χορηγήσεων ασκούν οι ελληνικές επιχειρήσεις, επικαλούμενες σειρά επιχειρημάτων, μεταξύ των οποίων και τη βελτίωση του γενικότερου οικονομικού κλίματος στη χώρα.
Ήδη μάλιστα, αρκετές εταιρείες -κυρίως οι ισχυρότερες και οι πλέον αδύναμες- κατάφεραν από πέρυσι να αποκλιμακώσουν ως ένα βαθμό το κόστος χρηματοδότησής τους, μέσα από διάφορους τρόπους.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Motor Oil που επαναδιαπραγματεύθηκε τις δανειακές της υποχρεώσεις καταφέρνοντας να ψαλιδίσει σε σημαντικό βαθμό το κόστος του χρήματος τόσο από τις ελληνικές, όσο και από τις ξένες τράπεζες με τις οποίες συνεργάζεται.
Δύο ήταν τα βασικότερα επιχείρημα του εισηγμένου ομίλου: Πρώτον, ότι κατά τα τελευταία χρόνια η Motor Οil σημείωσε πολύ υψηλότερη κερδοφορία, μειώνοντας τον καθαρό τραπεζικό της δανεισμό κατά αρκετές εκατοντάδες εκατομμύρια. Και δεύτερον, ότι στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, ο κίνδυνος της χώρας είναι περιοριστεί σημαντικά. Επικαλέστηκε μάλιστα και το γεγονός ότι η τρέχουσα απόδοση (yield) του ομολόγου της στο εξωτερικό έχει υποχωρήσει κατακόρυφα.
Προς την ίδια κατεύθυνση αναμένεται πως θα κινηθεί μέσα στο 2018 και ο όμιλος Viohalco. Αν και περιορισμένο ποσοστό των δανείων του λήγει μέσα στη φετινή χρονιά, τα στελέχη της εισηγμένης θα επιδιώξουν να επιτύχουν μειώσεις στο κόστος χρηματοδότησης, με το σκεπτικό ότι η Viohalco δεν είναι πλέον η ζημιογόνος εταιρεία του παρελθόντος, αλλά αντίθετα το 2016 μηδένισε τις ζημιές της, πέρυσι σημείωσε καθαρή κερδοφορία 74 εκατ. ευρώ και όλα δείχνουν πως φέτος το συγκεκριμένο νούμερο θα είναι σαφώς βελτιωμένο. «Οι επενδύσεις του παρελθόντος τώρα αρχίζουν να αποδίδουν», υποστηρίζουν χαρακτηριστικά στελέχη της Viohalco.
Διευθύνων σύμβουλος μικρομεσαίας εισηγμένης εταιρείας δήλωσε την προηγούμενη εβδομάδα στο Euro2day.gr: «Πέρυσι μέσα από διάφορες κινήσεις μας επιστρέψαμε σημαντικά ποσά στις πιστώτριες τράπεζες. Τώρα, μετά από αυτά, δέχτηκαν να μετατρέψουμε βραχυπρόθεσμες υποχρεώσεις μας σε ομολογιακό δάνειο, έτσι ώστε και να αποφύγουμε τον ειδικό φόρο επί των χορηγήσεων, αλλά και να δούμε το επιτόκιο να υποχωρεί».
Άλλος βασικός μέτοχος εισηγμένης εταιρείας δήλωσε πως κατάφερε να μειώσει ως ένα βαθμό το ύψος των επιτοκίων, βάζοντας όμως προσημείωση σε προσωπικά του περιουσιακά στοιχεία.
Βέβαια, πιέσεις προς τις τράπεζες δεν ασκούν μόνο οι επιχειρήσεις που έχουν βελτιώσει σε σημαντικό βαθμό τις οικονομικές τους επιδόσεις και επιπλέον διαθέτουν εναλλακτικές δυνατότητες δανεισμού (βλέπε ξένες τράπεζες, ή εταιρικά ομόλογα) αλλά και εταιρείες μικρότερου μεγέθους, προβάλλοντας -μεταξύ άλλων- τα παρακάτω επιχειρήματα:
Πρώτον, τα επιτόκια με τα οποία επιβαρύνονται οι ευρωπαίοι ανταγωνιστές τους είναι ελκυστικότερα και πως αυτό αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη της οικονομίας.
Δεύτερον, ότι ο κίνδυνος της χώρας έχει μειωθεί σημαντικά κατά τα τελευταία χρόνια, (κάτι που φαίνεται και στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων) και αυτή η εξέλιξη οφείλει να αντανακλαστεί ως ένα βαθμό και στο ύψος των επιτοκίων χορηγήσεων και
τρίτον, δεν μπορεί να προσφέρονται κουρέματα υποχρεώσεων και τόσο χαμηλά επιτόκια σε επιχειρήσεις που αναδιαρθρώνουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους και παράλληλα να μην προσαρμόζεται προς τα κάτω το κόστος του χρήματος προς τις εταιρείες που χρόνια τώρα ανταποκρίνονται πλήρως στις υποχρεώσεις τους.
Το μόνο βέβαιο είναι πως οι τράπεζες συμφωνούν σε σημαντικό ψαλίδισμα των επιτοκίων και σε μεγάλες επιμηκύνσεις λήξεων σε περιπτώσεις υπερχρεωμένων εταιρειών, όπου εμφανίζονται νέοι επενδυτές, διατεθειμένοι να σώσουν τις επιχειρήσεις και να αποπληρώσουν ένα σημαντικό κομμάτι των δανείων.
Πηγή