογή του νόμου αφορά όλους τους κρατικούς υπαλλήλους.
Ο περί Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων Νόμος περιέχει παρόμοιους ορισμούς.
Το άρθρο 2 του εν λόγω Νόμου συγκαταλέγει τις δυνάμεις ασφαλείας στην κρατική υπηρεσία. Μέλος της Αστυνομίας έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Αστυνομίας Νόμο·
Με μια πρώτη ανάγνωση προκύπτει ότι, ενώ σύμφωνα με τους περί Συντάξεως Νόμους, ο ειδικός αστυνομικός δεν θεωρείται μέλος της αστυνομίας, εντούτοις, εμπίπτει εντός της έννοιας του Κρατικού Υπαλλήλου, αφού εκτελεί υπηρεσία στις Δυνάμεις Ασφαλείας.
Η μεγαλύτερη αντίφαση παρατηρείται στον περί Αστυνομίας Νόμο και συγκεκριμένα στο άρθρο 2, όπου ο ορισμός μέλος της αστυνομίας περιλαμβάνει και τον ειδικό αστυνομικό σε αντίθεση με τους περί Συντάξεων Νόμους, όπου στον ίδιο ορισμό εξαιρείται ο ειδικός αστυνομικός. Το άρθρο 3 του ιδίου νόμου, αναφέρει ότι Δύναμη Ασφάλειας είναι η Αστυνομία Κύπρου.
Από τα πιο πάνω, προκύπτει εξόφθαλμα η πρώτη αντίφαση μεταξύ των περί Συντάξεων Νόμων και του περί Αστυνομίας Νόμου, αφού, ενώ αφενός οι περί Συντάξεων Νόμοι παραπέμπουν στον περί Αστυνομίας Νόμο για την έννοια του Ειδικού Αστυνομικού, αφετέρου εξαιρούν τους Ειδικούς Αστυνομικούς από τον ορισμό «μέλη της Αστυνομίας».
Από την άλλη πλευρά όμως, ο περί Αστυνομίας Νόμος δεν εξαιρεί από τον όρο «μέλος της Αστυνομίας» τον Ειδικό Αστυνομικό. Είναι ξεκάθαρο ότι η αναφορά σε Δυνάμεις Ασφαλείας στους περί Συντάξεως Νόμους, αναφέρεται στην Αστυνομία Κύπρου. Κατ’ επέκταση, σύμφωνα πάντα με τον περί Αστυνομίας Νόμο, ο Ειδικός Αστυνομικός, ο οποίος διορίζεται με βάση τον περί Αστυνομίας Νόμο και συνεπώς είναι μέλος της Αστυνομίας, συγκαταλέγεται στην Αστυνομία Κύπρου και κατ’ επέκταση στις Δυνάμεις Ασφαλείας.
Επιπρόσθετα, ο όρος «Αστυνομία», σύμφωνα με τον περί Αστυνομίας Νόμο, περιλαμβάνει και τους Ειδικούς Αστυνομικούς. Επόμενο τούτου είναι το γεγονός ότι και ο ειδικός αστυνομικός είναι μέρος της κρατικής υπηρεσίας υπό την έννοια των περί Συντάξεως Νόμων. Εντούτοις δεν απολαμβάνει τα ίδια προνόμια με τους υπόλοιπους κρατικούς υπαλλήλους.
Πεποίθηση των νομικών συμβούλων των ειδικών αστυνομικών είναι ότι οι σχετικές διαφοροποιήσεις εις βάρος των Ειδικών Αστυνομικών δεν δικαιολογούνται και άρα παραβιάζουν τις αρχές της ισότητας.
Διαφορετική είναι και η διαχείριση του προνομίου των αδειών, μεταξύ των δύο ταχυτήτων εργαζομένων στο ίδιο σώμα.
Συγκεκριμένα, για την κανονική άδεια ασθενείας υπάρχει σημαντική διαφοροποίηση, όπου για τους κανονικούς αστυνομικούς καθορίζεται στις 42 ημέρες, ενώ για τους ειδικούς στις 21.
Επίσης η παράταση σε σχέση με τραυματισμό εκτός υπηρεσίας διαφοροποιείται ουσιωδώς, αφού οι Κανονικοί Αστυνομικοί έχουν την δυνατότητα να λάβουν παράταση 6 μηνών με πλήρεις απολαβές + 6 μήνες με ½ απολαβών, ενώ οι Ειδικοί δύνανται να λάβουν παράταση 42 ημέρες με πλήρεις απολαβές + 90 μέρες παράταση χωρίς απολαβές.
Όπως σημειώνεται στη γνωμάτευση από τη στιγμή που ο ίδιος ο περί Αστυνομίας Νόμος προνοεί για την ίση μεταχείριση όλων των μελών της αστυνομίας, τότε δεν δικαιολογείται η όποια διαφοροποίηση. Σύμφωνα με πληροφορίες του Philenews, μετά την εκπόνηση της εν λόγω γνωμάτευσης ο κλάδος των ειδικών αστυνομικών προσανατολίζεται προς τη λήψη δραστικών μέτρων για άρσης της εις βάρος τους αδικίας.
Πηγή