ζητήματα). Και πιθανότατα θα δυσκολευόμασταν να πιστέψουμε πως οι «άλλοι» έχουν τα ίδια προβλήματα με εμάς, ή πως αυτοί οι «άλλοι» τα βιώνουν με τον ίδιο τρόπο.
Πάντοτε όμως, όσο και αν δεν το πιστεύουμε, υπάρχουν στις ζωές μας κοινοί παρανομαστές. Εν προκειμένω, κοινά πράγματα που μας κάνουν χαρούμενους και μας κάνουν δυστυχείς. Και η αλήθεια είναι πως συχνά οι λόγοι που επικαλούμαστε δεν είναι και οι πραγματικοί...
Μια νέα έρευνα λοιπόν εντόπισε αυτόν τον κοινό παρανομαστή που μας κάνει όλους δυστυχισμένους. Και είναι αυτό που κάνετε εσείς αυτή τη στιγμή.
Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στο PshychNET έρχεται να υποστηρίξει και να μας αποδείξει -μετά από έρευνα σε δείγμα 1.000.000 εφήβων στις ΗΠΑ- πως όσοι δηλώνουν δυστυχισμένοι περνούν πολλές ώρες μπροστά σε μια οθόνη.
Μεταξύ των εφήβων, όσοι δήλωσαν πως περνούν περισσότερες από πέντε ώρες την ημέρα μπροστά από οθόνες κινητών τηλεφώνων, τηλεοράσεων, υπολογιστών ή μπροστά σε οθόνες παίζοντας video games και είναι γενικότερα online, δήλωσαν επίσης πως είναι δυστυχισμένοι.
Σε αντίθεση, όσοι περνούν χρόνο με φίλους, γυμνάζονται, διαβάζουν βιβλία, μελετουν ήταν πιο ευτυχισμένοι.
Η έρευνα ξεκίνησε το1991 και εστιάζει σε νέους που φοιτούν στην όγδοη έως 12 τάξη του αμερικανικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Σε ένα άρθρο του Jean Twenge – ενός εκ των επικεφαλής συγγραφέων της μελέτης και καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του San Diego- το οποίο δημοσιεύεται στοQuartz αναφέρει: «Κάθε χρόνο, ερωτώνται πόσο ευτυχισμένοι είναι γενικά, και επιπροσθέτως πώς περνούν τον χρόνο τους. Διαπιστώσαμε πως οι έφηβοι που περνούν περισσότερες ώρες με φίλους δια ζώσης, γυμνάζονται, κάνουν αθλήματα, εκκλησιάζονται, διαβάζουν ή απλά κάνουν τα μαθήματά τους στο σπίτι, είναι πιο ευτυχισμένοι. Αντιθέτως, έφηβοι που περνούν περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο, παίζουν video games, παρακολουθούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ανταλλάσσουν μηνύματα, κάνουν video chat ή παρακολουθούν τηλεόραση, ήταν λιγότερο ευτυχισμένοι».
Με δεδομένο ότι αυτή η έρευνα διεξαγόταν επί σχεδόν 30 χρόνια, οι υπεύθυνοι διαπίστωσαν πως γύρω στο 2012 καταγράφηκε μια ξαφνική μείωση στα ποσοστά των εφήβων που δήλωναν ευτυχισμένοι. Ήταν η περίοδος που τα smartphones έγιναν πιο εύκολα διαθέσιμα.
Σύμφωνα με τον Twenge, η χρήση του διαδικτύου διπλασιάστηκε την περίοδο 2006-2016 και το 82% της 12ης τάξης των μαθητών που μετείχαν στην έρευνα, έκαναν χρήση ή παρακολουθούσαν τα social media σε καθημερινή βάση.
Μάλιστα αυτό το έλλειμμα ευτυχίας είχε σοβαρές συνέπειες για κάποιους, όπως η εμφάνιση κατάθλιψης, η χαμηλή αυτοεκτίμηση, η τάση κάποιων να βλάψουν τον εαυτό τους, φτάνοντας σε κάποιες περιπτώσεις έως και την αυτοκτονία.
Οι βλαπτικές συνέπειες της πολύωρης ενασχόλησης με δραστηριότητες που απαιτούν τη χρήση οθόνης δεν είναι όμως κάτι που έχει αρνητικές συνέπειες μόνο για τους εφήβους, καθώς μελέτες που έχουν δημοσιευθεί στοNCBI και το Sage έχουν δείξει πως μαζί με τους εφήβους υποφέρουν και οι ενήλικες.
«Μια παρόμοια τάση παρατηρούμε και στους ενήλικες. Οι συνάδελφοι μου συγγραφείς της μελέτης και εγώ διαπιστώσαμε ότι οι ενήλικες άνω των 30 ετών ήταν λιγότερο ικανοποιημένοι από ό,τι ήταν πριν από 15 χρόνια και ότι έκαναν σεξ λιγότερο συχνά. Μπορεί να υπάρξουν πολλοί λόγοι και εξηγήσεις για αυτή την τάση που υπάρχει αλλά και οι ενήλικες ξοδεύουν περισσότερο χρόνο μπροστά σε οθόνες από ό, τι παλιότερα. Αυτό μπορεί να μεταφράζεται σε περιορισμό της άμεσης άμεσες με άλλους ανθρώπους, ακόμη και με τους ερωτικούς τους συντρόφους. Και το αποτέλεσμα είναι: λιγότερο σεξ, λιγότερη ευτυχία».
Κάποιος λοιπόν θα μπορούσε να σκεφτεί πως εάν όλοι σταματούσαμε να περνάμε χρόνο μπροστά σε μια οθόνη ή να ξοδεύουμε το χρόνο μας στα social media θα αρχίζαμε να νιώθουμε πιο ευτυχισμένοι. Ωστόσο οι ερευνητές ανακάλυψαν πως οι έφηβοι που δεν ξοδεύουν καθόλου χρόνο σε online δραστηριότητες και δεν ασχολούνται με διαδικτυακά μέσα ήταν λιγότερο ευτυχισμένοι από αυτούς που αφιερώνουν απλά λιγότερο χρόνο σε τέτοιου είδους δραστηριότητες (λιγότερο από μια ώρα την ημέρα).
Κάπως έτσι μπορούμε να καταλήξουμε στο συμπέρασμα πως σαφώς στην εποχή μας, η λύση δεν είναι η πλήρης αποχή, αλλά η ορθή και περιορισμένη χρονικά χρήση.
Πηγή