νόμιζα ότι δεν μιλάω με το Νιου Τζέρζι αλλά με τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, 408 χιλιόμετρα πάνω από τη Γη. Ο Σκοτ Κέλι –αυτός ήταν ο συνομιλητής μου– έγινε διάσημος όταν στις 2 Μαρτίου του 2016 επέστρεψε στη Γη έπειτα από έναν χρόνο παραμονής στο Διάστημα. Για την ακρίβεια, επρόκειτο για 342 ημέρες και δεν ήταν μόνος σε αυτό: ο Ρώσος κοσμοναύτης Μιχαήλ Κορνιένκο ήταν ο έτερος που το 2012 είχε επιλεγεί, μαζί με τον Κέλι, για μια τέτοια αποστολή, στο πλαίσιο μιας κοινής απόφασης της NASA και της Ρωσικής Ομοσπονδιακής Διαστημικής Υπηρεσίας (Roscosmos), προκειμένου να μελετηθούν οι επιδράσεις που θα είχε στον ανθρώπινο οργανισμό η παρατεταμένη παραμονή στο Διάστημα. Ενα άλλο σκέλος της αποστολής αυτής ήταν η ψυχολογική μελέτη, καθώς επίσης η παράλληλη εξέταση του ομοζυγωτικού δίδυμου αδελφού του Σκοτ Κέλι, του επίσης αστροναύτη Μαρκ, προκειμένου να διερευνηθούν οι διαφορές μεταξύ τους μετά το πέρας της αποστολής του Σκοτ.
Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας άνθρωπος πέρασε τόσο χρόνο στο Διάστημα. Οι Βλαντιμίρ Τίτοφ και Μούσα Μανάροφ πέρασαν 365 μέρες στο ρωσικό σταθμό Μιρ (1987-88), ο Σεργκέι Αντέιεφ πέρασε 379 ημέρες επίσης πάνω στον Μιρ (το 1999), ενώ ο Βάλερι Πολιάκοφ πέρασε 437 ημέρες στον Μιρ το 1995. Για τον Διεθνή Διαστημικό Σταθμό, όμως, η παραμονή των Κέλι - Κορνιένκο συνιστά ρεκόρ.
Ενα χρόνο μετά την επιστροφή του, ο Κέλι εξέδωσε ένα προσωπικό χρονικό αυτής της αποστολής, το «Endurance» («Αντοχή», εκδ. Doubleday), το οποίο θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά τον προσεχή Μάρτιο, από τις εκδόσεις Ροπή.
Ο Σκοτ Κέλι είναι ο δεύτερος αστροναύτης από τον οποίο παίρνω συνέντευξη. Ο πρώτος ήταν ο Σκοτ Παραζίνσκι, όταν ήταν περαστικός από την Αθήνα. Ακούγοντας τώρα τον Κέλι από την άλλη πλευρά του τηλεφώνου, πιστοποιώ για μία ακόμη φορά πόσο γειωτικοί μπορούν να είναι οι άνθρωποι που έχουν πάει στο Διάστημα. Είναι κάτι που συχνά συναντά κάποιος και στους πιλότους: για να απογειωθείς στον αέρα και για να εκτοξευθείς στο Διάστημα πρέπει να πατάς γερά με τα δυο σου πόδια στη Γη.
Στο ψαχνό
Οχι ότι συνάντησα ή άκουσα ανθρώπους απρόσιτους ή απόμακρους, το αντίθετο. Ο Κέλι ακούγεται ζεστός, φιλικός, ενώ γελάει εύκολα. Αλλά όλα όσα για εμάς φαντάζουν απλώς... διαστημικά, για εκείνον είναι μέρος της δουλειάς. Για παράδειγμα, όταν τον ρωτάω για την ουσία της συγκεκριμένης αποστολής, πάει κατευθείαν στο ψαχνό: «Το σχέδιο είναι να ερευνήσουν οι επιστήμονες πώς αντιδρά το σώμα έπειτα από πολύ καιρό παραμονής στο Διάστημα, προκειμένου να έχουν μιαν εικόνα τι μπορεί να αντιμετωπίσουμε σε μελλοντικές διαστημικές αποστολές στο ηλιακό σύστημα και κυρίως στον Αρη».
Οι πρώτες σελίδες του βιβλίου του Κέλι είναι περίπου εφιαλτικές: περιγράφει με εξαντλητικές λεπτομέρειες πόσο δύσκολη ήταν η επαναπροσαρμογή του σώματός του σε συνθήκες βαρύτητας. Δεν είναι κάτι που θα ήθελε κάποιος να βιώσει, όσο γοητευτικό κι αν φαντάζει σε κάποιους από εμάς ένα ταξίδι στα άστρα. Οταν τον ρωτάω ποιο ήταν το πρώτο πράγμα που ήθελε να κάνει αφού επέστρεψε, η απάντησή του είναι ενδεικτική: «Να βουτήξω στην πισίνα του σπιτιού μου». Του ήταν τόσο ενοχλητική η βαρύτητα; Ρωτάω εγώ ανυποψίαστος. «Οχι, όχι», κάνει εκείνος γελώντας. «Ηθελα ύστερα από έναν χρόνο να νιώσω και πάλι το νερό να τρέχει πάνω στο σώμα μου. Οσο ήμουν στον σταθμό, καθαριζόμασταν με νωπά σφουγγάρια που απλώς τρίβεις πάνω στο δέρμα». Ωμός ρεαλισμός; Κάπως έτσι. Αυτόν τον ρεαλισμό θα συναντήσει ο αναγνώστης και στις σελίδες του βιβλίου του Κέλι, όπως, π.χ., για το πόσο επίμονες είναι οι μυρωδιές του ανθρώπινου σώματος σε κλειστό χώρο χωρίς βαρύτητα. «Αφού γύρισα στη Γη, μου πήρε δύο εβδομάδες για να νιώσω στοιχειωδώς καλά. Συνολικά όμως, για να πούμε ότι ήμουν εκατό τοις εκατό καλά, αυτό μου πήρε κάπου οκτώ μήνες», μου εξηγεί.
Τον ρωτάω αν όταν πέφτει για ύπνο ονειρεύεται το Διάστημα. «Οχι», απαντά κατηγορηματικά. Καμία νοσταλγία δηλαδή; «Δεν είπα αυτό», εξηγεί. «Δεν βλέπω όνειρα με το Διάστημα, αλλά μου λείπει. Μου λείπει ο Διαστημικός Σταθμός, μου λείπει η δουλειά που έκανα εκεί, μου λείπουν οι άνθρωποι που γνώρισα. Ω ναι, κάθε μέρα μου λείπει όλο αυτό».
Οι αστροναύτες εργάζονται σκληρά. Οχι μόνον διότι έχουν αναλάβει πολλές υποχρεώσεις (βλ. αποστολές) αλλά επειδή πρέπει και να επιβιώσουν. Οι βλάβες «εκεί πάνω» δεν είναι ασήμαντη υπόθεση. Ωστόσο, όπως γράφει ο Κέλι και όπως επιβεβαιώνει από το τηλέφωνο, υπάρχει χρόνος για στοχασμό. Και για διάβασμα. «Διάβασα την “Αντοχή” του Σάκλετον, με τις αποστολές του στην Ανταρκτική», με πληροφορεί. «Εξ ου και ο τίτλος του δικού μου βιβλίου. Το διάβασα δύο φορές. Διάβασα την “Καρδιά της θάλασσας”, που ενέπνευσε τον Μέλβιλ να γράψει τον “Μόμπι Ντικ”. Διάβασα και τον “Μεγάλο περίπατο”, την ιστορία δύο τύπων που το έσκασαν από τα σοβιετικά γκούλαγκ και χρειάστηκε να διασχίσουν την έρημο Γκόμπι για να επιζήσουν». Ολα αυτά, του λέω, είναι βιβλία επιβίωσης. «Ναι, αυτή ήταν η γενική ιδέα», αποκρίνεται.
Τα απογεύματα ο Κέλι διάβαζε και κρατούσε σημειώσεις: τι αισθανόταν, τι σκεφτόταν, πώς πέρασε τη μέρα του – εντολή της NASA, μέρος των ψυχολογικών τεστ. Δεν ένιωθε μόνος; «Δεν αισθάνθηκα ποτέ μόνος εκεί πάνω», λέει με ευκολία. «Μου έλειπε η Γη, μου έλειπαν οι άνθρωποί μου, αλλά η μοναξιά έχει άλλο βάθος και δεν ήταν η δική μου κατάσταση».
Πρωινά με μουσική
Τα πρωινά, ο Κέλι άκουγε Μπετόβεν, Μπαχ, Σάμιουελ Μπάρμπερ κοιτάζοντας τη Γη. «Αυτό ήταν, πώς να το πω», τον ακούω να ψάχνει τις λέξεις, «...ήταν πραγματικά κουλ. Ηταν κάτι που μου άρεσε να κάνω τα πρωινά όταν όλοι οι άλλοι κοιμούνταν στο σταθμό».
Μερικές από τις πιο συγκλονιστικές σελίδες στο βιβλίο του είναι όταν περιγράφει τους διαστημικούς περιπάτους, όταν δηλαδή έβγαινε από τον σταθμό και έπλεε στο απέραντο, σκοτεινό κενό (μια φορά έχασε τελείως τον προσανατολισμό του για κάμποσα λεπτά). Στο βιβλίο γράφει μάλιστα: «Το να βρίσκεσαι εκεί έξω είναι κάτι τελείως αφύσικο». Μου το επιβεβαιώνει. «Το αληθινό θαύμα είναι όταν επιστρέφεις στον σταθμό και είσαι ξανά ασφαλής. Είναι ένα απίστευτο πράγμα να βρίσκεσαι εκεί έξω, έξω από τον σταθμό και στο βιβλίο δεν ήθελα να ωραιοποιήσω τίποτα, ήθελα ο κόσμος που διαβάζει να νιώσει ότι βρίσκεται εκεί έξω μαζί μου και να αισθανθεί την τρομερή ένταση που έχει αυτή η δραστηριότητα. Δεν ξέρω αν το πέτυχα αλλά πιστεύω πως για να γράψεις για κάτι τέτοιο πρέπει να είσαι ωμός, να δίνεις και τα ωραία και τα άσχημα μιας τέτοιας αποστολής».
Του αναφέρω ότι ο Σκοτ Παραζίνσκι μου έλεγε ότι έγινε οικολόγος μετά τις διαστημικές του αποστολές και ότι αυτό συμβαίνει συχνά στους αστροναύτες: από εκεί ψηλά βλέπουν τη μόλυνση και, κυρίως, πόσο μοναχικός είναι ο γαλάζιος πλανήτης μέσα στο αφιλόξενο, φονικό σκότος του Διαστήματος. «Ναι, όντως βλέπεις τη μόλυνση», τον ακούω να λέει κάπως αδιάφορα τώρα. Αμέσως μετά όμως σοβαρεύει. «Κυρίως, αυτό που τρομάζει είναι όταν βλέπεις πόσο λεπτή, πόσο εύθραυστη είναι η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη Γη. Μια λεπτή στρώση μάς χωρίζει από το απέραντο κενό»...
Πηγή