συγγενείς και φίλους την εκφορά της σορού της μητέρας του προς το νεκροταφείο.
Ο Ευφίλητος, ένας Αθηναίος γεωργός, είχε παντρευτεί περίπου πριν από ένα χρόνο. Η γυναίκα μετακόμισε στο σπίτι του. Την αγαπούσε και προσπαθούσε να μην την επιβαρύνει με πολλές σκοτούρες.
Όταν απέκτησε και παιδί, τότε εμπιστεύτηκε τα πάντα στη γυναίκα του. Πράγματι, η γυναίκα του ήταν μια καλή νοικοκυρά, τέλεια σε όλα της. Ο θάνατος της μητέρας του έγινε η αφορμή για το κακό που έμελλε να τον βρει.
Κατά την κηδεία της, έτυχε να δει την πενθοφορούσα νύφη ένας άλλος Αθηναίος, ο Ερατοσθένης, και την έβαλε στο μάτι. Δεν είναι γνωστά πολλά άλλα στοιχεία του, εκτός ότι καταγόταν από την Οίη και ότι είχε πολλές ερωτικές κατακτήσεις. Και πρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν νέος, με εντυπωσιακό παρουσιαστικό και οπωσδήποτε τολμηρός, ώστε να επιδιώξει και να προκαλέσει το ενδιαφέρον της νέας γυναίκας και σε λίγο καιρό να την καταφέρει να ενδώσει. Από την άλλη μεριά και η γυναίκα ήταν νέα και πρέπει φυσικά να διέθετε ελκυστικό παρουσιαστικό που εντυπωσίασε τον νέο άντρα.
Είναι πιθανό, ότι στη διάρκεια της πένθιμης διαδικασίας τα δύο πρόσωπα αντάλλαξαν κάποια τυχαία βλέμματα που έκαναν τον Ερατοσθένη να κυριευθεί από την ερωτική επιθυμία και να προσπαθήσει να προσεγγίσει τη γυναίκα.
Για να επιτύχει τον σκοπό του, παρακολούθησε την υπηρέτρια που πήγαινε στην αγορά και, παραμυθιάζοντάς τη, την πήρε με το μέρος του. Έτσι, κατάφερε να έρθει σε επαφή με τη νέα γυναίκα και να την επισκέπτεται στο σπίτι της. Η κατοικία του ζευγαριού ήταν ένα μικρό δίπατο οίκημα. Η γυναίκα κατέβαινε στο κάτω πάτωμα για να κοιμηθεί κοντά στο παιδί και να το θηλάζει, οπότε είχε κάθε άνεση για να συναντά τον εραστή της χωρίς να βάζει σε υποψίες τον σύζυγό της, που κοιμόταν αμέριμνος στο πάνω πάτωμα.
Ένα απόγευμα, ο σύζυγος γύρισε από το χωράφι του νωρίτερα από τη συνηθισμένη ώρα και μετά το δείπνο άκουσε το παιδί που άρχισε να κλαίει και να χτυπιέται. Η έκτακτη συμπεριφορά του παιδιού οφειλόταν στις ενέργειες της θεραπαινίδας που επίτηδες το ενοχλούσε, επειδή ο εραστής ήταν ήδη μέσα στο σπίτι και έπρεπε να μην γίνει αντιληπτός από τον σύζυγο. Ο σύζυγος προέτρεψε την γυναίκα να κατέβει και να θηλάσει το παιδί για να σταματήσει το κλάμα.
Ωστόσο εκείνη ξέροντας ότι ο εραστής της βρισκόταν κάτω, δεν ήθελε να κατέβει επειδή τάχα χαιρόταν που ο άντρας της είχε έρθει νωρίτερα στο σπίτι. Και όταν εκείνος, ακούγοντας συνέχεια το κλάμα και τα τσιριχτά του παιδιού, εκνευρισμένος της είπε να κατέβει, η γυναίκα του το γύρισε στο πονηρό, λέγοντας του ότι ήθελε να τη στείλει κάτω, επειδή εκείνος ήθελε να μείνει μόνος με την υπηρέτρια. Ο καημένος ο σύζυγος, χωρίς να πονηρευτεί, άρχισε να γελάει, ενώ η γυναίκα του σηκώθηκε και έφυγε κλειδώνοντας την πόρτα, τάχα για να εμποδίσει την συνεύρεση του άντρα της με την υπηρέτρια.
Κατά τη διάρκεια της νύχτας, ο σύζυγος άκουσε κάποιο θόρυβο από τις πόρτες του σπιτιού που ανοιγόκλειναν. Την άλλη μέρα η γυναίκα ανέβηκε και του ξεκλείδωσε την πόρτα. Εκείνος, θυμήθηκε τον νυχτερινό θόρυβο και τα τριξίματα και τη ρώτησε τι είχε συμβεί. Η γυναίκα είχε έτοιμη την απάντηση που, όσο κι αν φαίνεται περίεργη, ήταν αληθοφανής. Είχε σβηστεί το λυχνάρι που βρισκόταν κοντά στο μέρος όπου κοιμόταν το παιδί και χρειάστηκε να πάει σε γείτονες για να το ανάψει.
Το μόνο που του φάνηκε περίεργο ήταν ότι η γυναίκα του είχε περιποιηθεί και βάψει το πρόσωπό της αλλά δεν είπε τίποτα. Πέρασε κάποιος καιρός, όταν πλησίασε τον σύζυγο μια ηλικιωμένη γυναίκα, σταλμένη από μια άλλη ερωμένη του εραστή της γυναίκας του. Η ηλικιωμένη γυναίκα του είπε για την απιστία της γυναίκας του και ότι εάν έπιανε τη δούλη τους, που τους υπηρετούσε θα τα μάθαινε όλα. Ο αγαθός γεωργός γύρισε στο σπίτι του και αφού ανάγκασε τη δούλη να του πει όλη την αλήθεια, της ζήτησε να μη πει σε κανένα τίποτα.
Ένα βράδυ, ενώ ο Ευφίλητος κοιμόταν, η υπηρέτρια τον ξύπνησε ενημερώνοντας τον, ότι ο Ερατοσθένης βρισκόταν στο δωμάτιο της ερωμένης του. Ο Ευφίλητος βγήκε αθόρυβα από το σπίτι και πήγε σε σπίτια φίλων για να πιάσει τους μοιχούς επ’ αυτοφόρω παρουσία μαρτύρων. Οι πρώτοι που όρμησαν στο δωμάτιο είδαν τον Ερατοσθένη ξαπλωμένο πλάι στην ερωμένη του. Ο ατιμασμένος σύζυγος όρμησε πάνω του, τον χτύπησε βίαια και του έδεσε τα χέρια.
Αδιαφορώντας για τα παρακάλια του εραστή, διατύπωσε την ετυμηγορία του: «Δεν θα σε σκοτώσω εγώ, αλλά ο νόμος της πόλη που, εσύ, παραβιάζοντας τον, υπολογίζεις λιγότερο από τις ηδονές σου και προτίμησες να προβείς σε αυτό το αμάρτημα προς τη γυναίκα και τα παιδιά μου, από το να υπακούς στους νόμους και να είσαι κόσμιος». Με αυτά τα λόγια ο Ευφίλητος εκτέλεσε μπροστά στους μάρτυρες την ποινή του, σκοτώνοντας τον Ερατοσθένη.
Στην επικαιρότητα του παρελθόντος, του Νίκου Γ. Μοσχονά, Αρχείο
Πηγή