Υπήρχε άλλος τρόπος για να βγούμε από την κρίση χωρίς πόλεμο; Υπήρξε υποχωρητική η στάση της ελληνικής κυβέρνησης εν αντιθέσει με εκείνη των ενόπλων δυνάμεων; Η Ελλάδα προσπαθεί επί 18 χρόνια να δώσει απαντήσεις σε μια υπόθεση που οι πρωταγωνιστές της αλληλοκατηγορούνται και οι διαστάσεις της όλες αγνοούνται. Δίπλα στα σοβαρά ερωτήματα για την υπόθεση εκείνη, η συνωμοσιολογία παίζει τον δικό της ρόλο, πριμοδοτώντας όπως πάντα τη σύγχυση.
Η πτώση του ελικοπτέρου με τους τρεις έλληνες αξιωματικούς εκείνο το βράδυ, αν και η πιο δραματική εξέλιξη, δεν είναι αυτή που χαρακτηρίζει την υπόθεση. Η κρυφή διπλωματία, η ιδεοληψία κάποιων πρωταγωνιστών, η ανικανότητα άλλων, σφράγισαν μία ακόμη πλευρά της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο Κώστας Σημίτης ακόμη και σήμερα επιμένει πως εκείνο το βράδυ απομάκρυνε την Ελλάδα από τον πόλεμο. Την ίδια άποψη έχουν και οι ΗΠΑ. Μόνο που αυτές δεν είναι υποχρεωμένες να απολογούνται σε καμία απαίτηση εθνικής αξιοπρέπειας.
Το 1991 οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ενημερώσει τον Ανδρέα Παπανδρέου πως η Τουρκία επεξεργαζόταν ένα εκτεταμένο σχέδιο αμφισβήτησης των ελληνικών νησιών και βραχονησίδων. Η Τουρκία αναζητούσε ευκαιρία για να θέσει θέματα αμφισβήτησης των ελληνικών νησιών, προκειμένου να οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις την ελληνική πλευρά, αλλά και να εμποδίσει την επέκταση του ελληνικού θαλάσσιου χώρου από τα 6 στα 12 μίλια. Το 1995 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, με πρόταση του υφυπουργού Μανώλη Μπεντενιώτη, επεξεργαζόταν ένα πρόγραμμα εποικισμού και αξιοποίησης των μικρών νησιών του Αιγαίου. Ο λόγος ήταν πως η Ελλάδα έπρεπε να εμφανίζει οικονομική δραστηριότητα σε νησιά, γιατί αυτές οι περιοχές με οικονομική δραστηριότητα θα ήταν τα όρια καθορισμού της υφαλοκρηπίδας. Πολλά από αυτά τα προγράμματα εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο τουρκικός Τύπος κατά καιρούς αναφερόταν σε ένα «κόλπο των Ελλήνων» για να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία τους στις βραχονησίδες.
Τα Χριστούγεννα του 1995 η Τουρκία βρήκε ή δημιούργησε την ευκαιρία για ένα καθεστώς αμφισβήτησης. Το τουρκικό φορτηγό πλοίο FIGEN AKAT προσάραξε στις βραχονησίδες Ίμια. Αποκολλήθηκε από εκεί στις 28 Δεκεμβρίου με τη βοήθεια ελληνικού ρυμουλκού. Μία ημέρα μετά το τουρκικό ΥΠΕΞ έστειλε στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα ρηματική διακοίνωση, στην οποία διαμαρτυρόταν ότι «οι νησίδες Ίμια αποτελούν εσωτερικό τμήμα της τουρκικής επικράτειας που υπάγονται διοικητικά στην επαρχία Μούγλια της Αλικαρνασσού». Το ατύχημα αυτό ήταν η ευκαιρία για να θέσει η Άγκυρα σε αμφισβήτηση ελληνικές βραχονησίδες. Η άποψη που επικράτησε το επόμενο διάστημα ήταν πως το ατύχημα ήταν σκηνοθετημένο. Ως απόδειξη αυτού του ισχυρισμού προβάλλεται μέχρι σήμερα το γεγονός πως ο τούρκος καπετάνιος αρνήθηκε να δεχτεί βοήθεια από το ελληνικό λιμενικό, υποστηρίζοντας πως τα Ίμια είναι τουρκικά και πρόκειται για τα τουρκικά νησιά Καρντάκ.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώνεται από τον βασικό πρωταγωνιστή αυτής της ιστορίας, τον τότε λιμενάρχη Καλύμνου Νίκο Χουχουρέλο: «Εκείνο το βράδυ, αφού προσάραξε το φορτηγό πλοίο, ο καπετάνιος μίλησε με τον πλοιοκτήτη και στη συνέχεια έδωσε σήμα κινδύνου. Πήγαμε με ένα φουσκωτό στα Ίμια, ελέγξαμε την κατάσταση και διαπιστώσαμε πως έπρεπε να γίνει ρυμούλκηση. Δεν μπορούσε να αποκολληθεί με δικές του δυνάμεις. Ενημερώσαμε τον καπετάνιο πως πρέπει η ρυμούλκηση να γίνει από ελληνικά μέσα, γιατί ήταν σε ελληνικό θαλάσσιο χώρο. Του δώσαμε μάλιστα στοιχεία επικοινωνίας με ελληνικές εταιρίες ρυμούλκησης. Ο καπετάνιος τα πήρε, έκανε επικοινωνίες και δυσανασχέτησε, γιατί χρειαζόταν αρκετός χρόνος να έρθουν να ελληνικά ρυμουλκά από Πειραιά. Είπε μάλιστα πως η δουλειά θα μπορούσε να γίνει γρήγορα και φτηνά αν έρχονταν ρυμουλκά από την Τουρκία. Δεν έθεσε ποτέ θέμα ότι δεν θέλει να δεχτεί ελληνική βοήθεια γιατί ήταν σε ελληνικό θαλάσσιο χώρο».
Ο πόλεμος της φήμης και της σημαίας
Με ή χωρίς σκηνοθεσία, η Τουρκία βρήκε μια ευκαιρία. Στις 9 Ιανουαρίου 1996 η Ελλάδα απαντάει στην τουρκική ρηματική διακοίνωση, λέγοντας πως τα Ίμια είναι ελληνικές νησίδες που δόθηκαν από τους Ιταλούς μαζί με τα Δωδεκάνησα. Από τα μέσα Ιανουαρίου το ελληνικό ΥΠΕΞ ζητά από Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας να υπάρξουν αυξημένα μέτρα στην περιοχή των βραχονησίδων. Στις 20 Ιανουαρίου ο Κώστας Σημίτης επιλέγεται από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ ως πρωθυπουργός, στη θέση του ασθενούς Ανδρέα Παπανδρέου. Αντίπαλοί του για την εκλογή είναι ο Άκης Τσοχατζόπουλος και ο Γεράσιμος Αρσένης. Μετά την εκλογή του, ο Σημίτης θέλει να απεμπλέξει από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας τον υπουργό και αντίπαλό του Αρσένη. Είναι κοινό μυστικό πως θέλει μια κυβέρνηση άλλου προσανατολισμού και στα εθνικά θέματα. Ζητά από τον Αρσένη να πάρει το υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά αυτός αρνείται.
Στις 24 Ιανουαρίου ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤ1 προβάλλει ως πρώτο θέμα ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Αντώνη Φουρλή με την ανταλλαγή της διπλωματικής αλληλογραφίας που αποδεικνύει πως η Τουρκία για πρώτη φορά θέτει ζήτημα εδαφικών διεκδικήσεων. Η νεοσύστατη κυβέρνηση Σημίτη βρίσκεται απέναντι σε ένα εθνικό θέμα πριν ακόμη πάει στα υπουργικά γραφεία. Η επόμενη ημέρα είναι καθοριστική.
Τα Μέσα Ενημέρωσης αναπαράγουν το ρεπορτάζ, δίνοντας όμως το καθένα τη δική του χροιά. Υπάρχουν ραδιοσταθμοί που μεταδίδουν πως οι Τούρκοι διεκδικούν τα Ίμια και μάλιστα τοποθέτησαν τουρκική σημαία στα νησιά. Η φήμη αυτή είναι όχι μόνο ανυπόστατη αλλά και περίεργη. Μιλά για μια σημαία πριν καν υπάρξει. Ο λιμενάρχης Καλύμνου Νίκος Χουχουρέλος θυμάται: «Με έπαιρναν τηλέφωνο και με ρωτούσαν πού είχε μπει η σημαία. Δεν υπήρχε καμία σημαία, αλλά υπήρχε αυτή η μετάδοση. Σε σημείο που να ‘ρθει ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής και να μου ζητήσει να πάμε να δούμε αν υπάρχει τουρκική σημαία. Πήραμε το φουσκωτό και πήγαμε ως τα Ίμια, όπου πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα. Στην επιστροφή συναντήσαμε ένα αλιευτικό σκάφος από την Κάλυμνο, στο οποίο επέβαιναν ο δήμαρχος Καλύμνου Δημήτρης Διακομιχάλης και ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Γ. Ριόλας. Μου είπαν πως πάνε και αυτοί να δουν αν υπάρχει τουρκική σημαία. Τους ενημέρωσα πως δεν υπάρχει και τους είπα να γυρίσουν και αυτοί. Μου απάντησαν πως θα πήγαιναν ως εκεί και θα γυρνούσαν».
Ο δήμαρχος Δ. Διακομιχάλης με το αλιευτικό «Άννα Μαρία», το οποίο ανήκε στον Μιχάλη Αρβύθη, φτάνει στα Ίμια και τοποθετεί σε έναν πρόχειρο ιστό μια ελληνική σημαία στην Ανατολική Ίμια. Η κρίση μόλις έχει ξεκινήσει. Πολλοί θα κατηγορήσουν αργότερα τον Δημήτρη Διακομιχάλη γι’ αυτή την ενέργεια. Ο ίδιος ο Θόδωρος Πάγκαλος ως ΥΠΕΞ θα του αποδώσει σκοτεινά κίνητρα. Αρκετοί στην κυβέρνηση του αποδίδουν σχέση με την ομάδα Αρσένη. Και στους δύο αποδίδουν πρόθεση να ρίξουν μια πεπονόφλουδα στην κυβέρνηση Σημίτη, την οποία θεωρούν υποχωρητική στα εθνικά θέματα. Ο Διακομιχάλης εξηγεί σήμερα πως η κρίση στα Ίμια δεν προήλθε από την ανύψωση της σημαίας, αλλά από την αδυναμία των πολιτικών παραγόντων να διαχειριστούν την εθνική κυριαρχία. «Τα Ίμια δεν ήταν η μόνη βραχονησίδα όπου είχαμε βάλει σημαία. Μήνες πριν την κρίση είχαμε βάλει και στην Ψέριμο και στην Καλόλιμνο. Στην Καλόλιμνο μάλιστα ήταν μεταλλική. Τι διαφορά είχαν τα νησιά μεταξύ τους και στα άλλα μπορούσαμε αλλά στα Ίμια δεν μπορούσαμε;
Σύμφωνα με τα έγγραφα που υπάρχουν, τα Ίμια ανήκαν στη δικαιοδοσία του δήμου Καλύμνου και εποπτεύουσα αρχή είναι η χωροφυλακή. Αυτός ήταν ο λόγος που πήρα μαζί μου τον διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος. Την βάλαμε και φύγαμε. Αν ψάχνουν δικαιολογία γιατί δεν μπορούσαν να προασπιστούν ό,τι είχαν, είναι άλλο θέμα».
Απόβαση Ντινόπουλου
Ένα από τηλεοπτικά κλισέ δόγματα λέει πως «ότι δεν καταγράφεται τηλεοπτικά, είναι σαν να μην υπάρχει». Ίσως αν δεν υπήρχε η τηλεόραση να μην υπήρχε κατά μία έννοια και η κρίση των Ιμίων όπως εξελίχθηκε. Απουσία κάμερας, η σημαία στη βραχονησίδα μπορεί να είχε τη μοίρα που τόσο επιθυμούσε ο Θόδωρος Πάγκαλος, όταν αργότερα ήταν σε αδιέξοδο, για το τι θα κάνει με τις διαπραγματεύσεις για τη σημαία. Να την έπαιρνε απλώς ο αέρας. Την ημέρα της τοποθέτησής της ένα τηλεοπτικό συνεργείο του ΑΝΤ1 με τον δημοσιογράφο Αργύρη Ντινόπουλο (νυν βουλευτή της ΝΔ) φτάνει στην Κάλυμνο. Θέλει να καταγράψει την εικόνα της ελληνικής σημαίας στα Ίμια, αλλά επιλέγει να δώσει ένα πιο «τηλεοπτικό», κατά τα ήθη της εποχής, χαρακτήρα.
Μισθώνει το πλοιάριο «Γιάννης Ιερόθεος» από την Κάλυμνο για να πάει στα Ίμια, αλλά όχι μόνος για μια δημοσιογραφική καταγραφή. Τον συνοδεύουν ένας ιερέας, μερικοί Καλύμνιοι και μερικά παιδιά. Ανεβαίνουν στη βραχονησίδα κουνώντας σημαίες και κάποιοι από αυτούς δίνουν συνεντεύξεις, στις οποίες λένε πως θα υπερασπιστούν τις βραχονησίδες και τα χώματα της πατρίδας.
Το ρεπορτάζ παίζει πρώτο θέμα στο δελτίο ειδήσεων, μέσα σε ένα κλίμα εθνικής παλιγγενεσίας και πατριωτικής αποφασιστικότητας. Η τουρκική απάντηση έρχεται επίσης με τηλεοπτικό τρόπο μετά από δύο μέρες. Το Σάββατο 27 Ιανουαρίου ένα ελικόπτερο απογειώνεται από τη Σμύρνη και προσγειώνεται στην Ανατολική Ίμια. Μεταφέρει τον δημοσιογράφο της εφημερίδας «Χουριέτ» Τζεσούρ Οσέρτ και δύο συναδέλφους του. Οι τούρκοι δημοσιογράφοι βγάζουν την ελληνική σημαία από το κοντάρι και ανυψώνουν μια τουρκική. Βγαίνουν οι απαραίτητες φωτογραφίες και την επόμενη ημέρα είναι στην πρώτη σελίδα της «Χουριέτ». Η τουρκική σημαία κυματίζει στα Ίμια. Όπως θα εκμυστηρευτεί αργότερα ο Οσέρτ, τη σημαία τού την παρέδωσε ο επικεφαλής της «Χουριέτ» στη Σμύρνη και του έδωσε εντολή να πάει στα Ίμια. Άγνωστο παραμένει αν ο διευθυντής της «Χουριέτ» κινήθηκε με βάση επαγγελματική διαστροφή ή εντολές κάποιων. Αλλά αυτό είναι ένα ερώτημα που σχετίζεται με πολλούς ακόμη παράγοντες εκείνης της κρίσης.
Δύο πολιτικές κρίσεις και μια πολεμική
Λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση σε όλη της τη διάσταση, με κυρίαρχη αυτή που έφερε δυο στόλους αντιμέτωπους σε ένα μικρό κομμάτι στο Αιγαίο, δύο κρίσεις πολιτικές έβαζαν τη δική τους σφραγίδα στα γεγονότα. Στην Τουρκία το Κόμμα της Ευημερίας του Ερμπακάν είχε κερδίσει τις εκλογές, αλλά δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Το τουρκικό κατεστημένο επιθυμούσε στην εξουσία την Τανσού Τσιλέρ, η οποία την περίοδο της κρίσης ήταν υπηρεσιακή πρωθυπουργός. Μια εθνική κρίση και η σθεναρή της αντιμετώπιση από την Τσιλέρ θα έδιναν πόντους στην πιθανότητα παραμονής της στην πρωθυπουργία.
Στην Ελλάδα ο Κώστας Σημίτης είχε επιλεγεί ως πρωθυπουργό ς κερδίζοντας τους συσχετισμούς στην κοινοβουλευτική ομάδα. Γνώριζε ωστόσο ότι δεν τους έχει στο κόμμα. Ξεκίνησε τη θητεία του με τον εφιάλτη της πολιτικής του ομηρίας. Σε αυτόν προστέθηκε η κρίση. Αντίληψή του ήταν πως έπρεπε να κυβερνήσει προσανατολισμένος σε μια διαφορετική πολιτική από εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν καχύποπτος απέναντι στους εσωκομματικούς πολιτικούς του αντιπάλους και θεωρούσε πως η διακυβέρνηση είναι υπόθεση της δικής του ομάδας. Την περίοδο της κρίσης λειτούργησε με αυτή τη σημιτική ομάδα, αντικαθιστώντας σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και τα θεσμικά όργανα.
Δεν είναι τυχαίο πως δεν συγκάλεσε ΚΥΣΕΑ κατά τη διάρκεια της κρίσης και αντικατέστησε το αρμόδιο όργανο με συνευρέσεις φιλικών του κυβερνητικών παραγόντων. Η άποψή του πως η Ελλάδα είναι μια βαλκανική χώρα που πρέπει να αγκαλιάσει την Ευρώπη και να συμπορεύεται με τους Αμερικανούς, μακριά από διενέξεις, καθόρισε τη στάση του κατά τις επόμενες μέρες. Το θέμα βεβαίως είναι πού οριοθετεί κάποιος την παραχώρηση για να αποφύγει τη διένεξη. Αυτό το ερώτημα ο Σημίτης, σύμφωνα με όσους έζησαν την κρίση αλλά θεωρήθηκαν απ’ τον ίδιο «υπονομευτές», αντί να το απαντήσει, το θεώρησε απλώς έναν εφιάλτη. Ήταν τα προοίμια για τα Ίμια.
ΤΑ ΠΡΟΟΙΜΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ
Στις 28 Ιανουαρίου το ελληνικό παράκτιο σκάφος «Παναγόπουλος ΙΙ», που περιπολεί κοντά στα Ίμια, εντοπίζει στη μία βραχονησίδα την τουρκική σημαία που τοποθέτησαν οι τούρκοι δημοσιογράφοι. Κανένα από τα ελληνικά σκάφη που είναι στην περιοχή ούτε κάποιο ραντάρ είχαν εντοπίσει το ελικόπτερο να προσγειώνεται στη βραχονησίδα. Ξεκινά η διαδικασία ενημέρωσης των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών. Μετά από δύο ώρες άντρες του Πολεμικού Ναυτικού από το «Παναγόπουλος» αφαιρούν την τουρκική σημαία.
Στη συνέχεια άγημα από άλλο πολεμικό σκάφος, το «Αντωνίου», τοποθετεί την ελληνική. Η κίνηση αυτή διαφοροποιεί την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί τις προηγούμενες μέρες με τον πόλεμο των σημαιών.
Ένα λάθος χωρίς πατρότητα
Η τοποθέτηση της σημαίας από το Πολεμικό Ναυτικό δημιουργούσε μια ιδιαίτερη σημειολογία, αλλά και νομικό καθεστώς. Περνούσε την αντιδικία των σημαιών σε επίσημο επίπεδο. Μια πράξη από στρατιωτική δύναμη έχει ως απάντηση αντίστοιχη στρατιωτική πράξη. Τη σημαία δεν την είχαν αντικαταστήσει πολίτες, αλλά στρατιωτικές δυνάμεις.
Ποιος διέπραξε αυτό το λάθος είναι μέχρι σήμερα κάτι για το οποίο δεν υπάρχει παραδοχή αλλά μόνο αντιδικίες. Όπως επιμένει ο αρχηγός ΓΕΝ την εποχή εκείνη, Γιάννης Στάγκας, «όταν διαπιστώθηκε η ύπαρξη της τουρκικής σημαίας, ενημερώθηκε από το πλοίο ο ναυτικός διοικητής Αιγαίου. Αυτός μου τηλεφώνησε, ανέφερε το γεγονός και την εντολή που έδωσε στο περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού, να κατεβάσει τη σημαία και να τοποθετήσει την ελληνική. Συμφώνησα με την κίνηση και ενημέρωσα τηλεφωνικά περί τις 9:10 το πρωί τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ο οποίος ενέκρινε την κίνηση και ανέλαβε να ειδοποιήσει τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, Γερ. Αρσένη. Η αντικατάσταση της σημαίας είχε την αποδοχή της πολιτικής ηγεσίας».
Ο Γερ. Αρσένης υποστηρίζει ωστόσο πως δεν ενέκρινε εντολή για να τοποθετηθεί η ελληνική σημαία, αλλά συμφώνησε μόνο με την κίνηση να κατέβει η τουρκική, ενώ έχει γραφτεί πως επέπληξε τον αρχηγό ΓΕΝ γι’ αυτή την κίνηση, κάτι που ο ναύαρχος Στάγκας αρνείται ότι συνέβη. Η κίνηση τοποθέτησης της ελληνικής σημαίας από άγημα ήταν μια κίνηση που απαιτούσε ωστόσο απόφαση από το ΚΥΣΕΑ. Η σύγκληση αυτού του οργάνου, που ήταν αρμόδιο να πάρει αποφάσεις και να χειριστεί την κρίση, δεν έγινε παρά μόνο τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου. Όταν δηλαδή ανακοινώθηκε πως οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Δυτική Ίμια.
Ο Σημίτης και η... παρέα του
Ο πρωθυπουργός της χώρας Κώστας Σημίτης είχε αντικαταστήσει τη λειτουργία του ΚΥΣΕΑ με την Κυβερνητική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν άνθρωποι της πολιτικής του ομάδας. Οι στρατιωτική ηγεσία της εποχής έχει κατακρίνει την απόφαση του Σημίτη να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να μην ληφθεί απόφαση για απελευθέρωση των «κανόνων εμπλοκής». Του προδιαγεγραμμένου τρόπου δηλαδή με τον οποίο έπρεπε να δράσουν οι ελληνικές δυνάμεις, ανάλογα με τις συνθήκες.
Ακόμη και την κρίσιμη ημέρα πριν από την απόβαση των Τούρκων, ο Σημίτης αρνήθηκε να ανέβει στον θάλαμο επιχειρήσεων του υπουργείου, όπως του πρότεινε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας. Προτιμούσε το γραφείο του στη Βουλή, όπου συνεδρίαζε με συμβούλους του, και ευελπιστούσε σε λύση με μεσολάβηση των Αμερικανών. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης ήταν σε έναν χώρο του πρωθυπουργικού γραφείου, με έναν χάρτη και έναν παράλληλο χάρακα, αντικαθιστώντας με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο, επειδή έτσι είχε επιλέξει η πολιτική ηγεσία, το κέντρο επιχειρήσεων.
Στην κρίση του Μάρτη του 1987, την προηγούμενη δηλαδή από τα Ίμια κρίση, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μεταβεί στο Κέντρο Επιχειρήσεων για να μην χάνεται χρόνος στην προσπάθεια ενημέρωσης. Στην κρίση των Ιμίων η πολιτική ηγεσία έδειχνε να ακολουθεί έναν παράλληλο δρόμο από αυτόν της στρατιωτικής ηγεσίας, θεωρώντας βέβαιο πως όλα θα λήξουν ομαλά.
Την κρίσιμη νύχτα ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος ήταν σε τηλεοπτική εκπομπή στο Mega. Η βεβαιότητα αυτή για έκβαση εκτόνωσης ήταν άγνωστο αν προερχόταν από πληροφορίες από τους Αμερικανούς ή από τον φόβο του κύκλου Σημίτη που έβλεπε παντού εχθρούς. Υπάρχει βέβαια και το σενάριο του απλού φόβου. Ο Σημίτης φοβόταν αυτό που δεν ήθελε να αντιμετωπίσει.
Μια περίεργη ανετοιμότητα
Η τοποθέτηση της σημαίας από επίσημο στρατιωτικό άγημα εγκλώβισε την ελληνική πλευρά στην ανάγκη περιφρούρησής της. Η σημαία, αν έμενε αφύλακτη, θα μπορούσε πολύ εύκολα να κατέβει, πράγμα που θα δημιουργούσε νέο κύκλο επεισοδίων. Μια μεγάλη μονάδα του στόλου αποφασίστηκε να αποπλεύσει για την περιοχή των Ιμίων. Σε σύσκεψη που έγινε την ίδια ημέρα με τους αρχηγούς των τριών Όπλων, μπήκε το θέμα της περιφρούρησης των βραχονησίδων από στρατιώτες.
Στη σύσκεψη αυτή προτάθηκε από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ Χρήστο Λυμπέρη να αναλάβουν τη φύλαξη των βραχονησίδων ομάδες του Στρατού Ξηράς, στου οποίου την αρμοδιότητα ήταν η φύλαξη νησιών. Ο αρχηγός ΓΕΣ Κώστας Βούλγαρης αρνήθηκε να προχωρήσει σε τέτοια επιχείρηση, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει επιχειρησιακή ετοιμότητα και μέσα για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα είπε στο Hot Doc ο τότε επικεφαλής της ΑΣΔΕΝ Δημήτρης Σπυρίδων: «Η φύλαξη ήταν πραγματικά αρμοδιότητα του Στρατού Ξηράς. Εξεδόθη απόρρητη διαταγή από την ΑΣΔΕΝ και τον αρμόδιο διοικητή των Αμφίβιων Καταδρομών για την αποστολή 8 αντρών στις βραχονησίδες. Υπήρξε έγκριση σχεδίου και προετοιμασία δύο ελικοπτέρων στην Κω. Περί τις 12:45 ο υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ Σταμπουλής μου ζήτησε να ματαιώσω την επιχείρηση, γιατί θα πήγαιναν βατραχάνθρωποι της μονάδας Υποβρύχιων Καταστροφών».
Στη σύσκεψη εκείνη του Συμβουλίου Άμυνας (ΣΑΜ), μετά την άρνηση του αρχηγού ΓΕΣ Βούλγαρη να στείλει άντρες του Στρατού Ξηράς, ζητήθηκε από τον αρχηγό ΓΕΝ να εξετάσει αν υπήρχε η δυνατότητα αποστολής βατραχανθρώπων. Ο ναύαρχος Γ. Στάγκας επιβεβαιώνει τα γεγονότα: «Μετά την άρνηση του αρχηγού ΓΕΣ ρωτήθηκα αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα και απάντησα θετικά. Έτσι εστάλησαν δύο ομάδες. Η μία θα ανέβαινε στη νησίδα με τη σημαία για φύλαξη της σημαίας και η άλλη θα βρισκόταν σε σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού».
Το ερώτημα είναι γιατί δεν υπήρξε σχεδιασμός για αποστολή βατραχανθρώπων και στις δύο βραχονησίδες. Ένας από τους ανώτατους αξιωματικούς που συμμετείχαν σε αυτή τη σύσκεψη απαντά: «Απ’ ό,τι φαίνεται ο υπουργός Εθνικής Άμυνας γινόταν συνεχώς αποδέκτης των παραινέσεων της πολιτικής ηγεσίας και του πρωθυπουργού, ότι δεν έπρεπε να υπάρχει κλιμάκωση με στρατιωτικά μέσα. Έτσι η απόφαση που είχε παρθεί ήταν φύλαξης της σημαίας. Δηλαδή το βράδυ θα ανέβαιναν οι βατραχάνθρωποι στη νησίδα και το πρωί θα έφευγαν, αφήνοντας τη φύλαξη στα περιπολικά. Θεωρήθηκε πως αν βάζαμε δυνάμεις και στις δύο Ίμια θα μας κατηγορούσαν για κλιμάκωση. Άλλωστε, όπως ειπώθηκε στη σύσκεψη, υπήρχε και το σχέδιο ανακατάληψης νησιού, “Ιφιγένεια”, αν υπήρχε ανάγκη».
Χωρίς κανόνες εμπλοκής
Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς η στρατιωτική ηγεσία να γνωρίζει ποιος είναι ο τελικός σκοπός. Οι δυνάμεις κινητοποιούνταν χωρίς να έχουν καν κανόνες εμπλοκής και χωρίς να γνωρίζουν ποιο είναι το ζητούμενο. Η πολιτική ηγεσία απλώς εφιστούσε την προσοχή να μην υπάρξει κλιμάκωση. Η τραγική ειρωνεία είναι πως η κυβέρνηση Σημίτη έχει ως στελέχη της Εθνικής Άμυνας τους ανθρώπους που είχαν χειριστεί με επιτυχία την κρίση του 1987. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χρήστος Λυμπέρης ήταν ο αρχηγός ΓΕΝ το 1987, ο Γιάννης Στάγκας αρχηγός Στόλου και ο υφυπουργός Νίκος Κουρής αρχηγός Αεροπορίας. Κανένας τους δεν συμμετέχει σε σύσκεψη με την πολιτική ηγεσία για τη διαχείριση της κρίσης, την ώρα που στην Τουρκία συγκαλείται Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας και καταρτίζεται επιχειρησιακό σχέδιο.
Το βράδυ της 28ης Ιανουαρίου οι έλληνες βατραχάνθρωποι ανεβαίνουν στα Ίμια και την άλλη ημέρα το πρωί φεύγουν. Το τραγικό είναι πως οι βατραχάνθρωποι που είναι στα Ίμια δεν έχουν κανόνες εμπλοκής. Δηλαδή αν μια μονάδα αποβατική ανέβαινε στα Ίμια, οι έλληνες βατραχάνθρωποι δεν είχαν οδηγίες να πυροβολήσουν ή να κάνουν αποτρεπτικές ενέργειες.
Μόνο την επόμενη ημέρα, στις 10:25 της 29ης Ιανουαρίου, ο Λυμπέρης αποδεσμεύει τους κανόνες εμπλοκής με σήμα που λέει: «Επιτρέπεται η χρήση βίας για αυτοάμυνα, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των επιχειρούντων απόβαση, να αποτραπεί προσέγγιση τουρκικού ελικοπτέρου στη νησίδα Ίμια. Εγκρίνεται η χρήση προειδοποιητικών βολών».
Έβγαλαν εκτός παιχνιδιού και την ΕΥΠ
Το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου η ΕΥΠ υπέκλεψε μια συνομιλία μεταξύ ενός τουρκικού περιπολικού σκάφους και της βάσης του στο Μποντρούμ. Σε αυτή τη συνομιλία ζητήθηκε από το σκάφος να βιντεοσκοπήσει τη βραχονησίδα Ίμια και να παραδώσει το βίντεο στη βάση. Η συνομιλία αποκάλυπτε πως οι Τούρκοι μελετούσαν την απόβαση στην αφύλακτη Ίμια. Ο διάλογος είναι ο παρακάτω:
«Κέντρο: Βλέπεις να υπάρχουν τα παιδιά του γείτονα εκεί που είσαι;
Σκάφος: Όχι δεν τα βλέπω. Δεν είναι.
Κέντρο: Το βράδυ από εκεί που είσαι μπορείς να επιβεβαιώσεις;
Σκάφος: Όχι δεν φαίνεται από εδώ.
Κέντρο: Τότε τράβα βίντεο και φέρ’ το στο Μποντρούμ.
Σκάφος: Να το παραδώσω αύριο;
Κέντρο: Όχι, σήμερα θα το φέρεις».
Το σήμα αυτό ήταν αρκετά αποκαλυπτικό, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται χάθηκε ανάμεσα σε πολλά άλλα σήματα που έφταναν στον θάλαμο επιχειρήσεων. Την ύπαρξη της συνομιλίας μάς επιβεβαίωσε ο τότε διοικητής της ΕΥΠ Λεωνίδας Βασιλικόπουλος.
Ο ναύαρχος Βασιλικόπουλος υπήρξε ένας ακόμη από τους φυσικούς πρωταγωνιστές στα Ίμια, που όμως τέθηκε εκτός παιχνιδιού. Όπως λέει σήμερα: « Ήταν τραγικό για μένα να ξέρω τι λένε οι Τούρκοι, αλλά να μην ξέρω τι λένε οι Έλληνες. Δεν κλήθηκα ποτέ να ενημερώσω για την κατάσταση, ούτε πήρα μέρος σε σύσκεψη για την κρίση. Στις 30 Ιανουαρίου με επισκέφτηκε ο σταθμάρχης της CIA, συνοδευόμενος από έναν ακόμη της πρεσβείας. Με ενημέρωσε πως ο πρόεδρος Κλίντον πρόκειται να επικοινωνήσει με τον έλληνα πρωθυπουργό. Δεν ήξερα αν υπήρχε κάποια προετοιμασία γι’ αυτό, αλλά θεώρησα αναγκαίο να ενημερώσω τον πρωθυπουργό τάχιστα. Πήγα στο γραφείο του στη Βουλή και ζήτησα να τον δω. Όταν άνοιξε η πόρτα, ο πρωθυπουργός σηκώθηκε, με πλησίασε και δεν μου ζήτησε να καθίσω. Στάθηκε όρθιος, δίνοντάς μου την εντύπωση πως η κουβέντα μας μπορεί να είναι μόνο στο πόδι. Του λέω “κύριε πρωθυπουργέ, δέχθηκα μια επίσκεψη από τον σταθμάρχη της CIA, ο οποίος μου είπε ότι θα σας τηλεφωνήσει ο πρόεδρος Κλίντον. Θεώρησα καλό να σας ενημερώσω. Επίσης, επειδή δεν έχω κληθεί ως τώρα, θέλω να σας πως πως είμαι έτοιμος να σας ενημερώσω για όσα προκύπτουν από τη δραστηριότητά μας αυτές τις μέρες”. Ο Σημίτης απλώς μου απάντησε “ευχαριστώ, δεν χρειάζεται, το χειρίζεται ο Πάγκαλος”. Αυτή ήταν η επαφή μας. Αποχώρησα βλέποντας τον πρωθυπουργό να μην έχει διάθεση για ενημέρωση. Το ίδιο βράδυ με επισκέφτηκε πάλι ο σταθμάρχης της CIA και αρκετά ανήσυχος μου προσκόμισε μήνυμα του υπαρχηγού της CIA Τένετ, το οποίο έλεγε “υπάρχει σοβαρή ανησυχία απ’ τη μεριά μας και πρέπει να μην διαταραχτεί η κατάσταση στην περιοχή. Πρέπει να βρεθεί μια λύση για να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση (status quo ante)”. Ο σταθμάρχης μου είπε πως το ίδιο μήνυμα είχε μεταφερθεί και στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και μου ζήτησε να πω αν μπορούμε να αποσύρουμε, σε ένδειξη καλής θέλησης, μερικούς άντρες. Του είπα πως δεν είχε καμία πρακτική σημασία αυτό, αλλά το θεωρούσε συμβολικό. Σημείωσα πως τα θέματα τα χειριζόταν το ΥΠΕΞ και θεώρησα καλό να του πω πως μια κίνηση καλής θέλησης θα ήταν η επιστροφή της ελληνικής σημαίας που είχε υποστεί κακή μεταχείριση μπροστά στις τηλεοράσεις».
Ο Λεωνίδας Βασιλικόπουλος, αμέσως μετά τη συνάντηση, ξεκίνησε και πάλι για το πρωθυπουργικό γραφείο στη Βουλή. Εκεί υπήρχε σύσκεψη των Πάγκαλου, Τσοχατζόπουλου, Αρσένη, Παπαντωνίου, Ρέππα και Λυμπέρη. Ζήτησε από τη γραμματέα του πρωθυπουργού να τον ενημερώσει, αλλά αυτός είπε πως δεν γινόταν: «Μου είπε να δω τον Θέμελη, τον σύμβουλό του. Απάντησα έντονα πως δεν ξέρω κανέναν Θέμελη και πρέπει να δω τον πρωθυπουργό. Τόνισα μάλιστα πως θα καθόμουν έως το πρωί προκειμένου να το κάνω. Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε. Είχαν διακόψει για να συνομιλήσει ο Πάγκαλος με τον αμερικανό υφυπουργό Χόλμπρουκ στο τηλέφωνο. Βρήκα την ευκαιρία να μπω μέσα και να πω στον Σημίτη τι συνέβη. Η απάντησή του ήταν “να διακόψεις αμέσως, το θέμα το χειρίζεται ο Πάγκαλος”». Αυτή ήταν η σχέση της ΕΥΠ με την κρίση.
«Δεν γίνεται να πάρει τη σημαία ο αέρας;»
Η 30ή Ιανουαρίου ήταν η ημέρα της αμερικανικής διαμεσολάβησης. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης οι Αμερικανοί, σε επικοινωνίες τους με κρατικούς αξιωματούχους και δημοσιογράφους στην Ελλάδα και την Τουρκία, σημείωναν την αγωνία τους να μην διαταραχτεί η ισορροπία στην περιοχή και να αποκλιμακωθεί η ένταση. Στις 30 Ιανουαρίου όμως οι επαφές περνούν σε υψηλό επίπεδο.
Ο Κλίντον μιλά με τον Σημίτη, ο Πάγκαλος με τον Χόλμπρουκ, και ο Αρσένης με τον αμερικανό υπουργό Άμυνας Πέρη. Αντίστοιχες συνομιλίες γίνονται και με την τουρκική πλευρά. Οι Αμερικανοί εμφανίζονται ουδέτεροι και δεν παίρνουν θέση στη διένεξη. Η ουδετερότητά τους ωστόσο αδικεί την Ελλάδα, αφού γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα Ίμια ανήκουν στην Ελλάδα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως ο αμερικανός πρέσβης στην Ιταλία Μπαρτόλομιου, σε τηλεγράφημα που στέλνει στο State Department μερικές ώρες μετά το τέλος της κρίσης, κάνει ξεκάθαρο πως τα Ίμια είναι ελληνικά (το τηλεγράφημα υπάρχει στο βιβλίο των Μιχάλη Ιγνατίου και Αθανάσιου Έλλις, «ΙΜΙΑ τα απόρρητα αμερικανικά έγγραφα»).
Οι ίδιοι οι αμερικανικοί χάρτες εμφανίζουν τα Ίμια ελληνικά. Η ουδετερότητά τους συνεπώς αδικεί την Ελλάδα. Η Τανσού Τσιλέρ, τόσο στις συνομιλίες με τους Αμερικανούς όσο και δημόσια, δηλώνει πως δεν θα ανεχτεί στην περιοχή «πλοία, στρατιώτες και σημαίες».
Η άποψη αυτή γίνεται και αμερικανική θέση. Στις διαπραγματεύσεις η Ελλάδα διαφωνεί στο ζήτημα της σημαίας. Τη θέση αυτή παραθέτουν και ο Πάγκαλος και ο Αρσένης στους αμερικανούς ομολόγους τους. Οι Αμερικανοί, οι οποίοι στις συζητήσεις διατυπώνουν την άποψη πως είναι αδιανόητο να γίνει πόλεμος για μερικά κατσίκια και έναν βράχο, αναρωτιούνται αν μπορεί να πάρει τη σημαία ο αέρας για να αποκλιμακωθεί η κατάσταση.
Ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης υποστηρίζει πως αυτή η θέση έγινε πρόταση του Πάγκαλου στον ίδιο. Αναρωτήθηκε, υποστηρίζει ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, «αν θα μπορούσε να πάρει τη σημαία ο αέρας να τελειώνει η ιστορία». Ο Λυμπέρης του απάντησε πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Έτσι η σημαία παρέμενε το αγκάθι στη διαπραγμάτευση.
Παρά τις κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας, η θέση της Ελλάδας ήταν πλεονεκτική. Όχι μόνο είχε βατραχανθρώπους και σημαία σε ένα νησί, αλλά και πλεονεκτική θέση μάχης στα σημεία της κρίσης και τον Έβρο. Αν υπήρχε απόφαση χτυπήματος, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις θα βύθιζαν δύο τουρκικές φρεγάτες και οι Τούρκοι το αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής», με βάση τη διάταξη δυνάμεων.
«Τι έκανες, ρε μ....λάκα;»
Το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας συνεδρίασε το μεσημέρι της 30ής Ιανουαρίου, εν αντιθέσει με το ελληνικό ΚΥΣΕΑ που δεν συνεδρίασε ποτέ. Σε αυτή τη συνεδρίαση υπήρξε η πρόταση από διπλωματικούς συμβούλους του τουρκικού οργάνου να καταληφθεί η Δυτική Ίμια από τούρκους κομάντος. Αυτό θα έφερνε τις δύο χώρες στην ίδια κατάσταση, με ίδια διαπραγματευτική βάση. Απέφευγαν τον κίνδυνο να συγκρουστούν άμεσα με τους Έλληνες. Είναι μάλλον δεδομένο πως η πρόταση, πολύ πριν διατυπωθεί, ερευνήθηκε επιχειρησιακά. Πολλοί ανώτεροι έλληνες αξιωματικοί που χειρίστηκαν την κρίση πιστεύουν πως στην πραγματικότητα ήταν μια αμερικανική πρόταση που διοχετεύτηκε έντεχνα ώστε να γίνει «τουρκική». Έτσι οι αμερικανοί μπορούσαν κάλλιστα αργότερα να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί που ήθελαν, στέλνοντας μετά την κατάληψη της Ίμιας από τους Τούρκους τελεσίγραφο που θα έλεγε «όποιος ρίξει πρώτος θα έχει να κάνει με τις ΗΠΑ».
Στη 1:30 τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου κι ενώ διαρκούσε η κυβερνητική επιτροπή για την κρίση στο γραφείο του πρωθυπουργού στη Βουλή, ο Πάγκαλος ενημερώθηκε από τον πρέσβη στην Άγκυρα πως η τουρκική τηλεόραση μετέδιδε πως η Ίμια καταλήφθηκε από Τούρκους κομάντος. Το γεγονός επιβεβαίωνε και το δίκτυο παρακολούθησης της ΕΥΠ αλλά και οι αμερικανοί αξιωματούχοι.
Ο Πάγκαλος ενημέρωσε τη σύσκεψη για τις εξελίξεις. Τότε ο Σημίτης σηκώθηκε όρθιος και απευθυνόμενος στον Λυμπέρη του είπε: «Τι έκανες, ρε μαλάκα, δεν σου είπα να φυλάξεις και την άλλη βραχονησίδα;» Ο Λυμπέρης, διατηρώντας την ψυχραιμία του, απάντησε πως ποτέ δεν του ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Αντίθετα οι ελληνικές δυνάμεις την ώρα της κορύφωσης της κρίσης ήταν στο Αιγαίο και τη βραχονησίδα χωρίς κανόνες εμπλοκής, αφού είχαν ανακληθεί με το επιχείρημα της αποκλιμάκωσης μέσω των συνομιλιών με τους Αμερικανούς.
Δεν είχαν μπαταρίες για να πάνε στη Δ. Ίμια
Ενώ ήταν σε εξέλιξη η επιχείρηση κατάληψης της Δυτικής Ίμιας από τους Τούρκους, η δεύτερη ομάδα των ελλήνων βατραχανθρώπων παίρνει εντολή να ανέβει και στην αφύλακτη Ίμια. Ο λόγος είναι πως υπάρχουν πληροφορίες για κίνηση των Τούρκων. Η ομάδα ξεκινά, αλλά περνά από την Ανατολική Ίμια για να πάρει μπαταρίες και εξοπλισμό από την άλλη ομάδα, στην οποία τον είχε παραδώσει λόγω των συνθηκών. Ώσπου να φτάσουν στη νησίδα, ειδοποιούνται να ματαιώσουν την αποστολή, γιατί είχαν ανέβει ήδη οι Τούρκοι. Με βάση τις μαρτυρίες προκύπτει πως ακόμη και αν οι έλληνες κομάντος κινούνταν χωρίς καθυστέρηση, οι Τούρκοι θα ήταν ήδη στη βραχονησίδα. Το ερώτημα είναι τι θα έκαναν τότε οι Έλληνες, οι οποίοι πήγαιναν εκεί χωρίς κανόνες εμπλοκής.
Μετά την ανακοίνωση της κατάληψης από τους Τούρκους, ο Σημίτης απαίτησε από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ να του απαντήσει τι θα μπορούσε να γίνει. Ο Λυμπέρης πρότεινε τρία σενάρια. Ή να βομβαρδίσουν με το ναυτικό τη βραχονησίδα, ή να κάνουν το ίδιο μόλις ξημέρωνε με τα αεροπλάνα, ή να ξεκινήσουν το σχέδιο «Ιφιγένεια», ανακατάληψης της βραχονησίδας.
Ο Σημίτης απαίτησε αναίμακτη ανακατάληψη σε 45 λεπτά. Προφανώς ήταν η διάθεση του έλληνα πρωθυπουργού να έχει ένα happy end. Ο Λυμπέρης απάντησε πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Έτσι δεν υλοποιήθηκε κανένα σενάριο, ενώ οι Αμερικανοί πλέον απαιτούσαν να γίνει αυτό που τελικά απαιτούσε η Τσιλέρ, «όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες».
Τέλος ναι, επίλογος όχι
Παρά τις πολυποίκιλες διαβεβαιώσεις για την κατάληψη της Δυτικής Ίμιας από Τούρκους (υπήρξε ακόμη και του αμερικανού υπουργού Άμυνας προς τον έλληνα ομόλογό του), ζητείται από το ΚΥΣΕΑ, που συνεδριάζει για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κρίσης, επιβεβαίω ση της πληροφορίας. Απομονωμένα σε ένα γραφείο και όχι σε θάλαμο επιχειρήσεων τα στελέχη του ΚΥΣΕΑ απλώς εύχονται τα πράγματα να είναι αλλιώς.
Στις 4:25 το πρωί από τη φρεγάτα «Ναβαρίνο» απογειώνεται ένα ελικόπτερο για να διαπιστώσει αν η Δυτική Ίμια έχει καταληφθεί. Κάτω από δύσκολες συνθήκες το ελικόπτερο κάνει 3 στροφές πάνω από τη νησίδα και ενημερώνει πως διακρίνει 10 κομάντος.
Επιστρέφοντας προς τη φρεγάτα, το ελικόπτερο δίνει σήμα «master caution», που σημαίνει ένδειξη κάποιας μη εντοπισμένης βλάβης. Λίγο αργότερα το ελικόπτερο πέφτει. Αιτία θεωρείται, με βάση την πραγματογνωμοσύνη, το ανθρώπινο λάθος. Χρειάστηκαν μόνο 2 δευτερόλεπτα για να καταπέσει από το ύψος που ήταν. Οι τρεις έλληνες αξιωματικοί, Χριστόδουλος Καραθανάσης, Έκτορας Γιαλοψός και Παναγιώτης Βλαχάκος, ανασύρονται μετά από αρκετές μέρες νεκροί.
Η πτώση του ελικοπτέρου επί χρόνια δημιουργεί διάφορες θεωρίες για τις αιτίες της. Κυρίως εκείνη της κατάρριψης. Οι φωτογραφίες που κυκλοφορούν επί χρόνια και δείχνουν τρύπες στο ουραίο πτερύγιο δεν είναι από σφαίρες.
Μπορεί εύκολα να διακρίνει κάποιος πως είναι συμμετρικές. Είναι τρύπες από τα πριτσίνια του μετάλλου που αποκολλήθηκαν από την πίεση, όπως σημειώνει η πραγματογνωμοσύνη.
Οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να ρίξουν ελικόπτερο τη στιγμή που ήταν σε πλεονεκτική θέση, την οποία μάλιστα μπορούσαν να διατηρήσουν. Στις 6:10 της 31ης Ιανουαρίου οι έλληνες βατραχάνθρωποι αποχωρούν πρώτοι από τα Ίμια, παίρνοντας μαζί τους τη σημαία.
Η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει πως την πήρε για να μην βεβηλωθεί και ότι οι τουρκικές δυνάμεις αποχώρησαν πρώτες. Η διάψευση του δεύτερου ισχυρισμού προκύπτει από τις μαγνητοταινίες με τις συνομιλίες των πλοίων που έχουμε στη διάθεσή μας. Όσο για τον πρώτο, φρόντισε ο ίδιος ο Χόλμπρουκ, ο οποίος δήλωσε πως «ήταν μέρος της συμφωνίας απεμπλοκής».
Τους επόμενους μήνες μια σειρά από επεισόδια με πρωταγωνιστές τουρκικά πλοία στην περιοχή δηλώνουν συνεχώς πως στην περιοχή τίποτα δεν είναι το ίδιο. Τα Ίμια είναι γκρίζες ζώνες, όσο και αν η Ελλάδα θέλει μέσα από σωστά νομικά επιχειρήματα να υποστηρίζε πως όλα είναι όπως πριν. Η κυβέρνηση Σημίτη συμμερίστηκε την άποψη πως δεν αξίζει ένας πόλεμος για ένα κομμάτι γης όσο ένας βράχος. Αλλά κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει, ποιο είναι το όριο απ’ το οποίο και πάνω ο πόλεμος είναι λύση;
Η πτώση του ελικοπτέρου με τους τρεις έλληνες αξιωματικούς εκείνο το βράδυ, αν και η πιο δραματική εξέλιξη, δεν είναι αυτή που χαρακτηρίζει την υπόθεση. Η κρυφή διπλωματία, η ιδεοληψία κάποιων πρωταγωνιστών, η ανικανότητα άλλων, σφράγισαν μία ακόμη πλευρά της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Ο Κώστας Σημίτης ακόμη και σήμερα επιμένει πως εκείνο το βράδυ απομάκρυνε την Ελλάδα από τον πόλεμο. Την ίδια άποψη έχουν και οι ΗΠΑ. Μόνο που αυτές δεν είναι υποχρεωμένες να απολογούνται σε καμία απαίτηση εθνικής αξιοπρέπειας.
Το 1991 οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες είχαν ενημερώσει τον Ανδρέα Παπανδρέου πως η Τουρκία επεξεργαζόταν ένα εκτεταμένο σχέδιο αμφισβήτησης των ελληνικών νησιών και βραχονησίδων. Η Τουρκία αναζητούσε ευκαιρία για να θέσει θέματα αμφισβήτησης των ελληνικών νησιών, προκειμένου να οδηγήσει σε διαπραγματεύσεις την ελληνική πλευρά, αλλά και να εμποδίσει την επέκταση του ελληνικού θαλάσσιου χώρου από τα 6 στα 12 μίλια. Το 1995 το ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών, με πρόταση του υφυπουργού Μανώλη Μπεντενιώτη, επεξεργαζόταν ένα πρόγραμμα εποικισμού και αξιοποίησης των μικρών νησιών του Αιγαίου. Ο λόγος ήταν πως η Ελλάδα έπρεπε να εμφανίζει οικονομική δραστηριότητα σε νησιά, γιατί αυτές οι περιοχές με οικονομική δραστηριότητα θα ήταν τα όρια καθορισμού της υφαλοκρηπίδας. Πολλά από αυτά τα προγράμματα εγκρίθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο τουρκικός Τύπος κατά καιρούς αναφερόταν σε ένα «κόλπο των Ελλήνων» για να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία τους στις βραχονησίδες.
Τα Χριστούγεννα του 1995 η Τουρκία βρήκε ή δημιούργησε την ευκαιρία για ένα καθεστώς αμφισβήτησης. Το τουρκικό φορτηγό πλοίο FIGEN AKAT προσάραξε στις βραχονησίδες Ίμια. Αποκολλήθηκε από εκεί στις 28 Δεκεμβρίου με τη βοήθεια ελληνικού ρυμουλκού. Μία ημέρα μετά το τουρκικό ΥΠΕΞ έστειλε στην ελληνική πρεσβεία στην Άγκυρα ρηματική διακοίνωση, στην οποία διαμαρτυρόταν ότι «οι νησίδες Ίμια αποτελούν εσωτερικό τμήμα της τουρκικής επικράτειας που υπάγονται διοικητικά στην επαρχία Μούγλια της Αλικαρνασσού». Το ατύχημα αυτό ήταν η ευκαιρία για να θέσει η Άγκυρα σε αμφισβήτηση ελληνικές βραχονησίδες. Η άποψη που επικράτησε το επόμενο διάστημα ήταν πως το ατύχημα ήταν σκηνοθετημένο. Ως απόδειξη αυτού του ισχυρισμού προβάλλεται μέχρι σήμερα το γεγονός πως ο τούρκος καπετάνιος αρνήθηκε να δεχτεί βοήθεια από το ελληνικό λιμενικό, υποστηρίζοντας πως τα Ίμια είναι τουρκικά και πρόκειται για τα τουρκικά νησιά Καρντάκ.
Ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώνεται από τον βασικό πρωταγωνιστή αυτής της ιστορίας, τον τότε λιμενάρχη Καλύμνου Νίκο Χουχουρέλο: «Εκείνο το βράδυ, αφού προσάραξε το φορτηγό πλοίο, ο καπετάνιος μίλησε με τον πλοιοκτήτη και στη συνέχεια έδωσε σήμα κινδύνου. Πήγαμε με ένα φουσκωτό στα Ίμια, ελέγξαμε την κατάσταση και διαπιστώσαμε πως έπρεπε να γίνει ρυμούλκηση. Δεν μπορούσε να αποκολληθεί με δικές του δυνάμεις. Ενημερώσαμε τον καπετάνιο πως πρέπει η ρυμούλκηση να γίνει από ελληνικά μέσα, γιατί ήταν σε ελληνικό θαλάσσιο χώρο. Του δώσαμε μάλιστα στοιχεία επικοινωνίας με ελληνικές εταιρίες ρυμούλκησης. Ο καπετάνιος τα πήρε, έκανε επικοινωνίες και δυσανασχέτησε, γιατί χρειαζόταν αρκετός χρόνος να έρθουν να ελληνικά ρυμουλκά από Πειραιά. Είπε μάλιστα πως η δουλειά θα μπορούσε να γίνει γρήγορα και φτηνά αν έρχονταν ρυμουλκά από την Τουρκία. Δεν έθεσε ποτέ θέμα ότι δεν θέλει να δεχτεί ελληνική βοήθεια γιατί ήταν σε ελληνικό θαλάσσιο χώρο».
Ο πόλεμος της φήμης και της σημαίας
Με ή χωρίς σκηνοθεσία, η Τουρκία βρήκε μια ευκαιρία. Στις 9 Ιανουαρίου 1996 η Ελλάδα απαντάει στην τουρκική ρηματική διακοίνωση, λέγοντας πως τα Ίμια είναι ελληνικές νησίδες που δόθηκαν από τους Ιταλούς μαζί με τα Δωδεκάνησα. Από τα μέσα Ιανουαρίου το ελληνικό ΥΠΕΞ ζητά από Γενικό Επιτελείο Εθνικής Άμυνας να υπάρξουν αυξημένα μέτρα στην περιοχή των βραχονησίδων. Στις 20 Ιανουαρίου ο Κώστας Σημίτης επιλέγεται από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ ως πρωθυπουργός, στη θέση του ασθενούς Ανδρέα Παπανδρέου. Αντίπαλοί του για την εκλογή είναι ο Άκης Τσοχατζόπουλος και ο Γεράσιμος Αρσένης. Μετά την εκλογή του, ο Σημίτης θέλει να απεμπλέξει από το υπουργείο Εθνικής Άμυνας τον υπουργό και αντίπαλό του Αρσένη. Είναι κοινό μυστικό πως θέλει μια κυβέρνηση άλλου προσανατολισμού και στα εθνικά θέματα. Ζητά από τον Αρσένη να πάρει το υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά αυτός αρνείται.
Στις 24 Ιανουαρίου ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤ1 προβάλλει ως πρώτο θέμα ρεπορτάζ του δημοσιογράφου Αντώνη Φουρλή με την ανταλλαγή της διπλωματικής αλληλογραφίας που αποδεικνύει πως η Τουρκία για πρώτη φορά θέτει ζήτημα εδαφικών διεκδικήσεων. Η νεοσύστατη κυβέρνηση Σημίτη βρίσκεται απέναντι σε ένα εθνικό θέμα πριν ακόμη πάει στα υπουργικά γραφεία. Η επόμενη ημέρα είναι καθοριστική.
Τα Μέσα Ενημέρωσης αναπαράγουν το ρεπορτάζ, δίνοντας όμως το καθένα τη δική του χροιά. Υπάρχουν ραδιοσταθμοί που μεταδίδουν πως οι Τούρκοι διεκδικούν τα Ίμια και μάλιστα τοποθέτησαν τουρκική σημαία στα νησιά. Η φήμη αυτή είναι όχι μόνο ανυπόστατη αλλά και περίεργη. Μιλά για μια σημαία πριν καν υπάρξει. Ο λιμενάρχης Καλύμνου Νίκος Χουχουρέλος θυμάται: «Με έπαιρναν τηλέφωνο και με ρωτούσαν πού είχε μπει η σημαία. Δεν υπήρχε καμία σημαία, αλλά υπήρχε αυτή η μετάδοση. Σε σημείο που να ‘ρθει ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής και να μου ζητήσει να πάμε να δούμε αν υπάρχει τουρκική σημαία. Πήραμε το φουσκωτό και πήγαμε ως τα Ίμια, όπου πραγματικά δεν υπήρχε τίποτα. Στην επιστροφή συναντήσαμε ένα αλιευτικό σκάφος από την Κάλυμνο, στο οποίο επέβαιναν ο δήμαρχος Καλύμνου Δημήτρης Διακομιχάλης και ο διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος Γ. Ριόλας. Μου είπαν πως πάνε και αυτοί να δουν αν υπάρχει τουρκική σημαία. Τους ενημέρωσα πως δεν υπάρχει και τους είπα να γυρίσουν και αυτοί. Μου απάντησαν πως θα πήγαιναν ως εκεί και θα γυρνούσαν».
Ο δήμαρχος Δ. Διακομιχάλης με το αλιευτικό «Άννα Μαρία», το οποίο ανήκε στον Μιχάλη Αρβύθη, φτάνει στα Ίμια και τοποθετεί σε έναν πρόχειρο ιστό μια ελληνική σημαία στην Ανατολική Ίμια. Η κρίση μόλις έχει ξεκινήσει. Πολλοί θα κατηγορήσουν αργότερα τον Δημήτρη Διακομιχάλη γι’ αυτή την ενέργεια. Ο ίδιος ο Θόδωρος Πάγκαλος ως ΥΠΕΞ θα του αποδώσει σκοτεινά κίνητρα. Αρκετοί στην κυβέρνηση του αποδίδουν σχέση με την ομάδα Αρσένη. Και στους δύο αποδίδουν πρόθεση να ρίξουν μια πεπονόφλουδα στην κυβέρνηση Σημίτη, την οποία θεωρούν υποχωρητική στα εθνικά θέματα. Ο Διακομιχάλης εξηγεί σήμερα πως η κρίση στα Ίμια δεν προήλθε από την ανύψωση της σημαίας, αλλά από την αδυναμία των πολιτικών παραγόντων να διαχειριστούν την εθνική κυριαρχία. «Τα Ίμια δεν ήταν η μόνη βραχονησίδα όπου είχαμε βάλει σημαία. Μήνες πριν την κρίση είχαμε βάλει και στην Ψέριμο και στην Καλόλιμνο. Στην Καλόλιμνο μάλιστα ήταν μεταλλική. Τι διαφορά είχαν τα νησιά μεταξύ τους και στα άλλα μπορούσαμε αλλά στα Ίμια δεν μπορούσαμε;
Σύμφωνα με τα έγγραφα που υπάρχουν, τα Ίμια ανήκαν στη δικαιοδοσία του δήμου Καλύμνου και εποπτεύουσα αρχή είναι η χωροφυλακή. Αυτός ήταν ο λόγος που πήρα μαζί μου τον διοικητή του Αστυνομικού Τμήματος. Την βάλαμε και φύγαμε. Αν ψάχνουν δικαιολογία γιατί δεν μπορούσαν να προασπιστούν ό,τι είχαν, είναι άλλο θέμα».
Απόβαση Ντινόπουλου
Ένα από τηλεοπτικά κλισέ δόγματα λέει πως «ότι δεν καταγράφεται τηλεοπτικά, είναι σαν να μην υπάρχει». Ίσως αν δεν υπήρχε η τηλεόραση να μην υπήρχε κατά μία έννοια και η κρίση των Ιμίων όπως εξελίχθηκε. Απουσία κάμερας, η σημαία στη βραχονησίδα μπορεί να είχε τη μοίρα που τόσο επιθυμούσε ο Θόδωρος Πάγκαλος, όταν αργότερα ήταν σε αδιέξοδο, για το τι θα κάνει με τις διαπραγματεύσεις για τη σημαία. Να την έπαιρνε απλώς ο αέρας. Την ημέρα της τοποθέτησής της ένα τηλεοπτικό συνεργείο του ΑΝΤ1 με τον δημοσιογράφο Αργύρη Ντινόπουλο (νυν βουλευτή της ΝΔ) φτάνει στην Κάλυμνο. Θέλει να καταγράψει την εικόνα της ελληνικής σημαίας στα Ίμια, αλλά επιλέγει να δώσει ένα πιο «τηλεοπτικό», κατά τα ήθη της εποχής, χαρακτήρα.
Μισθώνει το πλοιάριο «Γιάννης Ιερόθεος» από την Κάλυμνο για να πάει στα Ίμια, αλλά όχι μόνος για μια δημοσιογραφική καταγραφή. Τον συνοδεύουν ένας ιερέας, μερικοί Καλύμνιοι και μερικά παιδιά. Ανεβαίνουν στη βραχονησίδα κουνώντας σημαίες και κάποιοι από αυτούς δίνουν συνεντεύξεις, στις οποίες λένε πως θα υπερασπιστούν τις βραχονησίδες και τα χώματα της πατρίδας.
Το ρεπορτάζ παίζει πρώτο θέμα στο δελτίο ειδήσεων, μέσα σε ένα κλίμα εθνικής παλιγγενεσίας και πατριωτικής αποφασιστικότητας. Η τουρκική απάντηση έρχεται επίσης με τηλεοπτικό τρόπο μετά από δύο μέρες. Το Σάββατο 27 Ιανουαρίου ένα ελικόπτερο απογειώνεται από τη Σμύρνη και προσγειώνεται στην Ανατολική Ίμια. Μεταφέρει τον δημοσιογράφο της εφημερίδας «Χουριέτ» Τζεσούρ Οσέρτ και δύο συναδέλφους του. Οι τούρκοι δημοσιογράφοι βγάζουν την ελληνική σημαία από το κοντάρι και ανυψώνουν μια τουρκική. Βγαίνουν οι απαραίτητες φωτογραφίες και την επόμενη ημέρα είναι στην πρώτη σελίδα της «Χουριέτ». Η τουρκική σημαία κυματίζει στα Ίμια. Όπως θα εκμυστηρευτεί αργότερα ο Οσέρτ, τη σημαία τού την παρέδωσε ο επικεφαλής της «Χουριέτ» στη Σμύρνη και του έδωσε εντολή να πάει στα Ίμια. Άγνωστο παραμένει αν ο διευθυντής της «Χουριέτ» κινήθηκε με βάση επαγγελματική διαστροφή ή εντολές κάποιων. Αλλά αυτό είναι ένα ερώτημα που σχετίζεται με πολλούς ακόμη παράγοντες εκείνης της κρίσης.
Δύο πολιτικές κρίσεις και μια πολεμική
Λίγο πριν ξεσπάσει η κρίση σε όλη της τη διάσταση, με κυρίαρχη αυτή που έφερε δυο στόλους αντιμέτωπους σε ένα μικρό κομμάτι στο Αιγαίο, δύο κρίσεις πολιτικές έβαζαν τη δική τους σφραγίδα στα γεγονότα. Στην Τουρκία το Κόμμα της Ευημερίας του Ερμπακάν είχε κερδίσει τις εκλογές, αλλά δεν μπορούσε να σχηματίσει κυβέρνηση. Το τουρκικό κατεστημένο επιθυμούσε στην εξουσία την Τανσού Τσιλέρ, η οποία την περίοδο της κρίσης ήταν υπηρεσιακή πρωθυπουργός. Μια εθνική κρίση και η σθεναρή της αντιμετώπιση από την Τσιλέρ θα έδιναν πόντους στην πιθανότητα παραμονής της στην πρωθυπουργία.
Στην Ελλάδα ο Κώστας Σημίτης είχε επιλεγεί ως πρωθυπουργό ς κερδίζοντας τους συσχετισμούς στην κοινοβουλευτική ομάδα. Γνώριζε ωστόσο ότι δεν τους έχει στο κόμμα. Ξεκίνησε τη θητεία του με τον εφιάλτη της πολιτικής του ομηρίας. Σε αυτόν προστέθηκε η κρίση. Αντίληψή του ήταν πως έπρεπε να κυβερνήσει προσανατολισμένος σε μια διαφορετική πολιτική από εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου. Ήταν καχύποπτος απέναντι στους εσωκομματικούς πολιτικούς του αντιπάλους και θεωρούσε πως η διακυβέρνηση είναι υπόθεση της δικής του ομάδας. Την περίοδο της κρίσης λειτούργησε με αυτή τη σημιτική ομάδα, αντικαθιστώντας σε πολλές περιπτώσεις ακόμη και τα θεσμικά όργανα.
Δεν είναι τυχαίο πως δεν συγκάλεσε ΚΥΣΕΑ κατά τη διάρκεια της κρίσης και αντικατέστησε το αρμόδιο όργανο με συνευρέσεις φιλικών του κυβερνητικών παραγόντων. Η άποψή του πως η Ελλάδα είναι μια βαλκανική χώρα που πρέπει να αγκαλιάσει την Ευρώπη και να συμπορεύεται με τους Αμερικανούς, μακριά από διενέξεις, καθόρισε τη στάση του κατά τις επόμενες μέρες. Το θέμα βεβαίως είναι πού οριοθετεί κάποιος την παραχώρηση για να αποφύγει τη διένεξη. Αυτό το ερώτημα ο Σημίτης, σύμφωνα με όσους έζησαν την κρίση αλλά θεωρήθηκαν απ’ τον ίδιο «υπονομευτές», αντί να το απαντήσει, το θεώρησε απλώς έναν εφιάλτη. Ήταν τα προοίμια για τα Ίμια.
ΤΑ ΠΡΟΟΙΜΙΑ ΤΟΥ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΤΟΥΣ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΥΣ
Στις 28 Ιανουαρίου το ελληνικό παράκτιο σκάφος «Παναγόπουλος ΙΙ», που περιπολεί κοντά στα Ίμια, εντοπίζει στη μία βραχονησίδα την τουρκική σημαία που τοποθέτησαν οι τούρκοι δημοσιογράφοι. Κανένα από τα ελληνικά σκάφη που είναι στην περιοχή ούτε κάποιο ραντάρ είχαν εντοπίσει το ελικόπτερο να προσγειώνεται στη βραχονησίδα. Ξεκινά η διαδικασία ενημέρωσης των στρατιωτικών και πολιτικών αρχών. Μετά από δύο ώρες άντρες του Πολεμικού Ναυτικού από το «Παναγόπουλος» αφαιρούν την τουρκική σημαία.
Στη συνέχεια άγημα από άλλο πολεμικό σκάφος, το «Αντωνίου», τοποθετεί την ελληνική. Η κίνηση αυτή διαφοροποιεί την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί τις προηγούμενες μέρες με τον πόλεμο των σημαιών.
Ένα λάθος χωρίς πατρότητα
Η τοποθέτηση της σημαίας από το Πολεμικό Ναυτικό δημιουργούσε μια ιδιαίτερη σημειολογία, αλλά και νομικό καθεστώς. Περνούσε την αντιδικία των σημαιών σε επίσημο επίπεδο. Μια πράξη από στρατιωτική δύναμη έχει ως απάντηση αντίστοιχη στρατιωτική πράξη. Τη σημαία δεν την είχαν αντικαταστήσει πολίτες, αλλά στρατιωτικές δυνάμεις.
Ποιος διέπραξε αυτό το λάθος είναι μέχρι σήμερα κάτι για το οποίο δεν υπάρχει παραδοχή αλλά μόνο αντιδικίες. Όπως επιμένει ο αρχηγός ΓΕΝ την εποχή εκείνη, Γιάννης Στάγκας, «όταν διαπιστώθηκε η ύπαρξη της τουρκικής σημαίας, ενημερώθηκε από το πλοίο ο ναυτικός διοικητής Αιγαίου. Αυτός μου τηλεφώνησε, ανέφερε το γεγονός και την εντολή που έδωσε στο περιπολικό του Πολεμικού Ναυτικού, να κατεβάσει τη σημαία και να τοποθετήσει την ελληνική. Συμφώνησα με την κίνηση και ενημέρωσα τηλεφωνικά περί τις 9:10 το πρωί τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, ο οποίος ενέκρινε την κίνηση και ανέλαβε να ειδοποιήσει τον υπουργό Εθνικής Άμυνας, Γερ. Αρσένη. Η αντικατάσταση της σημαίας είχε την αποδοχή της πολιτικής ηγεσίας».
Ο Γερ. Αρσένης υποστηρίζει ωστόσο πως δεν ενέκρινε εντολή για να τοποθετηθεί η ελληνική σημαία, αλλά συμφώνησε μόνο με την κίνηση να κατέβει η τουρκική, ενώ έχει γραφτεί πως επέπληξε τον αρχηγό ΓΕΝ γι’ αυτή την κίνηση, κάτι που ο ναύαρχος Στάγκας αρνείται ότι συνέβη. Η κίνηση τοποθέτησης της ελληνικής σημαίας από άγημα ήταν μια κίνηση που απαιτούσε ωστόσο απόφαση από το ΚΥΣΕΑ. Η σύγκληση αυτού του οργάνου, που ήταν αρμόδιο να πάρει αποφάσεις και να χειριστεί την κρίση, δεν έγινε παρά μόνο τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου. Όταν δηλαδή ανακοινώθηκε πως οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Δυτική Ίμια.
Ο Σημίτης και η... παρέα του
Ο πρωθυπουργός της χώρας Κώστας Σημίτης είχε αντικαταστήσει τη λειτουργία του ΚΥΣΕΑ με την Κυβερνητική Επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν άνθρωποι της πολιτικής του ομάδας. Οι στρατιωτική ηγεσία της εποχής έχει κατακρίνει την απόφαση του Σημίτη να λειτουργήσει με αυτό τον τρόπο, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να μην ληφθεί απόφαση για απελευθέρωση των «κανόνων εμπλοκής». Του προδιαγεγραμμένου τρόπου δηλαδή με τον οποίο έπρεπε να δράσουν οι ελληνικές δυνάμεις, ανάλογα με τις συνθήκες.
Ακόμη και την κρίσιμη ημέρα πριν από την απόβαση των Τούρκων, ο Σημίτης αρνήθηκε να ανέβει στον θάλαμο επιχειρήσεων του υπουργείου, όπως του πρότεινε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας. Προτιμούσε το γραφείο του στη Βουλή, όπου συνεδρίαζε με συμβούλους του, και ευελπιστούσε σε λύση με μεσολάβηση των Αμερικανών. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης ήταν σε έναν χώρο του πρωθυπουργικού γραφείου, με έναν χάρτη και έναν παράλληλο χάρακα, αντικαθιστώντας με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο, επειδή έτσι είχε επιλέξει η πολιτική ηγεσία, το κέντρο επιχειρήσεων.
Στην κρίση του Μάρτη του 1987, την προηγούμενη δηλαδή από τα Ίμια κρίση, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μεταβεί στο Κέντρο Επιχειρήσεων για να μην χάνεται χρόνος στην προσπάθεια ενημέρωσης. Στην κρίση των Ιμίων η πολιτική ηγεσία έδειχνε να ακολουθεί έναν παράλληλο δρόμο από αυτόν της στρατιωτικής ηγεσίας, θεωρώντας βέβαιο πως όλα θα λήξουν ομαλά.
Την κρίσιμη νύχτα ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών Θεόδωρος Πάγκαλος ήταν σε τηλεοπτική εκπομπή στο Mega. Η βεβαιότητα αυτή για έκβαση εκτόνωσης ήταν άγνωστο αν προερχόταν από πληροφορίες από τους Αμερικανούς ή από τον φόβο του κύκλου Σημίτη που έβλεπε παντού εχθρούς. Υπάρχει βέβαια και το σενάριο του απλού φόβου. Ο Σημίτης φοβόταν αυτό που δεν ήθελε να αντιμετωπίσει.
Μια περίεργη ανετοιμότητα
Η τοποθέτηση της σημαίας από επίσημο στρατιωτικό άγημα εγκλώβισε την ελληνική πλευρά στην ανάγκη περιφρούρησής της. Η σημαία, αν έμενε αφύλακτη, θα μπορούσε πολύ εύκολα να κατέβει, πράγμα που θα δημιουργούσε νέο κύκλο επεισοδίων. Μια μεγάλη μονάδα του στόλου αποφασίστηκε να αποπλεύσει για την περιοχή των Ιμίων. Σε σύσκεψη που έγινε την ίδια ημέρα με τους αρχηγούς των τριών Όπλων, μπήκε το θέμα της περιφρούρησης των βραχονησίδων από στρατιώτες.
Στη σύσκεψη αυτή προτάθηκε από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ Χρήστο Λυμπέρη να αναλάβουν τη φύλαξη των βραχονησίδων ομάδες του Στρατού Ξηράς, στου οποίου την αρμοδιότητα ήταν η φύλαξη νησιών. Ο αρχηγός ΓΕΣ Κώστας Βούλγαρης αρνήθηκε να προχωρήσει σε τέτοια επιχείρηση, υποστηρίζοντας πως δεν υπάρχει επιχειρησιακή ετοιμότητα και μέσα για κάτι τέτοιο. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα είπε στο Hot Doc ο τότε επικεφαλής της ΑΣΔΕΝ Δημήτρης Σπυρίδων: «Η φύλαξη ήταν πραγματικά αρμοδιότητα του Στρατού Ξηράς. Εξεδόθη απόρρητη διαταγή από την ΑΣΔΕΝ και τον αρμόδιο διοικητή των Αμφίβιων Καταδρομών για την αποστολή 8 αντρών στις βραχονησίδες. Υπήρξε έγκριση σχεδίου και προετοιμασία δύο ελικοπτέρων στην Κω. Περί τις 12:45 ο υπαρχηγός ΓΕΕΘΑ Σταμπουλής μου ζήτησε να ματαιώσω την επιχείρηση, γιατί θα πήγαιναν βατραχάνθρωποι της μονάδας Υποβρύχιων Καταστροφών».
Στη σύσκεψη εκείνη του Συμβουλίου Άμυνας (ΣΑΜ), μετά την άρνηση του αρχηγού ΓΕΣ Βούλγαρη να στείλει άντρες του Στρατού Ξηράς, ζητήθηκε από τον αρχηγό ΓΕΝ να εξετάσει αν υπήρχε η δυνατότητα αποστολής βατραχανθρώπων. Ο ναύαρχος Γ. Στάγκας επιβεβαιώνει τα γεγονότα: «Μετά την άρνηση του αρχηγού ΓΕΣ ρωτήθηκα αν υπάρχει αυτή η δυνατότητα και απάντησα θετικά. Έτσι εστάλησαν δύο ομάδες. Η μία θα ανέβαινε στη νησίδα με τη σημαία για φύλαξη της σημαίας και η άλλη θα βρισκόταν σε σκάφος του Πολεμικού Ναυτικού».
Το ερώτημα είναι γιατί δεν υπήρξε σχεδιασμός για αποστολή βατραχανθρώπων και στις δύο βραχονησίδες. Ένας από τους ανώτατους αξιωματικούς που συμμετείχαν σε αυτή τη σύσκεψη απαντά: «Απ’ ό,τι φαίνεται ο υπουργός Εθνικής Άμυνας γινόταν συνεχώς αποδέκτης των παραινέσεων της πολιτικής ηγεσίας και του πρωθυπουργού, ότι δεν έπρεπε να υπάρχει κλιμάκωση με στρατιωτικά μέσα. Έτσι η απόφαση που είχε παρθεί ήταν φύλαξης της σημαίας. Δηλαδή το βράδυ θα ανέβαιναν οι βατραχάνθρωποι στη νησίδα και το πρωί θα έφευγαν, αφήνοντας τη φύλαξη στα περιπολικά. Θεωρήθηκε πως αν βάζαμε δυνάμεις και στις δύο Ίμια θα μας κατηγορούσαν για κλιμάκωση. Άλλωστε, όπως ειπώθηκε στη σύσκεψη, υπήρχε και το σχέδιο ανακατάληψης νησιού, “Ιφιγένεια”, αν υπήρχε ανάγκη».
Χωρίς κανόνες εμπλοκής
Όλα αυτά συνέβαιναν χωρίς η στρατιωτική ηγεσία να γνωρίζει ποιος είναι ο τελικός σκοπός. Οι δυνάμεις κινητοποιούνταν χωρίς να έχουν καν κανόνες εμπλοκής και χωρίς να γνωρίζουν ποιο είναι το ζητούμενο. Η πολιτική ηγεσία απλώς εφιστούσε την προσοχή να μην υπάρξει κλιμάκωση. Η τραγική ειρωνεία είναι πως η κυβέρνηση Σημίτη έχει ως στελέχη της Εθνικής Άμυνας τους ανθρώπους που είχαν χειριστεί με επιτυχία την κρίση του 1987. Ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ Χρήστος Λυμπέρης ήταν ο αρχηγός ΓΕΝ το 1987, ο Γιάννης Στάγκας αρχηγός Στόλου και ο υφυπουργός Νίκος Κουρής αρχηγός Αεροπορίας. Κανένας τους δεν συμμετέχει σε σύσκεψη με την πολιτική ηγεσία για τη διαχείριση της κρίσης, την ώρα που στην Τουρκία συγκαλείται Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας και καταρτίζεται επιχειρησιακό σχέδιο.
Το βράδυ της 28ης Ιανουαρίου οι έλληνες βατραχάνθρωποι ανεβαίνουν στα Ίμια και την άλλη ημέρα το πρωί φεύγουν. Το τραγικό είναι πως οι βατραχάνθρωποι που είναι στα Ίμια δεν έχουν κανόνες εμπλοκής. Δηλαδή αν μια μονάδα αποβατική ανέβαινε στα Ίμια, οι έλληνες βατραχάνθρωποι δεν είχαν οδηγίες να πυροβολήσουν ή να κάνουν αποτρεπτικές ενέργειες.
Μόνο την επόμενη ημέρα, στις 10:25 της 29ης Ιανουαρίου, ο Λυμπέρης αποδεσμεύει τους κανόνες εμπλοκής με σήμα που λέει: «Επιτρέπεται η χρήση βίας για αυτοάμυνα, και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης των επιχειρούντων απόβαση, να αποτραπεί προσέγγιση τουρκικού ελικοπτέρου στη νησίδα Ίμια. Εγκρίνεται η χρήση προειδοποιητικών βολών».
Έβγαλαν εκτός παιχνιδιού και την ΕΥΠ
Το βράδυ της 29ης Ιανουαρίου η ΕΥΠ υπέκλεψε μια συνομιλία μεταξύ ενός τουρκικού περιπολικού σκάφους και της βάσης του στο Μποντρούμ. Σε αυτή τη συνομιλία ζητήθηκε από το σκάφος να βιντεοσκοπήσει τη βραχονησίδα Ίμια και να παραδώσει το βίντεο στη βάση. Η συνομιλία αποκάλυπτε πως οι Τούρκοι μελετούσαν την απόβαση στην αφύλακτη Ίμια. Ο διάλογος είναι ο παρακάτω:
«Κέντρο: Βλέπεις να υπάρχουν τα παιδιά του γείτονα εκεί που είσαι;
Σκάφος: Όχι δεν τα βλέπω. Δεν είναι.
Κέντρο: Το βράδυ από εκεί που είσαι μπορείς να επιβεβαιώσεις;
Σκάφος: Όχι δεν φαίνεται από εδώ.
Κέντρο: Τότε τράβα βίντεο και φέρ’ το στο Μποντρούμ.
Σκάφος: Να το παραδώσω αύριο;
Κέντρο: Όχι, σήμερα θα το φέρεις».
Το σήμα αυτό ήταν αρκετά αποκαλυπτικό, αλλά απ’ ό,τι φαίνεται χάθηκε ανάμεσα σε πολλά άλλα σήματα που έφταναν στον θάλαμο επιχειρήσεων. Την ύπαρξη της συνομιλίας μάς επιβεβαίωσε ο τότε διοικητής της ΕΥΠ Λεωνίδας Βασιλικόπουλος.
Ο ναύαρχος Βασιλικόπουλος υπήρξε ένας ακόμη από τους φυσικούς πρωταγωνιστές στα Ίμια, που όμως τέθηκε εκτός παιχνιδιού. Όπως λέει σήμερα: « Ήταν τραγικό για μένα να ξέρω τι λένε οι Τούρκοι, αλλά να μην ξέρω τι λένε οι Έλληνες. Δεν κλήθηκα ποτέ να ενημερώσω για την κατάσταση, ούτε πήρα μέρος σε σύσκεψη για την κρίση. Στις 30 Ιανουαρίου με επισκέφτηκε ο σταθμάρχης της CIA, συνοδευόμενος από έναν ακόμη της πρεσβείας. Με ενημέρωσε πως ο πρόεδρος Κλίντον πρόκειται να επικοινωνήσει με τον έλληνα πρωθυπουργό. Δεν ήξερα αν υπήρχε κάποια προετοιμασία γι’ αυτό, αλλά θεώρησα αναγκαίο να ενημερώσω τον πρωθυπουργό τάχιστα. Πήγα στο γραφείο του στη Βουλή και ζήτησα να τον δω. Όταν άνοιξε η πόρτα, ο πρωθυπουργός σηκώθηκε, με πλησίασε και δεν μου ζήτησε να καθίσω. Στάθηκε όρθιος, δίνοντάς μου την εντύπωση πως η κουβέντα μας μπορεί να είναι μόνο στο πόδι. Του λέω “κύριε πρωθυπουργέ, δέχθηκα μια επίσκεψη από τον σταθμάρχη της CIA, ο οποίος μου είπε ότι θα σας τηλεφωνήσει ο πρόεδρος Κλίντον. Θεώρησα καλό να σας ενημερώσω. Επίσης, επειδή δεν έχω κληθεί ως τώρα, θέλω να σας πως πως είμαι έτοιμος να σας ενημερώσω για όσα προκύπτουν από τη δραστηριότητά μας αυτές τις μέρες”. Ο Σημίτης απλώς μου απάντησε “ευχαριστώ, δεν χρειάζεται, το χειρίζεται ο Πάγκαλος”. Αυτή ήταν η επαφή μας. Αποχώρησα βλέποντας τον πρωθυπουργό να μην έχει διάθεση για ενημέρωση. Το ίδιο βράδυ με επισκέφτηκε πάλι ο σταθμάρχης της CIA και αρκετά ανήσυχος μου προσκόμισε μήνυμα του υπαρχηγού της CIA Τένετ, το οποίο έλεγε “υπάρχει σοβαρή ανησυχία απ’ τη μεριά μας και πρέπει να μην διαταραχτεί η κατάσταση στην περιοχή. Πρέπει να βρεθεί μια λύση για να επιστρέψουμε στην πρότερη κατάσταση (status quo ante)”. Ο σταθμάρχης μου είπε πως το ίδιο μήνυμα είχε μεταφερθεί και στις τουρκικές μυστικές υπηρεσίες και μου ζήτησε να πω αν μπορούμε να αποσύρουμε, σε ένδειξη καλής θέλησης, μερικούς άντρες. Του είπα πως δεν είχε καμία πρακτική σημασία αυτό, αλλά το θεωρούσε συμβολικό. Σημείωσα πως τα θέματα τα χειριζόταν το ΥΠΕΞ και θεώρησα καλό να του πω πως μια κίνηση καλής θέλησης θα ήταν η επιστροφή της ελληνικής σημαίας που είχε υποστεί κακή μεταχείριση μπροστά στις τηλεοράσεις».
Ο Λεωνίδας Βασιλικόπουλος, αμέσως μετά τη συνάντηση, ξεκίνησε και πάλι για το πρωθυπουργικό γραφείο στη Βουλή. Εκεί υπήρχε σύσκεψη των Πάγκαλου, Τσοχατζόπουλου, Αρσένη, Παπαντωνίου, Ρέππα και Λυμπέρη. Ζήτησε από τη γραμματέα του πρωθυπουργού να τον ενημερώσει, αλλά αυτός είπε πως δεν γινόταν: «Μου είπε να δω τον Θέμελη, τον σύμβουλό του. Απάντησα έντονα πως δεν ξέρω κανέναν Θέμελη και πρέπει να δω τον πρωθυπουργό. Τόνισα μάλιστα πως θα καθόμουν έως το πρωί προκειμένου να το κάνω. Κάποια στιγμή η πόρτα άνοιξε. Είχαν διακόψει για να συνομιλήσει ο Πάγκαλος με τον αμερικανό υφυπουργό Χόλμπρουκ στο τηλέφωνο. Βρήκα την ευκαιρία να μπω μέσα και να πω στον Σημίτη τι συνέβη. Η απάντησή του ήταν “να διακόψεις αμέσως, το θέμα το χειρίζεται ο Πάγκαλος”». Αυτή ήταν η σχέση της ΕΥΠ με την κρίση.
«Δεν γίνεται να πάρει τη σημαία ο αέρας;»
Η 30ή Ιανουαρίου ήταν η ημέρα της αμερικανικής διαμεσολάβησης. Σε όλη τη διάρκεια της κρίσης οι Αμερικανοί, σε επικοινωνίες τους με κρατικούς αξιωματούχους και δημοσιογράφους στην Ελλάδα και την Τουρκία, σημείωναν την αγωνία τους να μην διαταραχτεί η ισορροπία στην περιοχή και να αποκλιμακωθεί η ένταση. Στις 30 Ιανουαρίου όμως οι επαφές περνούν σε υψηλό επίπεδο.
Ο Κλίντον μιλά με τον Σημίτη, ο Πάγκαλος με τον Χόλμπρουκ, και ο Αρσένης με τον αμερικανό υπουργό Άμυνας Πέρη. Αντίστοιχες συνομιλίες γίνονται και με την τουρκική πλευρά. Οι Αμερικανοί εμφανίζονται ουδέτεροι και δεν παίρνουν θέση στη διένεξη. Η ουδετερότητά τους ωστόσο αδικεί την Ελλάδα, αφού γνωρίζουν πολύ καλά ότι τα Ίμια ανήκουν στην Ελλάδα. Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό πως ο αμερικανός πρέσβης στην Ιταλία Μπαρτόλομιου, σε τηλεγράφημα που στέλνει στο State Department μερικές ώρες μετά το τέλος της κρίσης, κάνει ξεκάθαρο πως τα Ίμια είναι ελληνικά (το τηλεγράφημα υπάρχει στο βιβλίο των Μιχάλη Ιγνατίου και Αθανάσιου Έλλις, «ΙΜΙΑ τα απόρρητα αμερικανικά έγγραφα»).
Οι ίδιοι οι αμερικανικοί χάρτες εμφανίζουν τα Ίμια ελληνικά. Η ουδετερότητά τους συνεπώς αδικεί την Ελλάδα. Η Τανσού Τσιλέρ, τόσο στις συνομιλίες με τους Αμερικανούς όσο και δημόσια, δηλώνει πως δεν θα ανεχτεί στην περιοχή «πλοία, στρατιώτες και σημαίες».
Η άποψη αυτή γίνεται και αμερικανική θέση. Στις διαπραγματεύσεις η Ελλάδα διαφωνεί στο ζήτημα της σημαίας. Τη θέση αυτή παραθέτουν και ο Πάγκαλος και ο Αρσένης στους αμερικανούς ομολόγους τους. Οι Αμερικανοί, οι οποίοι στις συζητήσεις διατυπώνουν την άποψη πως είναι αδιανόητο να γίνει πόλεμος για μερικά κατσίκια και έναν βράχο, αναρωτιούνται αν μπορεί να πάρει τη σημαία ο αέρας για να αποκλιμακωθεί η κατάσταση.
Ο ναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης υποστηρίζει πως αυτή η θέση έγινε πρόταση του Πάγκαλου στον ίδιο. Αναρωτήθηκε, υποστηρίζει ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ, «αν θα μπορούσε να πάρει τη σημαία ο αέρας να τελειώνει η ιστορία». Ο Λυμπέρης του απάντησε πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Έτσι η σημαία παρέμενε το αγκάθι στη διαπραγμάτευση.
Παρά τις κινήσεις της πολιτικής ηγεσίας, η θέση της Ελλάδας ήταν πλεονεκτική. Όχι μόνο είχε βατραχανθρώπους και σημαία σε ένα νησί, αλλά και πλεονεκτική θέση μάχης στα σημεία της κρίσης και τον Έβρο. Αν υπήρχε απόφαση χτυπήματος, οι ελληνικές ναυτικές δυνάμεις θα βύθιζαν δύο τουρκικές φρεγάτες και οι Τούρκοι το αντιτορπιλικό «Θεμιστοκλής», με βάση τη διάταξη δυνάμεων.
«Τι έκανες, ρε μ....λάκα;»
Το τουρκικό Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας συνεδρίασε το μεσημέρι της 30ής Ιανουαρίου, εν αντιθέσει με το ελληνικό ΚΥΣΕΑ που δεν συνεδρίασε ποτέ. Σε αυτή τη συνεδρίαση υπήρξε η πρόταση από διπλωματικούς συμβούλους του τουρκικού οργάνου να καταληφθεί η Δυτική Ίμια από τούρκους κομάντος. Αυτό θα έφερνε τις δύο χώρες στην ίδια κατάσταση, με ίδια διαπραγματευτική βάση. Απέφευγαν τον κίνδυνο να συγκρουστούν άμεσα με τους Έλληνες. Είναι μάλλον δεδομένο πως η πρόταση, πολύ πριν διατυπωθεί, ερευνήθηκε επιχειρησιακά. Πολλοί ανώτεροι έλληνες αξιωματικοί που χειρίστηκαν την κρίση πιστεύουν πως στην πραγματικότητα ήταν μια αμερικανική πρόταση που διοχετεύτηκε έντεχνα ώστε να γίνει «τουρκική». Έτσι οι αμερικανοί μπορούσαν κάλλιστα αργότερα να οδηγήσουν τα πράγματα εκεί που ήθελαν, στέλνοντας μετά την κατάληψη της Ίμιας από τους Τούρκους τελεσίγραφο που θα έλεγε «όποιος ρίξει πρώτος θα έχει να κάνει με τις ΗΠΑ».
Στη 1:30 τα ξημερώματα της 31ης Ιανουαρίου κι ενώ διαρκούσε η κυβερνητική επιτροπή για την κρίση στο γραφείο του πρωθυπουργού στη Βουλή, ο Πάγκαλος ενημερώθηκε από τον πρέσβη στην Άγκυρα πως η τουρκική τηλεόραση μετέδιδε πως η Ίμια καταλήφθηκε από Τούρκους κομάντος. Το γεγονός επιβεβαίωνε και το δίκτυο παρακολούθησης της ΕΥΠ αλλά και οι αμερικανοί αξιωματούχοι.
Ο Πάγκαλος ενημέρωσε τη σύσκεψη για τις εξελίξεις. Τότε ο Σημίτης σηκώθηκε όρθιος και απευθυνόμενος στον Λυμπέρη του είπε: «Τι έκανες, ρε μαλάκα, δεν σου είπα να φυλάξεις και την άλλη βραχονησίδα;» Ο Λυμπέρης, διατηρώντας την ψυχραιμία του, απάντησε πως ποτέ δεν του ζητήθηκε κάτι τέτοιο. Αντίθετα οι ελληνικές δυνάμεις την ώρα της κορύφωσης της κρίσης ήταν στο Αιγαίο και τη βραχονησίδα χωρίς κανόνες εμπλοκής, αφού είχαν ανακληθεί με το επιχείρημα της αποκλιμάκωσης μέσω των συνομιλιών με τους Αμερικανούς.
Δεν είχαν μπαταρίες για να πάνε στη Δ. Ίμια
Ενώ ήταν σε εξέλιξη η επιχείρηση κατάληψης της Δυτικής Ίμιας από τους Τούρκους, η δεύτερη ομάδα των ελλήνων βατραχανθρώπων παίρνει εντολή να ανέβει και στην αφύλακτη Ίμια. Ο λόγος είναι πως υπάρχουν πληροφορίες για κίνηση των Τούρκων. Η ομάδα ξεκινά, αλλά περνά από την Ανατολική Ίμια για να πάρει μπαταρίες και εξοπλισμό από την άλλη ομάδα, στην οποία τον είχε παραδώσει λόγω των συνθηκών. Ώσπου να φτάσουν στη νησίδα, ειδοποιούνται να ματαιώσουν την αποστολή, γιατί είχαν ανέβει ήδη οι Τούρκοι. Με βάση τις μαρτυρίες προκύπτει πως ακόμη και αν οι έλληνες κομάντος κινούνταν χωρίς καθυστέρηση, οι Τούρκοι θα ήταν ήδη στη βραχονησίδα. Το ερώτημα είναι τι θα έκαναν τότε οι Έλληνες, οι οποίοι πήγαιναν εκεί χωρίς κανόνες εμπλοκής.
Μετά την ανακοίνωση της κατάληψης από τους Τούρκους, ο Σημίτης απαίτησε από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ να του απαντήσει τι θα μπορούσε να γίνει. Ο Λυμπέρης πρότεινε τρία σενάρια. Ή να βομβαρδίσουν με το ναυτικό τη βραχονησίδα, ή να κάνουν το ίδιο μόλις ξημέρωνε με τα αεροπλάνα, ή να ξεκινήσουν το σχέδιο «Ιφιγένεια», ανακατάληψης της βραχονησίδας.
Ο Σημίτης απαίτησε αναίμακτη ανακατάληψη σε 45 λεπτά. Προφανώς ήταν η διάθεση του έλληνα πρωθυπουργού να έχει ένα happy end. Ο Λυμπέρης απάντησε πως αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Έτσι δεν υλοποιήθηκε κανένα σενάριο, ενώ οι Αμερικανοί πλέον απαιτούσαν να γίνει αυτό που τελικά απαιτούσε η Τσιλέρ, «όχι πλοία, όχι στρατιώτες, όχι σημαίες».
Τέλος ναι, επίλογος όχι
Παρά τις πολυποίκιλες διαβεβαιώσεις για την κατάληψη της Δυτικής Ίμιας από Τούρκους (υπήρξε ακόμη και του αμερικανού υπουργού Άμυνας προς τον έλληνα ομόλογό του), ζητείται από το ΚΥΣΕΑ, που συνεδριάζει για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια της κρίσης, επιβεβαίω ση της πληροφορίας. Απομονωμένα σε ένα γραφείο και όχι σε θάλαμο επιχειρήσεων τα στελέχη του ΚΥΣΕΑ απλώς εύχονται τα πράγματα να είναι αλλιώς.
Στις 4:25 το πρωί από τη φρεγάτα «Ναβαρίνο» απογειώνεται ένα ελικόπτερο για να διαπιστώσει αν η Δυτική Ίμια έχει καταληφθεί. Κάτω από δύσκολες συνθήκες το ελικόπτερο κάνει 3 στροφές πάνω από τη νησίδα και ενημερώνει πως διακρίνει 10 κομάντος.
Επιστρέφοντας προς τη φρεγάτα, το ελικόπτερο δίνει σήμα «master caution», που σημαίνει ένδειξη κάποιας μη εντοπισμένης βλάβης. Λίγο αργότερα το ελικόπτερο πέφτει. Αιτία θεωρείται, με βάση την πραγματογνωμοσύνη, το ανθρώπινο λάθος. Χρειάστηκαν μόνο 2 δευτερόλεπτα για να καταπέσει από το ύψος που ήταν. Οι τρεις έλληνες αξιωματικοί, Χριστόδουλος Καραθανάσης, Έκτορας Γιαλοψός και Παναγιώτης Βλαχάκος, ανασύρονται μετά από αρκετές μέρες νεκροί.
Η πτώση του ελικοπτέρου επί χρόνια δημιουργεί διάφορες θεωρίες για τις αιτίες της. Κυρίως εκείνη της κατάρριψης. Οι φωτογραφίες που κυκλοφορούν επί χρόνια και δείχνουν τρύπες στο ουραίο πτερύγιο δεν είναι από σφαίρες.
Μπορεί εύκολα να διακρίνει κάποιος πως είναι συμμετρικές. Είναι τρύπες από τα πριτσίνια του μετάλλου που αποκολλήθηκαν από την πίεση, όπως σημειώνει η πραγματογνωμοσύνη.
Οι Τούρκοι δεν είχαν κανένα λόγο να ρίξουν ελικόπτερο τη στιγμή που ήταν σε πλεονεκτική θέση, την οποία μάλιστα μπορούσαν να διατηρήσουν. Στις 6:10 της 31ης Ιανουαρίου οι έλληνες βατραχάνθρωποι αποχωρούν πρώτοι από τα Ίμια, παίρνοντας μαζί τους τη σημαία.
Η ελληνική κυβέρνηση δηλώνει πως την πήρε για να μην βεβηλωθεί και ότι οι τουρκικές δυνάμεις αποχώρησαν πρώτες. Η διάψευση του δεύτερου ισχυρισμού προκύπτει από τις μαγνητοταινίες με τις συνομιλίες των πλοίων που έχουμε στη διάθεσή μας. Όσο για τον πρώτο, φρόντισε ο ίδιος ο Χόλμπρουκ, ο οποίος δήλωσε πως «ήταν μέρος της συμφωνίας απεμπλοκής».
Τους επόμενους μήνες μια σειρά από επεισόδια με πρωταγωνιστές τουρκικά πλοία στην περιοχή δηλώνουν συνεχώς πως στην περιοχή τίποτα δεν είναι το ίδιο. Τα Ίμια είναι γκρίζες ζώνες, όσο και αν η Ελλάδα θέλει μέσα από σωστά νομικά επιχειρήματα να υποστηρίζε πως όλα είναι όπως πριν. Η κυβέρνηση Σημίτη συμμερίστηκε την άποψη πως δεν αξίζει ένας πόλεμος για ένα κομμάτι γης όσο ένας βράχος. Αλλά κάποιος θα μπορούσε να ρωτήσει, ποιο είναι το όριο απ’ το οποίο και πάνω ο πόλεμος είναι λύση;