Σε εύκολες ερωτήσεις και μόνο μία "SOS" καλούνται να απαντήσουν οι...
ελληνικές τράπεζες, εξασφαλίζοντας άνετα βαθμό προαγωγής. Κάπως έτσι, ως ένα βατό διαγώνισμα στο οποίο καμία τράπεζα δεν θα αποτύχει, προβάλλει το stress test της ΕΚΤ με βάση τις παραδοχές για το βασικό και το δυσμενές σενάριο που ανακοίνωσε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή (ΕΒΑ).
Οι παραδοχές αυτές δημιουργούν αισιοδοξία σε αγορές και τράπεζες, αφού το δυσμενές σενάριο στη βάση του οποίου θα "στρεσαριστούν" οι τελευταίες δεν έχει καμία σχέση με τις εξωπραγματικά σκληρές παραδοχές που εφαρμόστηκαν το 2014, ενώ είναι και ηπιότερο από αυτό για το οποίο ανησυχούσαν οι τράπεζες.
Δεδομένων δε των υψηλών δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και του γενικότερου ευοίωνου περιβάλλοντος εν μέσω του οποίου οι ελληνικές τράπεζες εισέρχονται στα stress tests (άνοδος των τιμών των κρατικών ομολόγων – μείωση του κόστους δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, επικείμενη νέα έξοδος στις αγορές, αλλά και αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας), το τοπίο δεν είναι απειλητικό.
Όπως εκτιμούν οι τράπεζες, στη χειρότερη εκδοχή προδιαγράφει μικρές και διαχειρίσιμες νέες κεφαλαιακές ανάγκες (3 - 3,5 δισ. ευρώ), που μπορούν να καλυφθούν από ενέργειες που θα προβλέπονται σε νέα capital plans. Και, το κυριότερο: σε κάθε περίπτωση παύει να αιωρείται ο φόβος της αναγκαστικής ανακεφαλαιοποίησης εντός του 2018 και δίνεται περιθώριο τράπεζες και αγορές να μιλούν πλέον για αναπτυξιακή κεφαλαιακή ενίσχυση από το 2019. Τα stress test ξεκινούν μέσα στο μήνα, τα πρώτα αποτελέσματα θα φανούν τον Μάρτιο και ο τελικός λογαριασμός θα έρθει τον Μάιο.
Οι τρεις "βολικές" παραδοχές
Σύμφωνα με τις παραδοχές που θα ακολουθηθούν στο stress test των ελληνικών τραπεζών, τα "εύκολα" θέματα του τεστ αφορούν τις προβλέψεις για την ανάπτυξη, την ανεργία και τον πληθωρισμό. Πρόκειται για τρεις παράγοντες που αθροιστικά διαμορφώνουν τις προϋποθέσεις για την καλύτερη αποπληρωμή των δανείων που βρίσκονται σε καθυστέρηση και για τη μείωση των οποίων παλεύουν οι τράπεζες.
Για το ΑΕΠ, το βασικό σενάριο του stress test προβλέπει ρυθμό ανάπτυξης 2,4%, 2,5% και 2,4% το 2018, το 2019 και το 2020, αντίστοιχα. Το δυσμενές σενάριο προβλέπει συρρίκνωση 1,3% φέτος και 2,1% το 2019, προτού η οικονομία αναπτυχθεί κατά 0,2% το 2020.
Η ανεργία στο βασικό σενάριο προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει στο 19,9% φέτος και θα συνεχίσει να υποχωρεί στο 18,3% το 2019 και στο 16,6% το 2020. Στο δυσμενές σενάριο αναμένεται να διαμορφωθεί στο 20,6% το 2018, για να υποχωρήσει στο 20% το 2019 και στο 19,1% το 2020.
Όσο για τον πληθωρισμό, το βασικό σενάριο του stress test τον βλέπει σε 0,9% το 2018, 1% το 2019 και 1,1% το 2020. Στο δυσμενές σενάριο προβλέπεται μηδενικός πληθωρισμός το 2018 και -1,1% και -1,8% το 2018 και το 2019.
Μετοχές και ομόλογα
Οι παραδοχές της ΕΒΑ προβλέπουν και σενάρια για την πορεία μετοχών και ομολόγων. Για την πορεία των τιμών των μετοχών, ως βασικό εκλαμβάνεται το σενάριο να παραμείνουν ως έχουν. Στη βάση αυτού, το δυσμενές σενάριο προβλέπει υποχώρηση 30,9% το 2018, 28,2% το 2019 και 22,2% το 2020. Όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού και ξεκινώντας με αφετηρία επιτόκιο 6,1% για το 2017, το βασικό σενάριο του stress test προβλέπει επιτόκιο 5,5% το 2018, 5,7% το 2019 και 6% το 2020 και το δυσμενές 6,8%, 7,1% και 7,2%, αντίστοιχα.
Τα θέματα "SOS"
Το θέμα "SOS" του τεστ των τραπεζών έρχεται από τις προβλέψεις που γίνονται για τις τιμές των ακινήτων. Σύμφωνα με τις παραδοχές της ΕΒΑ, οι τιμές των αστικών ακινήτων αναμένεται να υποχωρήσουν κατά 0,5% το 2018 και να αυξηθούν κατά 0,5% το 2019 και 1% το 2020 στο βασικό σενάριο. Στο δυσμενές προβλέπεται υποχώρηση των τιμών 7,3% για το 2018, 6,7% για το 2019 και 3,6% για το 2020.
Για τις τιμές των εμπορικών ακινήτων το βασικό σενάριο της ΕΒΑ προβλέπει ετήσια αύξηση 0,3% κάθε έτος, ενώ το δυσμενές προβλέπει υποχώρηση τιμών 9,2% το 2018, 6,1% το 2019 και 2,2% το 2020.
Σημειώνεται ότι όλα τα παραπάνω σενάρια θα λειτουργήσουν παράλληλα με τις παραμέτρους των τραπεζών (π.χ., εκτιμήσεις τους για την πορεία μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, την εισπραξιμότητα καθυστερούμενων δανείων, τις εκτιμώμενες τιμές ανάκτησης ενεχύρων κ.ο.κ.), "κουμπώνοντας" σε αυτές. Αρχής γενομένης από τη μεθεπόμενη εβδομάδα, οι τράπεζες θα αποστέλλουν σταδιακά στοιχεία στην ΕΚΤ (SSM) μέχρι τα τέλη Μαρτίου, καθώς θα πρέπει θα συγκεντρώσουν και στοιχεία για τις θυγατρικές τους στο εξωτερικό, οι οποίες "συνεξετάζονται".
Το λογιστικό πρότυπο
Το κρίσιμο στοιχείο που θα υποβληθεί εντός του Μαρτίου, ωστόσο, είναι ο "λογαριασμός" από την εφαρμογή του νέου λογιστικού προτύπου IFRS 9. Πρόκειται για τις επιπλέον προβλέψεις που θα χρειαστεί να σχηματίσουν οι τράπεζες συμμορφούμενες με το λογιστικό πρότυπο που ισχύει από 1/1/2018 και που τους υπαγορεύει να έχουν προβλέψεις έναντι πιθανολογούμενων μελλοντικών ζημιών από πιστωτικό κίνδυνο (και όχι βάσει των πραγματοποιηθεισών ζημιών, όπως ίσχυε μέχρι πρότινος).
Όπως έχει αποκαλύψει το "Κ", ο λογαριασμός αυτός διαμορφώνεται περί τα 6 - 6,5 δισ. ευρώ και έχει προκύψει από τον ενδελεχή έλεγχο του SSM σε μια κρίσιμη μάζα μη εξυπηρετούμενων δανείων, ύψους 20 δισ. ευρώ, που βρίσκονται στη "συνοριακή γραμμή" μεταξύ επιχειρούμενης και πλήρους ίασης. Οι τράπεζες θα επιχειρήσουν να εξαντλήσουν τα περιθώρια για αύξηση των προβλέψεων με βάση το IFRS 9, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα απόσβεσης της ζημίας σε βάθος πενταετίας (η απόσβεση θα ξεκινήσει σε ποσοστό 5% την πρώτη χρονιά και θα φτάσει το 75% το 2023, που θα είναι και η χρονιά full effect).
Τις επιπρόσθετες ανάγκες σε προβλέψεις, αλλά και σε νέα κεφάλαια, οι τράπεζες μπορούν να τις αντιμετωπίσουν με αυτοπεποίθηση, χάρη στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Τον Σεπτέμβριο 2017 ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 - CET1), σε ενοποιημένη βάση, ανήλθε σε 17,1% και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας σε 17,2%. Περαιτέρω ενίσχυσή τους αναμένεται συνεπεία της ανόδου των τιμών των κρατικών ομολόγων.
Οι τιμές των ακινήτων
Σημείο πίεσης για τις ελληνικές τράπεζες κατά τη διαδικασία των stress tests θα αποτελέσουν οι παραδοχές που θα ισχύσουν για την πορεία των τιμών των ακινήτων.
Το μείζον πίσω από την τιμή είναι ο χρόνος στον οποίο θα ρευστοποιηθούν τα collaterals (ακίνητα) των τραπεζών και, σύμφωνα με τις πληροφορίες του "Κ", επ' αυτού έχει προηγηθεί παρασκήνιο διαβουλεύσεων μεταξύ των τραπεζών και του SSM.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες, την ερχόμενη εβδομάδα αναμένεται να ανακοινωθεί επισήμως στις τράπεζες ότι ως χρονικό διάστημα ρευστοποίησης των ενεχύρων τους θα υπολογιστεί η τριετία. Πρόκειται για μικρότερη περίοδο από την πενταετία που ζητούσαν, σύμφωνα με τις πληροφορίες, οι τράπεζες, επιδιώκοντας μέσα στο διάστημα αυτό να "αφομοιώσουν" πιο άνετα τη μείωση των τιμών των ακινήτων που προβλέπεται στο δυσμενές σενάριο του stress test. Ωστόσο, ο SSM εκτιμά ότι η τριετία είναι αρκετή, με το δεδομένο ότι οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί αποτελούν πλέον νόμο του κράτους, με καθολική εφαρμογή για τα χρέη προς τις τράπεζες, από τις 21 Φεβρουαρίου. Παράλληλα, η επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών, που θα προωθηθεί, καθώς αποτελεί προαπαιτούμενο της τέταρτης αξιολόγησης, θα "ξεκαθαρίζει" πολύ νωρίτερα την εικόνα για την αποτίμηση των ενεχύρων των τραπεζών.
Βάσει της περιόδου της τριετίας που αναμένεται να δοθεί στις τράπεζες για να ρευστοποιήσουν τις εμπράγματες εξασφαλίσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα πρέπει να καλυφθεί και η μείωση στις τιμές των ακινήτων που προβλέπει το δυσμενές σενάριο του stress test.
Πρόκειται για μια εικαζόμενη περαιτέρω μείωση των τιμών κατά 17,4%, την οποία οι τράπεζες πρέπει να καλύψουν μέσα στα έτη 2018, 2019 και 2020, ώστε να μην αποδειχθεί πως χρειάζεται να "χαραμίσουν" κεφάλαια για πρόσθετες προβλέψεις.
Το εάν θα τα καταφέρουν αποτελεί ατομικό στοίχημα καθεμιάς τράπεζας. Και θα εξαρτηθεί από την τιμή στην οποία η κάθε τράπεζα έχει γράψει στα βιβλία της τα ακίνητα (τιμής εκκίνησης), αλλά και από τις τακτικές απομειώσεις της αξίας τους (impairments) στις οποίες έχει προβεί στον ισολογισμό της.
Προκειμένου να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, δηλαδή να μη χρειαστεί να "σηκώσουν" πρόσθετες προβλέψεις, "τρώγοντας" το κεφαλαιακό τους "μαξιλάρι", οι τράπεζες ποντάρουν πολύ στην ανάπτυξη της οικονομίας. Εφόσον διατηρηθεί το καλό κλίμα και ενισχυθούν οι προοπτικές για ταχύτερη και μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ, οι τράπεζες εκτιμούν ότι κατ' αρχάς θα αναζωογονηθεί η ζήτηση στην αγορά ακινήτων. Επιπλέον, εκτιμούν ότι θα υπάρξει ζήτηση και για στεγαστικά δάνεια, μια συνθήκη που θα τονώσει περαιτέρω τις τιμές των ακινήτων. Έτσι, οι τράπεζες θα μπορέσουν να διαθέσουν ή να διατηρήσουν τα ακίνητα στους ισολογισμούς τους, αλλά "αποσβένοντας" τη διαφορά μεταξύ της αποτίμησης των ακινήτων αυτών και της σωρευτικά μειωμένης τιμής (- 17,4%) που προβλέπει το δυσμενές σενάριο του stress test για την τριετία 2018-2020.
Όπως αναφέρουν τραπεζίτες στο "Κ", αν διαπιστωθεί ότι ανά έτος (2018, 2019, 2020) δεν μπορεί να καλυφθεί το ποσοστό μείωσης των τιμών των ακινήτων που προβλέπει το δυσμενές σενάριο του stress test, τότε το "κόστος" θα πληρωθεί με τη λήψη πρόσθετων προβλέψεων, που θα παρθούν με το stress test. Υπενθυμίζεται ότι το stress test για τις ελληνικές τράπεζες θα ολοκληρωθεί νωρίς μέσα στον Μάιο, δίνοντας το πόρισμα της εποπτικής Αρχής για το ύψος των πιθανών νέων κεφαλαιακών αναγκών.
Σημειώνεται ότι η πρόβλεψη της EBA για μείωση των τιμών των οικιστικών και εμπορικών ακινήτων κατά 17,4% στην τριετία 2018-2020 είναι δυσμενέστερη από το 15% που, σύμφωνα με τις πληροφορίες του "Κ", ανέμεναν οι τράπεζες. Ωστόσο, κινείται αρκετά χαμηλότερα από το σενάριο για την υποχώρηση των τιμών στον μέσο όρο των τραπεζών της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για μεν τα αστικά ακίνητα η παραδοχή της ΕΒΑ είναι μέσος όρος μείωσης τιμών 25,2% στην Ευρωζώνη και 27,7% στην Ε.Ε., για δε τα εμπορικά ακίνητα υποχώρηση 24,5% και 27,1% αντίστοιχα.
Στο εύρος αυτό, η πρόβλεψη για την πτώση των τιμών των ακινήτων στην Ελλάδα κινείται σε κοντινά επίπεδα με την Κροατία (-17,2% οικιστικά, -18,5% εμπορικά), την Ιταλία (-17,3% οικιστικά, -18,9% εμπορικά), την Κύπρο (-18,6% οικιστικά, -22,7% εμπορικά), την Ιρλανδία (-19,85 οικιστικά, -21,8% εμπορικά) και την Πορτογαλία (-21,2% οικιστικά, -23,6% εμπορικά). Σημειώνεται ότι η μικρότερη υποχώρηση τιμών των ακινήτων εκτιμάται για την Πολωνία (-16,2% αστικά και -17,6% εμπορικά), ενώ η ψαλίδα ξεπερνά το 30%, ακόμα και το 50%, για ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες.
Πάντως, η εκτίμηση για μείωση τιμών στα ελληνικά ακίνητα κατά 17,4% θα πρέπει να συνεκτιμήσει το γεγονός ότι τα ελληνικά ακίνητα έχουν υποστεί μια πρωτοφανή μείωση τιμών, της τάξεως του 40%, στα χρόνια της κρίσης. Επιπλέον, με βάση το καλό σενάριο της ΕΒΑ, η άνοδος τιμών που προβλέπεται για τα ελληνικά οικιστικά ακίνητα δεν ξεπερνά το 1% το 2020 και το 0,3%, αντίστοιχα, για τα εμπορικά ακίνητα. Ο αντίστοιχος μέσος όρος για την άνοδο των τιμών σε Ευρωζώνη και Ε.Ε. κινείται χονδρικά στο 4% (οικιστικά) και 3% (εμπορικά), με προβλέψεις για επιμέρους χώρες ακόμα και κοντά στο 10%.
Πηγή