επιχειρήσεις τη νέα ρύθμιση των 12 δόσεων. Βεβαιωμένες φορολογικές υποχρεώσεις μπορούν να πάνε παρά πίσω με κόστος χρήματος χαμηλότερο από αυτό που εξασφαλίζουν, αν εξασφαλίζουν ακόμη και οι ίδιες οι τράπεζες.
Φόρος εισοδήματος φυσικών ή νομικών προσώπων, ΕΝΦΙΑ και ΦΠΑ μπορεί να αποπληρωθεί σε έως και 12 δόσεις από την άνεση του γραφείου ή του καναπέ χωρίς να απαιτείται πλέον ούτε η οφειλή να καταστεί ληξιπρόθεσμη ούτε να γίνει επίσκεψη στη Δ.Ο.Υ με ένα... κουβά δικαιολογητικά.
Ειδικά για οφειλές έως 50.000 ευρώ, η «τακτοποίηση» κατέστη από την περασμένη Τετάρτη μια πολύ απλή και γρήγορη διαδικασία. Κάθε φορολογούμενος έχει το δικαίωμα να επιβαρυνθεί με ένα κόστος που φτάνει στο 5,86% σε ετήσια βάση (και σε ονομαστικό επίπεδο) και με αυτό τον τρόπο να διατηρήσει τη ρευστότητά του. Η ανταπόκριση του κοινού στη νέα διαδικασία αναμένεται να είναι πολύ μεγάλη.
Αυτό όμως που θα φανεί στην πράξη, είναι οι οικονομικές συνέπειες από τη ρύθμιση σε δημοσιονομικό επίπεδο. Μαζική χρήση της νέας πλατφόρμας, μπορεί να επηρεάσει τα φορολογικά έσοδα της χώρας και να οδηγήσει σε «αυστηροποίηση» των κριτηρίων ένταξης ώστε να γίνεται χρήση αποκλειστικά από αυτούς που μπορούν να αποδείξουν οικονομική αδυναμία εφάπαξ αποπληρωμής μιας βεβαιωμένης οφειλής.
Το πώς λειτουργεί η νέα ρύθμιση, καθίσταται σαφές με ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Σε φορολογούμενο βεβαιώνεται οφειλή 1.000 ευρώ η οποία πρέπει να πληρωθεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου. Ο φορολογούμενος είτε δεν διαθέτει τα 1000 ευρώ, είτε δεν θέλει να θυσιάσει τη ρευστότητά του για να παραμείνει «καθαρός» στα μητρώα της εφορίας. Μέσα από την νέα πλατφόρμα, μπορεί να ζητήσει τη ρύθμιση της οφειλής σε 12 δόσεις, για την ακρίβεια σε έως και 12 δόσεις καθώς υπάρχει δυνατότητα να είναι και λιγότερες.
Το σύστημα θα υπολογίσει τη δόση στα 86 ευρώ τον μήνα. Η πρώτη δόση θα πρέπει να πληρωθεί μέσα σε τρεις εργάσιμες ημέρες ενώ για τις υπόλοιπες δόσεις θα πρέπει να δοθεί πάγια εντολή μέσω τράπεζας. Στην πράξη, προκύπτει ότι όλα μπορούν να γίνουν μέσα από την ηλεκτρονική πλατφόρμα των τραπεζών. Έτσι, ο φορολογούμενος κερδίζει τη δυνατότητα να μην πληρώσει εφάπαξ το ποσό των 1.000 ευρώ και χάνει περίπου 32 ευρώ σε τόκους (σ.σ. το ονομαστικό επιτόκιο είναι 5,86% αλλά η διαδικασία αποπληρωμής είναι αντίστοιχη με ένα δάνειο: όσο περνούν οι μήνες, τόσο μειώνεται το κεφάλαιο που τοκίζεται και κατά συνέπεια και το ποσό των τόκων).
Θεωρητικά, ο νόμος της πάγιας ρύθμισης έχει φτιαχτεί γι’ αυτούς που αποδεικνύουν οικονομική αδυναμία εφάπαξ αποπληρωμής της βεβαιωμένης οφειλής. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η ηλεκτρονική πλατφόρμα ζητάει ηλεκτρονική υπεύθυνη δήλωση στην οποία να δηλώνεται:
Το μηνιαίο εισόδημα.
Άλλες πάγιες οφειλές (όπως για παράδειγμα δόση δανείου).
Όλοι οι αριθμοί των τραπεζικών λογαριασμών που υπάρχουν στο όνομα του.
Ότι τα περιουσιακά στοιχεία έχουν αναγραφεί κανονικά στην δήλωση Ε9.
Μέχρι στιγμής, οι συγκεκριμένες υπεύθυνες δηλώσεις αντιμετωπίζονται «χαλαρά» από τις φορολογικές αρχές οι οποίες δεν προχωρούν σε διασταύρωση των ποσών που αναγράφονται στην υπεύθυνη δήλωση με τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος. Το πλαίσιο γίνεται αυστηρό μόνο για χρέη που ξεπερνούν τα 50.000 ευρώ καθώς γι’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να ζητηθεί μέχρι και η προσκόμιση έκθεσης εκτιμητή για την αξία των ακινήτων.
Η «χαλαρή» αντιμετώπιση των οφειλετών θα συνεχιστεί για όσο διάστημα δεν δημιουργούνται δημοσιονομικά προβλήματα. Αν η ρύθμιση μετατραπεί σε «όπλο» στα χέρια των φορολογούμενων για να σπρώξουν υποχρεώσεις του 2018 στο 2019 θέτοντας σε κίνδυνο τα φορολογικά έσοδα της χρονιάς, η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων θα «σφίξει τα λουριά» επιτρέποντας την τακτοποίηση μόνο σε όσους αποδεικνύουν οικονομική αδυναμία. Ο κίνδυνος αποκλίσεων είναι ορατός. Με το σύστημα των 12 δόσεων να ισχύει πλέον και για τις βεβαιωμένες οφειλές και όχι μόνο για τις ληξιπρόθεσμες:
Ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων μπορεί να μετατεθεί ακόμη και για το πρώτο εξάμηνο του 2019 κάτι που μπορεί να επιφέρει απώλεια εσόδων έως και 1,5 δις. ευρώ από τη φετινή χρήση.
Ο ΕΝΦΙΑ ο οποίος θα βεβαιωθεί τον Αύγουστο, μπορεί να μετατεθεί ακόμη και για το καλοκαίρι του 2019 επίσης με δημοσιονομικές απώλειες άνω του ενός δις. ευρώ.
Πηγή