tromaktiko: Γιατί δεν έχουν Audio Guides τα μεγάλα ελληνικά μουσεία;

Πέμπτη 1 Φεβρουαρίου 2018

Γιατί δεν έχουν Audio Guides τα μεγάλα ελληνικά μουσεία;



Όποιος έχει επισκεφτεί ένα μουσείο στο εξωτερικό, κατά πάσα πιθανότητα το έχει χρησιμοποιήσει. Καταβάλλοντας ένα αντίτιμο...
επιπλέον του εισιτηρίου εισόδου (αν υπάρχει εισιτήριο εισόδου), μπορείς να «νοικιάσεις» μια φορητή συσκευή με ακουστικά στην οποία υπάρχει ηχογραφημένη αφήγηση, περιγραφή και επεξήγηση επιλεγμένων εκθεμάτων του κάθε μουσείου.

Η υπηρεσία προσφέρεται, φυσικά, σε πολλές γλώσσες και είναι συνήθως έξοχα επιμελημένη και με προσεγμένες ηχογραφήσεις. Κάθε επισκέπτης που κάνει χρήση του audio guide (συσκευή πολυμεσικής ξενάγησης) έχει την ευκαιρία να βιώσει μια πιο ολοκληρωμένη εμπειρία.

Πρόκειται για μια συσκευή που κατά τη διάρκεια της επίσκεψης σου χαρίζει μια ιδανική «απομόνωση» από την πολυκοσμία και τον θόρυβο που επικρατεί στα περισσότερα μουσεία. Σε βοηθά ώστε να ακούς συγκεντρωμένος αλλά και να έχεις μια όσο το δυνατόν πιο «ιδιωτική» επαφή με το έκθεμα.

Φυσικά, οφέλη δεν προκύπτουν μόνο για τον επισκέπτη αλλά και για το ίδιο το μουσείο, είτε σε επίπεδο κέρδους είτε σε επίπεδο λειτουργίας. Στην Αθήνα, βέβαια, αυτή η υπηρεσία δεν υπάρχει παρά σε ελάχιστα μουσεία ‒ πάντως όχι στα μεγάλα.

Σε μια ρευστή κοινωνικά περίοδο θα περίμενε κανείς ότι τα μεγάλα μουσεία στη χώρα μας δεν θα έμεναν προσκολλημένα σε παλιές τακτικές αλλά θα καινοτομούσαν. Συγκεκριμένα, όσον αφορά το audio guide, η κατάσταση στην πρωτεύουσα, εν αντιθέσει με άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, χαρακτηρίζεται ξεπερασμένη.

Η δυνατότητα των ηχητικών οδηγών ξενάγησης απουσιάζει από όλα σχεδόν τα μουσεία της Αθήνας, με αποτέλεσμα πολλές κατηγορίες επισκεπτών να μην μπορούν να εμβαθύνουν στο περιεχόμενο των εκθεμάτων.

Για παράδειγμα, κάποιος που θέλει να επισκεφτεί ένα μουσείο μόνος του, αυτομάτως αποκλείεται από την επικρατούσα λογική των ξεναγήσεων. Κι όλα αυτά, τη στιγμή που η Αθήνα δέχεται κάθε χρόνο ολοένα μεγαλύτερο αριθμό τουριστών και τα μουσεία της συγκαταλέγονται συνεχώς στα καλύτερα παγκοσμίως.

Αναρωτιέται, λοιπόν, εύλογα κάποιος: σε μια χώρα όπου ο τουρισμός θεωρείται «βαριά βιομηχανία» πώς είναι δυνατόν να απουσιάζει ένα βασικό μέσο ξενάγησης; Όταν το εισιτήριο αυξάνεται, ποιο είναι το ανταποδοτικό όφελος για τον επισκέπτη, από τη στιγμή που δεν παρέχονται οι ανάλογες υπηρεσίες; Πώς θα προσελκύσουν τα μουσεία τους νέους και τους μεμονωμένους επισκέπτες, όταν δεν προνοούν ώστε να υπάρχει η δυνατότητα των ηχητικών οδηγών ξενάγησης;

Ποιος λογοδοτεί για τα διαφυγόντα κέρδη, όταν έξω από τα μουσεία υπάρχουν εταιρείες που κερδοσκοπούν, προσφέροντας σε τουρίστες τις αντίστοιχες συσκευές; Και γιατί πρέπει να εξαρτάται ο επισκέπτης ενός μουσείου μόνο από τους ξεναγούς; Το 2017, οι τουρίστες που επισκέφθηκαν την Αθήνα ξεπέρασαν τα πέντε εκατομμύρια. Για κάποιους η πρωτεύουσα ήταν ενδιάμεσος σταθμός, επομένως είχαν λίγο χρόνο διαθέσιμο για τα σημαντικότερα αξιοθέατα. Δεν θα ήταν χρήσιμο, λοιπόν, να προσφέρουν τα μουσεία μια πολυμεσική ξενάγηση ικανή να προσαρμοστεί στα χρονικά περιθώρια κάθε επισκέπτη;

Δυστυχώς, από την έρευνά μας προκύπτει ότι επικρατεί ακόμα η αντίληψη του «καλώς ήλθε το δολάριο», με αποτέλεσμα να μην ενδιαφέρεται κανείς για την αναβάθμιση την ποιότητας των προσφερόμενων τουριστικών υπηρεσιών.

Η θέση των ξεναγών

«Δεν θεωρούμε τις συσκευές ακουστικής ξενάγησης κάτι ανταγωνιστικό προς εμάς» ισχυρίζεται ο πρόεδρος του Σωματείου Διπλωματούχων Ξεναγών, Κρίτων Πιπέρας. «Καμία συσκευή δεν μπορεί να αντικαταστήσει την ανθρώπινη επαφή. Ο μέσος τουρίστας που επιθυμεί να εντρυφήσει στην ιστορία της Ελλάδας θα επιλέξει τους ξεναγούς. Επίσης, συμμετέχουμε σε πολυήμερα ταξιδιωτικά πακέτα με αποτέλεσμα να δημιουργούμε προσωπική επαφή με τους τουρίστες, κάτι που δεν μπορεί να αντικαταστήσει καμία ηχογράφηση» λέει. «Μήπως, όμως, κατά βάθος τούς βολεύει η επικρατούσα κατάσταση;» σπεύδω να ρωτήσω. «Από κει και πέρα, είναι θέμα επιλογής του εκάστοτε επισκέπτη. Θεωρώ, πάντως, ότι οι συσκευές βοηθούν πιο πολύ τους νέους κι εκείνους που δεν έχουν πολλά χρήματα. Αντιθέτως, οι μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι και όσοι είναι σε θέση να διαθέσουν ένα χρηματικό ποσό θα εξακολουθήσουν να προτιμούν τους ξεναγούς.

Μακάρι να είχαμε τη δύναμη να ελέγχουμε τα μουσεία, αλλά δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από την πραγματικότητα. Αυτό μπορείτε να το εξακριβώσετε πηγαίνοντας στα μουσεία και παρατηρώντας πόσοι παράνομοι ξεναγοί κυκλοφορούν. Όταν εκφράζουμε τα παράπονά μας στους φύλακες, μας λένε ότι δεν είναι δική τους δουλειά» απαντά.

Τι απαντά το υπουργείο Πολιτισμού

Αντιλαμβανόμαστε ότι τα ερωτήματα είναι πολλαπλά, αλλά οι απαντήσεις που λάβαμε από το υπουργείο Πολιτισμού ήταν γενικόλογες, επιβεβαιώνοντας τον εθισμό στην υπάρχουσα στάσιμη κατάσταση. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Πολιτισμού παραδέχτηκε στη LiFO ότι η εφαρμογή της ακουστικής ξενάγησης είναι κάτι που έχει καθυστερήσει πολύ καθώς και ότι η λειτουργία τους κρίνεται αναμφισβήτητα αναγκαία, διότι, εκτός των άλλων, πρέπει να αντιμετωπιστούν οι παράνομες εταιρείες που βρίσκονται πολλές φορές έξω από μουσεία της Αθήνας, εκμεταλλευόμενες το γεγονός ότι δεν διαθέτουν συσκευές ακουστικής ξενάγησης και κερδοσκοπώντας σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου.

Τέλος, μας διαβεβαίωσαν ότι γίνονται προσπάθειες ώστε η προμήθειά τους να ενταχθεί σε κάποιο από τα επόμενα ΕΣΠΑ. Είναι γεγονός ότι η χώρα μας παραμένει ουραγός σε επίπεδο τεχνολογικής ανάπτυξης και, όπως μας επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, αυτό συμβαίνει γιατί τις περισσότερες φορές το βασικότερο πρόβλημα είναι η σύνταξη και κατάθεση φακέλου για τη λήψη κονδυλίων σαν αυτά του ΕΣΠΑ και όχι η απορρόφηση των χρημάτων καθαυτή. Ανυπέρβλητα εμπόδια όπως η γραφειοκρατία, η έλλειψη υλικοτεχνικής δομής και η απουσία στρατηγικής λειτουργούν ανασταλτικά ως προς τη μετάβαση στην ψηφιακή εποχή.

Λειτουργία - Κόστος

Τα συστήματα ακουστικής ξενάγησης χρησιμοποιούνται σε μουσεία, θεματικά πάρκα, αρχαιολογικούς και εκθεσιακούς χώρους με βασικό σκοπό να αναβαθμίσουν την εμπειρία του επισκέπτη, προσφέροντας χρήσιμες πληροφορίες με απλό και ψυχαγωγικό για το ευρύ κοινό τρόπο.

Παράλληλα, αποτελούν ένα μοναδικό μέσο για την αύξηση των εσόδων ενός μουσείου, καθώς μια τέτοια υπηρεσία δεν συμπεριλαμβάνεται στο εισιτήριο εισόδου. Κάθε επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να προμηθευτεί μεμονωμένα μια συσκευή, μέσω της οποίας ακούει πληροφορίες σχετικά με τα εκθέματα σε μορφή αφήγησης και στη γλώσσα της επιλογής του.

Πολλές φορές η ακουστική ξενάγηση έχει τη μορφή μιας ακουστικής θεατρικής παραγωγής με διαλόγους, μουσικές επενδύσεις και ακουστικά εφέ, κάνοντας τον επισκέπτη να χαλαρώσει και να γίνει πιο δεκτικός στην πληροφορία που του παρέχεται. 

«Κάθε μουσείο μπορεί να χρεώνει μια τέτοια υπηρεσία από 1 έως 5 ευρώ πλέον του τιμήματος εισόδου, έχοντας έτσι μια ανταποδοτική υπηρεσία που μπορεί να αυξήσει τα έσοδά του. Υπάρχουν μουσεία που από την υπηρεσία ακουστικής ξενάγησης ωφελούνται 50.000-100.000 ευρώ ετησίως πέραν των εσόδων που προκύπτουν από τα εισιτήρια εισόδου.

Το μουσείο, μέσα από τη χρήση ειδικού λογισμικού που διαθέτουν οι συσκευές, λαμβάνει στατιστικές πληροφορίες για τη χρήση των συσκευών. Οι πληροφορίες αυτές μπορούν να αξιοποιηθούν τόσο από την επιστημονική ομάδα του μουσείου όσο και από τη διοίκησή του. Επιπλέον, τα συστήματα ακουστικής ξενάγησης προσφέρουν στον επισκέπτη εξατομικευμένη ξενάγηση, η οποία είναι προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ενδιαφέροντα του εκάστοτε επισκέπτη, στην ηλικία, τα ενδιαφέροντα, το μορφωτικό επίπεδο αλλά και τη χώρα προέλευσής του» μας λέει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Radiant Technologies ΑΕΒΕ Μανώλης Βουβάκης, που μελετά, σχεδιάζει και υλοποιεί συστήματα προσωπικής ξενάγησης. Όπως συμπληρώνει, οι συσκευές αυτές: «Διαθέτουν φωτιζόμενη LCD οθόνη η οποία εμφανίζει αριθμό και τίτλο αφήγησης ή και το ίδιο το κείμενό της. Ο επισκέπτης μπορεί να ακούσει μια αφήγηση σε υψηλή ποιότητα ήχου μέσω του ενσωματωμένου ηχείου της συσκευής.

Επίσης, μπορεί να χρησιμοποιηθεί από έναν ή δύο επισκέπτες ταυτόχρονα, με μονοφωνικά ή στερεοφωνικά ακουστικά. Οι συσκευές, πριν δοθούν στον επισκέπτη, ρυθμίζονται στη γλώσσα της προτίμησής του, η οποία "κλειδώνει" έως το πέρας της περιήγησης. Ακολουθώντας την ειδική σήμανση που υπάρχει σε κάθε σημείο ενδιαφέροντος, ο χρήστης της συσκευής είναι σε θέση να ακούσει την αφήγηση για το έκθεμα που τον ενδιαφέρει.

Η αφήγηση μπορεί να ξεκινήσει με πρωτοβουλία του επισκέπτη ή και αυτόματα, με τη βοήθεια κάποιων ειδικών πομπών. Όταν τελειώσει η περιήγηση, ο επισκέπτης επιστρέφει τη συσκευή στο σημείο από το οποίο την παρέλαβε, όπου και τοποθετείται στην ειδική βάση φόρτισης - αποθήκευσης - συλλογής στατιστικών στοιχείων. Η ακουστική ξενάγηση είναι ιδανική για άτομα με προβλήματα όρασης, καθώς προσφέρει ηχητική περιγραφή του χώρου που επισκέπτονται και των αντικειμένων που υπάρχουν σε αυτόν».

Ποιο είναι το κόστος μιας τέτοιας εφαρμογής; «Για ένα μικρό μουσείο, αγγίζει τα 10.000-12.000 ευρώ, ενώ για έναν μεγαλύτερο χώρο πολιτισμού μπορεί να ξεπεράσει και τα 250.000 ευρώ» υποστηρίζει ο κ. Βουβάκης.

Η εταιρεία που διευθύνει δραστηριοποιείται σε πολλούς πολιτιστικούς χώρους τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ενώ συμμετείχε και στον διαγωνισμό που είχε πραγματοποιήσει κάποτε ο Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού Α.Ε. (ΟΠΕΠ ΑΕ) και αφορούσε την εγκατάσταση συστημάτων ξενάγησης στα δεκαπέντε μεγαλύτερα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους της χώρας μας. «Το έργο είχε χρηματοδοτηθεί από κοινοτικούς πόρους στο πλαίσιο της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας, είχε ξεκινήσει την περίοδο που υπουργός Πολιτισμού ήταν ο Ευάγγελος Βενιζέλος και είχε προϋπολογισμό 12.000.000 ευρώ, αλλά δεν υλοποιήθηκε ποτέ.

Στον διεθνή διαγωνισμό που έγινε συμμετείχαν πολλοί φορείς, ωστόσο υπήρχε χρονικός περιορισμός ως προς την απορρόφηση των κονδυλίων, με αποτέλεσμα να χαθεί η χρηματοδότηση» δηλώνει ο κ. Βουβάκης. «Υπάρχουν δύο μοντέλα για να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα ακουστικής ξενάγησης σ' ένα μουσείο. Το πρώτο μέσω της χρηματοδότησης από πακέτο ΕΣΠΑ ή ίδιους πόρους του μουσείου και το δεύτερο, που αφορά μουσεία με μεγάλη επισκεψιμότητα, μέσα από χρηματοδότηση του έργου από την ίδια την εταιρεία, η οποία στη συνέχεια εισπράττει κάποιο ποσό από τα κέρδη του εκάστοτε μουσείου με βάση την εκμετάλλευση του συστήματος ξενάγησης. Για τη δεύτερη λύση βασική απαίτηση είναι οι επισκέπτες να ξεπερνούν τους 100.000.

Το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, το πιο προβεβλημένο και το πρώτο σε επισκεψιμότητα μουσείο της χώρας μας, προμηθεύτηκε, έναν χρόνο πριν από τα εγκαίνιά του, ένα σύστημα ακουστικής ξενάγησης που ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε, στερώντας από τα εκατομμύρια επισκέπτες του μια μοναδική εμπειρία ξενάγησης. Άλλη μια φορά, πρωτοτυπώντας...» καταλήγει ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Radiant Technologies.

Η χρησιμότητα και οι λόγοι που δεν εφαρμόζεται

Ποια είναι, λοιπόν, η χρησιμότητα των ηχητικών οδηγών ξενάγησης; Ποιοι είναι οι λόγοι που δεν τους συναντάμε ακόμη στα μουσεία της πόλης και γιατί μας δυσκολεύει τόσο πολύ η πολυμεσική ξενάγηση; «Η χρησιμότητα έγκειται στο ότι είναι ένας εναλλακτικός τρόπος για να βιώσει κάποιος μια επίσκεψη στο μουσείο έναντι των παραδοσιακών που γνωρίζαμε ως τώρα, όπως οι ενημερωτικές πινακίδες που προσφέρουν μόνο γενικές πληροφορίες και δεν σε βοηθούν να εμβαθύνεις ή να μάθεις περισσότερα για τα εκθέματα» λέει η κ. Μαρία Ρούσσου, επίκουρη καθηγήτρια του Τμήματος Πληροφορικής και Τηλεπικοινωνιών του ΕΚΠΑ με ειδίκευση στα μουσεία και τις νέες τεχνολογίες.

«Οι ηχητικοί οδηγοί, είτε οι παλαιότεροι με τον χαρακτηριστικό αριθμό τον οποίο πληκτρολογούσες και άκουγες την ιστορία που τον συνόδευε, ή ακόμα και οι νεότεροι, οι οποίοι λειτουργούν με αισθητήρες, οπότε όταν πλησιάζεις το αντικείμενο έρχεσαι σε επαφή με τη σχετική πληροφορία του αντικειμένου, είναι απαραίτητοι. Μας δίνουν τη δυνατότητα να γίνουμε κοινωνοί μιας αφηγηματικής ή συναισθηματικής εμπειρίας χωρίς τους περιορισμούς των φυσικών χώρων όπως οι ετικέτες ή τα ενημερωτικά σημειώματα, που καλύπτουν πολλές φορές τα εκθέματα. Επιπρόσθετα, είναι πολύ σημαντικό το ότι δίνεται η δυνατότητα να προσαρμόσεις την ξενάγηση είτε με ηλικιακά είτε με άλλα κριτήρια. Είναι γεγονός ότι αλλιώς θα απευθυνθείς σε έναν ενήλικα κι αλλιώς σε ένα μικρό παιδί.

Επίσης, μπορείς να χρησιμοποιήσεις διαφορετικές γλώσσες και όχι απαραίτητα μόνο την αγγλική. Τέλος, δεν δεσμεύεσαι να χρησιμοποιήσεις τους ξεναγούς των μουσείων και να πληρώσεις ακριβό τίμημα, το οποίο πολλές φορές δεν αρκεί, αφού υπάρχει αρκετός κόσμος και δεν ακούς όσα λέει ο ξεναγός». Γιατί δεν έχει εφαρμοστεί στα μουσεία; «Είναι πρακτικοί οι λόγοι. Δυστυχώς, αναφερόμαστε σε μουσεία που θεωρούνται αρκετά "δυσκίνητα", αφού τα περισσότερα είναι δημόσιοι οργανισμοί.

Με την ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών και σε συνεργασία με το Μουσείο Ακρόπολης εφαρμόσαμε ένα πρόγραμμα επικεντρωμένο στα ενδιαφέροντα των επισκεπτών, δίνοντας βάρος στην αφηγηματική δομή των ιστοριών. Όπως αντιλαμβάνεστε, για τα εκατομμύρια των επισκεπτών του συγκεκριμένου μουσείου απαιτείται άριστη οργάνωση ώστε να μην προκύψουν προβλήματα ή να μη φθείρονται οι συσκευές. Τέλος, το θέμα του κόστους είναι ένα από τα κύρια προβλήματα. Απ' ό,τι γνωρίζω, το Μουσείο Ακρόπολης είχε προκηρύξει έναν διαγωνισμό και ανατέθηκε σε μια εταιρεία, αλλά, από κει και πέρα, δεν γνωρίζω γιατί δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα. Νομίζω, πάντως, ότι βρίσκεται σε φάση προετοιμασίας.

Αναμφισβήτητα, κάθε επισκέπτης θέλει να ξεναγηθεί στα μουσεία με τον δικό του τρόπο. Επομένως, και τα μουσεία πρέπει να το λάβουν αυτό υπόψη και να προσαρμοστούν στα αιτήματα των καιρών. Πολλά μουσεία του εξωτερικού όχι μόνο διαθέτουν αρκετά χρόνια συσκευές πολυμεσικής ξενάγησης αλλά συνεχώς εξελίσσονται και προσαρμόζονται στα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Οι νέες τεχνολογίες, µε την ευρύτερη έννοια, πρέπει και μπορούν να υποστηρίξουν αυτήν τη διαδικασία της συμμετοχής. Να προσκαλέσουν τον επισκέπτη να συμμετάσχει µε όλες του τις αισθήσεις, να ενισχύσουν τον πειραματισμό, την κατασκευή, την εξερεύνηση, τη φαντασία, την περιέργεια και την κριτική σκέψη. Άμεση προτεραιότητα πρέπει να είναι, λοιπόν, η ομαλή σύζευξη τεχνολογίας, εκπαίδευσης αλλά και ψυχαγωγίας, για να μπορεί το μουσείο, µε την ενεργό συμμετοχή του επισκέπτη, να εκπληρώσει τους στόχους του τη νέα ψηφιακή εποχή» καταλήγει η κ. Ρούσσου.
Πηγή
     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!