Η συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνισμού διαμόρφωσε την θεολογική δογματική και είχε ως αποτέλεσμα τον εκχριστιανισμό του...
Ελληνισμού[233]. Μέσα από την ελληνική φιλοσοφία και την αποτύπωση γνήσιων χριστιανικών αξιών διαμορφώθηκαν οι έννοιες της ευθύνης και της καινοτομίας, της εξωτερίκευσης και της εσωτερίκευσης, του ξεκινήματος και της κοινότητας. Ουσιαστικά διαμορφώθηκαν τα κοινωνικά κανονιστικά μεγέθη μέσα από την εκπαίδευση της φιλοσοφίας στη θρησκεία[234].
Όπως αναφέρθηκε στο Κεφάλαιο Β.2 το νεοπαγές Ελληνικό κράτος ζήτησε την αρωγή της Εκκλησίας για να συγκροτήσει την αδιάσπαστη ελληνική ιστορία και να δώσει εθνική ταυτότητα στο κράτος. Η ζεύξη αυτή πέτυχε, με την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδας απομακρύνοντας έτσι τον, δυτικοευρωπαϊκού τύπου, διαχωρισμό κράτους και Εκκλησίας. Η συμμαχία κράτους και Ελληνικής Εκκλησίας πρόσφερε μια πολιτειακή άμυνα σε κάθε κοσμικό νεωτερισμό ενώ βοήθησε στην επιθυμητή διαμόρφωση της επίσημης ελληνικής ιστορίας και παραγωγής εθνικών συμβόλων[235].
Έως και σήμερα οι σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους αποτελούν ένα μόνιμο θέμα διαλόγου, προβληματισμού και αρκετές φορές λεκτικών αντιπαραθέσεων. Οι σχέσεις του νέου ελληνικού κράτους και της Εκκλησίας είναι σχέσεις κοσμικής και εκκλησιαστικής εξουσίας. Από τη σύνταξη του πρώτου Συντάγματος του νεοπαγούς ελληνικού κράτους το 1844 έως και το σημερινό Σύνταγμα οι αλληλένδετες σχέσεις είναι πρόδηλες και συνταγματικά ρυθμισμένες. Αυτές οι σχέσεις άλλοτε είναι αγαστές, άλλοτε σε μία διαλεκτική αντιπαράθεση και σπάνια έλαβαν τη μορφή της διαλεκτικής σύγκρουσης.
Το Σύνταγμα της Ελλάδος (2008) δηλώνει σαφώς στο άρθρο 3 (Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας) την επικρατούσα θρησκεία της πλειοψηφίας των πολιτών, δεν δηλώνει συγκεκριμένη κρατική θρησκεία. Επιπροσθέτως η ελληνική πολιτεία μέσω του άρθρου 3, αναγνωρίζει συνταγματικά το Οικουμενικό Πατριαρχείο, την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδας, την Εκκλησία της Κρήτης, τις νέες Χώρες και τις Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου. Στο άρθρο 105 (Καθεστώς του Αγίου Όρους) επικυρώνει συνταγματικά την άρρηκτη σχέση Οικουμενικού Πατριαρχείου και Ελληνικού κράτους. Στο άρθρο 18 παράγραφος 8 προστατεύεται συνταγματικά η περιουσία των Πατριαρχικών και Σταυροπηγιακών Μονών στην Ελλάδα[236]. Στο άρθρο 13 κατοχυρώνεται συνταγματικά η θρησκευτική ελευθερία και απαγορεύεται ο προσηλυτισμός. Με το άρθρο 14 παράγραφος 3.α, το Ελληνικό Σύνταγμα παρέχει προστασία στις θρησκείες από τυχόν προσβολές του Τύπου[237]. Από την άλλη πλευρά ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977, άρθρο 2) δηλώνει απερίφραστα ότι η Εκκλησία της Ελλάδας συνεργάζεται με την Πολιτεία σε διάφορα θέματα και δύναται να ζητά την προστασία της όταν προσβάλλεται η θρησκεία[238]. Ο Ποινικός Κώδικας με τα άρθρα του 198 και 199 προστατεύει την καθύβριση της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και κάθε άλλης θρησκείας η οποία είναι ανεκτή στη ελληνική επικράτεια και προβλέπει φυλάκιση έως και δύο ετών με χρηματικό πρόστιμο για δημόσια καθύβριση του Θεού ή ασέβειας στα θεία[239]. Ο Νόμος 4301/2014 αποσαφηνίζει την έννοια του θρησκευτικού νομικού προσώπου, πράγμα το οποίο είναι θετικό για την Εκκλησία της Ελλάδας, αλλά και για όλες τις υπόλοιπες εκπροσωπούμενες θρησκείες στην Ελληνική επικράτεια[240]. Η ελληνική νομοθεσία είναι θετικά προσκείμενη στην Ορθοδοξία καθώς και σε κάθε άλλη θρησκεία που είναι στην επικράτειά της.
Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων περιγράφει στην ιστοσελίδα του τις αρμοδιότητες του τμήματος Εκκλησιαστικής Διοίκησης. Σταχυολογώντας τις αρμοδιότητες αυτές διακρίνονται θέματα όπως ίδρυσης, συγχώνευσης και κατάργησης ενοριών, ιερών ναών, ιερών μονών και ησυχαστηρίων, αναγνώριση, κατάσταση και αποχώρηση των Αρχιερέων των Εκκλησιών και Ιερών Μητροπόλεων κ.α.[241] Τα Μ.Μ.Ε. δημιουργούν συζητήσεις για την εκκλησιαστική περιουσία, για την μηδαμινή φορολόγησή της, για την μισθοδοσία του κλήρου από τα δημόσια ταμεία του «φτωχού κράτους» πυροδοτώντας δημόσιες συζητήσεις και αντεγκλήσεις, ενώ ταυτόχρονα αυξάνουν την θεαματικότητα και την ακροαματικότητα των Μ.Μ.Ε. Οι απαντήσεις σε όλα αυτά τα ετησίως ανακυκλούμενα φλέγοντα ζητήματα βρίσκονται αναρτημένες στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας Έρευνας και Θρησκευμάτων. Αυτές οι απαντήσεις είναι τελικά ένας καταπέλτης απέναντι στην άγνοια και την ημιμάθεια των ΜΜΕ αλλά και όλων των διαμαρτυρομένων πολιτών[242]. Μερίδα Ελλήνων πολιτών απαιτούν έντονα το διαχωρισμό Κράτους και Θρησκείας όμως αυτά τα αιτήματα ανάγονται στην κακή πληροφόρηση και σε στερεότυπα. Για παράδειγμα ο πολιτικός γάμος, η ονοματοδοσία των παιδιών, η κατάργηση του θρησκευτικού όρκου κ.α. είναι θέματα θρησκευτικής ελευθερίας και όχι διαχωρισμού των θεσμών[243]. Φαίνεται ότι στην ελληνική διαδικτυωμένη κοινωνία δεν αναζητάται η πληροφορία και η γνώση αλλά αναζητάται η δημιουργία εντυπώσεων.
Υφίστανται διαμαρτυρίες μη χριστιανών πολιτών οι οποίες πρεσβεύουν ότι ο Χριστιανισμός στην Ελλάδα απαιτεί και επιβάλλει λογοκρισία και στηρίζουν τους προβληματισμούς τους στο άρθρο 14, παράγραφος 3α, του Συντάγματος της Ελλάδας. Βέβαια οι πολίτες αυτοί χρησιμοποιούν το δικαίωμα του ίδιου άρθρου αλλά της παραγράφου 1, για να εκφέρουν δημόσια την άποψή τους.
Συνοψίζοντας τη σχέση κράτους και Εκκλησίας αντιλαμβανόμεθα ότι υπάρχουν σαφείς άρρηκτες σχέσεις. Κατά τον κ. Α. Μανιτάκη δεν είναι δυνατόν να αντιληφθεί κανείς τις σχέσεις αυτές εξετάζοντας την άμεση σχέση κράτους Εκκλησίας. Για να κατανοήσει κανείς την ιδιάζουσα αυτή σχέση θα πρέπει να εξετάσει τη σχέση θρησκείας και έθνους και πολτικής εξουσίας και Εκκλησίας[244]. Το κράτος αντιμετωπίζει την Εκκλησία ως κοινωνικό και πολιτιστικό θεσμό, ο οποίος ενεργεί εντός των εθνικών του ορίων, δηλαδή υπάγεται στη δημόσια έννομη τάξη (είτε ως διοίκηση είτε ως πολίτες-πιστοί). Η Εκκλησία συγκροτείται ως κοινωνία προσώπων (όχι ως κράτος όπως η Καθολική και ούτε ως σωματείο όπως αρκετά προτεσταντικά δόγματα). Για το λόγο αυτό το Κράτος αντιμετωπίζει τη σχέση του με την Εκκλησία ως σχέση με την κοινωνία, τον κόσμο και την ιστορία και περιγράφει τη σχέση αυτή στο εκάστοτε Σύνταγμά του[245]. Το ερώτημα είναι με ποιο τρόπο αντιμετωπίζει η Εκκλησία το Κράτος. Αυτή η απάντηση ποικίλει στον 21ο αιώνα. Εμφαίνεται ότι εξαρτάται εν μέρει από την οπτική του εκάστοτε Αρχιεπισκόπου της Εκκλησίας της Ελλάδας.
*Στέλεχος Επιχειρήσεων, BA (Διοίκηση Επιχειρήσεων), BA (Ιστορία Ευρωπαϊκού Πολιτισμού), MA (Ορθόδοξη Θεολογία)
Πηγή