ανεξέλεγκτα, καυγάδιζε, έδερνε τη γυναίκα του και έφθασε ακόμη και να ουρήσει σε δεξίωση με υψηλούς προσκεκλημένους. Η επιτυχία του κράτησε ελάχιστα, αλλά για λίγα χρόνια «δικαιώθηκε» και πήρε την εκδίκησή του από όσους πίστευε ότι τον είχαν αδικήσει.
Γεννήθηκε στις 28 Ιανουαρίου 1912 στο Γουαϊόμινγκ. Ο πατέρας του τον εγκατέλειψε εννιά χρόνια αργότερα και ο Τζάκσον έμεινε μόνος με τη μητέρα του. Στο σχολείο, αδιαφορούσε για όλα τα μαθήματα, εκτός από τα καλλιτεχνικά, ίσως γιατί ο μεγαλύτερος αδελφός του, Τσαρλς, είχε πάει στη Νέα Υόρκη για να γίνει ζωγράφος.
Όταν ο Τζάκσον αποβλήθηκε από το σχολείο, ο Τσαρλς τον ενθάρρυνε να τον ακολουθήσει στη μεγαλούπολη. Ο Πόλοκ μπήκε στην Ένωση Σπουδαστών Καλών Τεχνών, αλλά εκτός από τις δυσκολίες του με το σχέδιο, είχε και τη συνήθεια να πίνει. Παρά την ποτοαπαγόρευση στη Νέα Υόρκη, ήταν εύκολο να βρει αλκοόλ και δεν έχανε ευκαιρία. Έπινε πολύ, πιανόταν στα χέρια με άγνωστους και προκαλούσε τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Κάποτε όρμησε με τσεκούρι στους πίνακες του Τσαρλς. Συχνά παρενοχλούσε άγνωστες γυναίκες. Η οικογένεια τον έβαλε σε ψυχιατρείο, αλλά ο Πόλοκ αρνούνταν να παραδεχτεί πως ήταν αλκοολικός. Σταδιακά κατάφερε να κόψει το αλκοόλ για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, ώστε να του δώσουν εξιτήριο.
Η αγάπη μιας καλής γυναίκας.
Επιστρέφοντας στη Νέα Υόρκη, ο Πόλοκ βρήκε υποστηρικτή στο πρόσωπο του καλλιτέχνη-ιμπρεσάριου Τζον Γκρέαμ, που τον κάλεσε να συμμετάσχει σε μια έκθεση που οργάνωνε. Στον κατάλογο του Γκρέαμ βρισκόταν επίσης μια νεαρή ζωγράφος, η Λι Κράσνερ. Είχε ξανασυναντήσει τον Πόλοκ σε ένα πάρτυ το 1936, όταν εκείνος είχε σκοντάψει κι της είχε ψιθυρίσει στο αυτί: «Σ’ αρέσει το γα***ι;» Η Κράνσκερ τον χαστούκισε. Φαίνεται πως δεν είχε μάθει το όνομά του, γιατί τον Νοέμβριο του 1941, όταν άκουσε ότι ο Πόλοκ έκανε έκθεση με τον Γκρέαμ, αποφάσισε ότι έπρεπε να τον γνωρίσει. Πήγε στο στούντιο, όπου τον βρήκε σε κακή κατάσταση μετά από μεθύσι, αλλά πρόθυμο να της δείξει τα έργα του. Συγκλονίστηκε περισσότερο με τον καλλιτέχνη, παρά με την τέχνη. Τον κυνήγησε ερωτικά και σύντομα άρχισαν να συζούν. Η Κράσνερ, που δεν είχε μαγειρέψει ποτέ και ξόδευε όλη της την ενέργεια στη ζωγραφική, ξαφνικά έγινε υποδειγματική νοικοκυρά, εξαίρετη μαγείρισσα και πρώτης τάξεως γραμματέας. ‘Ετσι το δικό της έργο παραγκωνίστηκε.
Βοήθεια, Ντυσάν!
Με τη βοήθεια της Κράσνερ και έχοντας ένα λόγο να κρατηθεί μακριά από το ποτό, ο Πόλοκ έγινε μεγάλο όνομα. Το 1942, η Πέγκυ Γκούγκενχαϊμ πρότεινε να τον χρηματοδοτήσει, αν ζωγράφιζε αποκλειστικά για την γκαλερί της κι έφτιαχνε μια τοιχογραφία για το διαμέρισμά της. Όταν, ένα χρόνο αργότερα, άνοιξε η πρώτη του ατομική έκθεση, προσέλκυσε το ενδιαφέρον των καλύτερων κριτικών. Όμως δεν είχε τελειώσει την τοιχογραφία. Τη νύχτα πριν τελειώσει η προθεσμία, ο Πόλοκ άρχισε να ζωγραφίζει και δούλεψε για 15 ώρες σερί. Το αποτέλεσμα ήταν μια εντυπωσιακή παρέλαση από βαριές μαύρες κατακόρυφες γραμμές με περιδινούμενα τιρκουάζ, κίτρινα και κόκκινα.
Μόλις στέγνωσε το χρώμα, αυτός και η Κράσνερ δίπλωσαν τον μουσαμά και τον πήγαν στο διαμέρισμα της Γκούγκενχαϊμ, όπου διαπίστωσαν έντρομοι ότι παραήταν μακρύς! Η Γκούγκενχαϊμ έστειλε τον Μαρσέλ Ντυσάν να βοηθήσει. Εκείνος πρότεινε να κόψουν 20 εκατοστά από το έργο. Ο Πόλοκ, που στο μεταξύ είχε ανακαλύψει την κάβα της Γκούγκενχαϊμ, δεν μπορούσε να συνεννοηθεί λογικά, οπότε κατέληξαν να κόψουν τον πίνακα, για να χωρέσει. Μετά ο καλλιτέχνης όρμησε στο σαλόνι της Γκούγκενχαϊμ, όπου είχε καλεσμένους, κατευθύνθηκε τρικλίζοντας στο μαρμάρινο τζάκι, ξεκούμπωσε το φερμουάρ και ούρησε. Ήταν μια δύσκολη μέρα.
Σταλιά σταλιά
Ήταν η αρχή μιας δύσκολης περιόδου. Για να σταματήσει το ποτό, η Κράσνερ απαίτησε να την παντρευτεί. Κατόπιν βρήκε σπίτι σε μια αγροτική κοινότητα στο Λονγκ Άιλαντ και οι δυο τους έφυγαν από την πόλη. Σιγά σιγά, η ηρεμία της εξοχής επηρέασε ευεργετικά τον Πόλοκ. Μετρίασε το ποτό κι άρχισε να ζωγραφίζει.
Μετέτρεψε μια παλιά σιταποθήκη σε στούντιο και λόγω του μεγάλου βάρους των μουσαμάδων αποφάσισε να τους απλώσει στο δάπεδο. Το επόμενο βήμα ήταν, κατά παράξενο τρόπο, λογικό: άρχισε να τους στάζει μπογιά από ψηλά. Υπήρξαν διάφορες εκδοχές για το πώς ο Πόλοκ «εφηύρε» την χαρακτηριστική τεχνική του, όπου έσταζε το χρώμα πάνω στον καμβά. Λένε ότι κατά λάθος αραίωσε πολύ το χρώμα του, ότι έριξε μια πινελιά θυμωμένος, ότι κλώτσησε ένα δοχείο με μπογιά. Στην πραγματικά δεν εφηύρε τίποτα. Στο παρελθόν διάφοροι μοντερνιστές είχαν σταλάξει, χτυπήσει, χύσει, πιτσιλίσει και πετάξει μπογιά. Η διαφορά ήταν ότι ο Πόλοκ κάλυπτε ολόκληρο το μουσαμά με τη μπογιά, αλλά κι ότι τελειοποίησε την τεχνική. Απέκτησε τέτοιο έλεγχο που μπορούσε να κηλιδώσει με μπογιά το ακριβές σημείο που ήθελε. Η αρχική αντίδραση στη ζωγραφική του υπήρξε διστακτική, αλλά σε λίγα χρόνια άρχισαν οι εγκωμιαστικές κριτικές. Αποφασιστικής σημασίας ήταν ένα αφιέρωμα του περιοδικού «LIFE» τον Αύγουστο του 1949. Το κοινό λάτρεψε τον Αμερικάνο καλλιτέχνη και ενθουσιάστηκε με την ιδέα μιας τέχνης που δεν είχε καμία σχέση με την Ευρώπη.
Το κόβω. Δεν το κόβω. Ο Πόλοκ είχε πάψει να πίνει. Το 1948 έπεσε από το ποδήλατο ενώ προσπαθούσε να οδηγήσει σ’ ένα χωματόδρομο, κρατώντας μια κάσα από μπύρες στη μασχάλη. Ο γιατρός που τον φρόντισε του είπε ότι το αλκοόλ λειτουργούσε μέσα του σαν δηλητήριο. Ο Πόλοκ για δυο χρόνια δεν ήπιε σχεδόν καθόλου.
Το χειμώνα του 1951 όμως, ξανακύλησε. Άρχισε να απειλεί ότι θα αυτοκτονούσε ή θα σκότωνε την Κράσνερ. Την είχε χτυπήσει κι άλλοτε, τότε όμως έγινε ρουτίνα. Στην αρχή η Κράσνερ προσπάθησε να αγνοήσει αυτό που συνέβαινε. Επέστρεψε στη ζωγραφική, κάτι που εξόργισε τον Πόλοκ, ο οποίος ζήλευε το ταλέντο της. Ο χωρισμός ήταν αναπόφευκτος, αν και η αφορμή ήταν απρόσμενη. Ο Πόλοκ που δεν την απατούσε ποτέ, βρήκε μια άλλη γυναίκα: τη Ρουθ Κλίγκμαν, μία πληθωρική μελαχρινή που τον κυνηγούσε πιο επίμονα απ’ όσο η Κράσνερ. Ο Πόλοκ της ανακοίνωσε τη σχέση του και η Κράσνερ του έδωσε τελεσίγραφο: ή τη διώχνεις ή φεύγω. Φύγε, της είπε ο Πόλοκ και αυτή έφυγε.
Αμερικάνικο τέλος
Ο Πόλοκ σοκαρίστηκε. Η Κράσνερ έφυγε για την Ευρώπη και η Κλίγκμαν πήγε να μείνει μαζί του. Για μια βδομάδα όλα πήγαν καλά, μέχρι που ο Πόλοκ ξέσπασε πάνω της. Έμεινε μακριά μια βδομάδα κι ο Πόλοκ ήταν πιο απομονωμένος από ποτέ . Το Σαββατοκύριακο η Κλίγκμαν επέστρεψε με μια φίλη της, αλλά ο Πόλοκ δεν είχε κέφια. Στις 11 Αυγούστου 1956 οι τρεις τους πήγαν σε ένα πάρτι, αλλά όταν ο Πόλοκ κάθισε στο τιμόνι, ήταν ήδη μεθυσμένος και στην πρώτη στροφή έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου, το οποίο ανατράπηκε. Η Κλίγκμαν έζησε, αλλά η φίλη της και ο Πόλοκ πέθαναν ακαριαία. Το επόμενο πρωί η πρώην συζυγός του η Κράσνερ, δέχτηκε ένα τηλεφώνημα στο Παρίσι. Έμοιαζε να ξέρει ήδη περί τίνος επρόκειτο. Κοίταξε ψηλά και είπε: «Ο Τζάκσον είναι νεκρός!»
«Η Μυστική Ζωή των Μεγάλων Ζωγράφων», «ΑΙΩΡΑ».
Πηγή