κανείς δεν έχει διεκδικήσει τόσο πολλά εύσημα για τον εαυτό του όσα ο Ντόναλντ Τραμπ. Στην ομιλία του για την «κατάσταση της Ενωσης» αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στην αύξηση της κεφαλαιοποίησης του χρηματιστηρίου κατά 8 τρισ. δολάρια, στη δημιουργία 2,4 εκατ. θέσεων εργασίας, στην αύξηση μισθού που πήραν «πάνω από 3 εκατ. εργάτες», και όλα αυτά χάρη «στη μεγαλύτερη μείωση φόρου και στις μεταρρυθμίσεις στην αμερικανική ιστορία».
Αφού παραπονιέται συχνά ο πρόεδρος ότι τα ΜΜΕ δεν του αποδίδουν τα εύσημα για όλα αυτά, σκέφτηκα ότι είναι δίκαιο να αξιολογήσει κανείς σε ποιο βαθμό οφείλονται στον Τραμπ, και ειδικά στο φορολογικό του νομοσχέδιο, η αδιαμφισβήτητα ισχυρή οικονομία, η χαμηλή ανεργία και η άνοδος του χρηματιστηρίου. Αποδεικνύεται ότι δεν είναι εύκολο έργο, ιδιαίτερα επειδή ο κ. Τραμπ είναι πρόεδρος μόνον έναν χρόνο και το φορολογικό νομοσχέδιο ψηφίστηκε λίγο περισσότερο από έναν μήνα πριν. O δείκτης S&P 500 ανέβηκε κατά 23% κατά τον πρώτο χρόνο του Τραμπ στην προεδρία – μόνο επί Ρούσβελτ και Ομπάμα είχε σημειωθεί μεγαλύτερη αύξηση. Οι πολιτικές επιλογές του κ. Τραμπ και των Ρεπουμπλικανών βοήθησαν σε κάποιο βαθμό, δεδομένου ότι οι οικονομολόγοι προβλέπουν ότι η μείωση της εταιρικής φορολογίας θα αυξήσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων και ότι η αξία των μετοχών αποτελεί, ουσιαστικά, αντανάκλαση των προσδοκιών για κέρδη. Ωστόσο, στη μείωση της φορολογίας –αναμένεται να αυξήσει την κερδοφορία κατά 7% με 10%– μπορεί να αποδοθεί μόνο το ήμισυ της ανόδου του χρηματιστηρίου.
Το υπόλοιπο ήμισυ οφείλεται σε άλλους παράγοντες, στους οποίους ενδέχεται να περιλαμβάνεται και η φιλική προς τις επιχειρήσεις πολιτική Τραμπ, αλλά και σε πολλά άλλα πράγματα που δεν ελέγχει ο πρόεδρος. «Η κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου δεν αποτελεί ένδειξη για την κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας», λέει ο Τζόελ Σλέμροντ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν και ένας από τους δύο συγγραφείς της κλασικής μελέτης για την οικονομική επίπτωση της φορολογικής μεταρρύθμισης Ρέιγκαν το 1986. Το αμερικανικό ΑΕΠ ενισχύθηκε κατά 2,3% πέρυσι, σημαντικά περισσότερο από το 1,6% του 2016. Θα έπρεπε να είναι προφανές πως η ψήφιση του φορολογικού είναι υπερβολικά πρόσφατη, ώστε να έχει επηρεάσει την ανάπτυξη.
Στον βαθμό που η προσδοκία για μείωση της φορολογίας επηρέασε ορισμένες επενδυτικές αποφάσεις ενδέχεται αυτή να έπαιξε κάποιον ρόλο, ωστόσο αυτό είναι σχεδόν αδύνατον να υπολογιστεί. Η αρμόδια επιτροπή του Κογκρέσου υπολόγισε πως το φορολογικό Τραμπ θα αυξήσει το αμερικανικό ΑΕΠ κατά τα 0,7%. «Η οικονομία ήταν ήδη δυνατή και οι προβλέψεις για τον επόμενο χρόνο έχουν αναθεωρηθεί προς το καλύτερο χάρη στη μείωση της φορολογίας», λέει ο καθηγητής Αλαν Αουερμπαχ, ο δεύτερος συγγραφέας της μελέτης για τη φορολογική μεταρρύθμιση Ρέιγκαν. «Ωστόσο, συμβαίνουν πολλά. Δεν μπορεί να κρίνει κανείς ποια θα είναι η επίπτωση έπειτα από λίγα τρίμηνα». Αναφερόμενος στη μεταρρύθμιση του 1986, ο Αουερμπαχ λέει πως ακόμη και δέκα χρόνια μετά «ήταν πολύ δύσκολο να υπολογίσει κανείς την επίπτωση της φορολογικής μεταρρύθμισης στην οικονομία. Σύμφωνα με τους καλύτερους υπολογισμούς, δεν είχε ιδιαίτερη επίπτωση». Ο καθηγητής Σλέμροντ συμφωνεί: «Η φορολογική πολιτική ίσως να μην είναι τόσο σημαντική για τις επιχειρηματικές επενδύσεις όσο θεωρείτο». Πολλές εταιρείες άρχισαν να δίνουν μπόνους σε υπαλλήλους τους μετά το φορολογικό Τραμπ, ωστόσο «αυτό δεν μας λέει κάτι», λέει ο καθηγητής Σλέμροντ. Ο λόγος είναι ότι το ύψος των μισθών καθορίζεται με βάση την κατάσταση στην οποία βρίσκεται η αγορά εργασίας. Το συμπέρασμα είναι ότι είναι υπερβολικά νωρίς για να αξιολογήσουμε τη μακροπρόθεσμη επίπτωση της πολιτικής Τραμπ.
JAMES B. STEWART / THE NEW YORK TIMES
Πηγή