Πριν από τη δεκαετία του 1950 και τον οικοδομικό οργασμό που την άλλαξε εκ βάθρων, η αθέατη πλευρά της Αθήνας...
ήταν ένα λαμπρό πεδίο δράσης για επίδοξους εξερευνητές. Στοές, κρύπτες, έξοδοι διαφυγής, κατακόμβες και κρησφύγετα συνέθεταν ένα πολύ μεγάλο δίκτυο στο υπέδαφος της πρωτεύουσας. Με τα χρόνια όμως πολλές από τις υπόγειες διακλαδώσεις «θάφτηκαν» κάτω από τσιμεντένιες κατασκευές.
Ένα μέρος τους όμως έχει διατηρηθεί. Ακόμα και σήμερα οι διαδρομές του Μετρό δεν είναι το μοναδικό δίκτυο στοών που βρίσκεται στο αθηναϊκό υπόστρωμα. Πέραν αυτών όμως, υπάρχουν και κάποια άλλα άγνωστα στο ευρύ κοινό μέρη που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία «ανεξερεύνητη Αθήνα».
Ένα από αυτά είναι το καταφύγιο του Λυκαβηττού. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Αθήνας έχουν ανέβει έστω και μια φορά στη ζωή τους στο δεύτερο ψηλότερο σημείο του λεκανοπεδίου (μετά τα Τουρκοβούνια), το οποίο «αντικρίζει» τη θάλασσα από τα 277 μέτρα.
Μόνο η συντριπτική μειονότητα όμως απ’ όσους έχουν ανέβει στο πιο διάσημο λόφο της Ελλάδα, γνώριζαν ότι κάτω απ’ το έδαφος υπάρχει ένα μέρος, στο οποίο μοιάζει με διαμέρισμα.
Το υπόγειο καταφύγιο του Λυκαβηττού κατασκευάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930, κοντά στη σπηλαιοεκκλησιά των Αγίων Ισιδώρων. Είναι δημιούργημα της κυβέρνησης Μεταξά, που αναμένοντας πολεμική σύρραξη και εμπλοκή της χώρας σε αυτή, θέσπισε νόμο για την κατασκευή καταφυγίων στα υπόγεια σπιτιών, δημοσίων κτιρίων και στο εσωτερικό κάποιων λόφων, εν όψει εχθρικών βομβαρδισμών.
Πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για μια στρατιωτική βάση. Περιελάμβανε μεταξύ άλλων θέσεις πολυβολείων λαξευμένες στο βράχο, εκ των οποίων πλέον διακρίνεται μόνο μία.
Εκτείνεται σε βάθος 100 μέτρων μέσα στο βράχο και διαθέτει δύο εισόδους. Έχει ρεύμα, τουαλέτες και λουτρά και είναι σχετικά συντηρημένο, αλλά με φανερά βέβαια τα σημάδια του χρόνου. Οι εγκαταστάσεις αποτελούνται από δύο μεγάλες αίθουσες και κάποιες μικρότερες.
Και σε αυτές περιλαμβάνονται διάδρομοι, φωλιά πολυβόλου, αποθηκευτικοί χώρους, συσκευές και αγωγοί εξαερισμού, δεξαμενές, πίνακες, διακόπτες ηλεκτρικού και τηλεφωνικό κέντρο. Και οι δύο είσοδοι καταλήγουν στην κεντρική μεγάλη αίθουσα, όπου στεγάστηκε το Αρχηγείο Αντιαεροπορικής Άμυνας για τις ανάγκες του πολέμου του 1940.
Σήμερα ο χώρος ανήκει στην Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτων Αναγκών του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και υπάγεται στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνακίου, όπου και τηρούνται τα κλειδιά του.
Επίσης, πάνω στο λόφο και κάτω από την κορυφή του, βρίσκεται το παλιό γερμανικό πολυβολείο στο οποίο οδηγεί σε ένα πολύ μικρό τούνελ σκαμμένο στο βράχο. Διακρίνεται πάνω δεξιά στο βράχο από την αρχή των σκαλοπατιών, στην περιοχή του πάρκινγκ του θεάτρου.
Κατά την κατοχή η βάση, στην οποία είχε υπηρετήσει μέρος της θητείας του ο Ντίνος Ηλιόπουλος, χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ενώ μετά την απελευθέρωση παρέμεινε σε λειτουργία ως το 1970, οπότε εγκαταλείφθηκε.
Το πολυβολείο που σώζεται μέχρι σήμερα, σε παλαιότερες εποχές εξαπέλυε -όπως και το κανόνι που έβγαινε μέσα από τη φωλιά του καταφυγίου- κανονιοβολισμούς στους εορτασμούς των εθνικών επετείων, ενώ κάποια στιγμή είχε γίνει και προσπάθεια αξιοποίησης και ανάδειξής του με προβολείς κ.λπ.
Παλαιότερα, είχαν διατυπωθεί για τις εγκαταστάσεις αυτές πολλά σενάρια παραφιλολογίας, όπως συνήθως συμβαίνει με «μυστηριώδη» μέρη. Το συγκεκριμένο βεβαίως δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα τεχνικό (και προληπτικό) επίτευγμα της εποχής – μία ακόμα απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν νίκησε καθόλου τυχαία τους Ιταλούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πηγή
ήταν ένα λαμπρό πεδίο δράσης για επίδοξους εξερευνητές. Στοές, κρύπτες, έξοδοι διαφυγής, κατακόμβες και κρησφύγετα συνέθεταν ένα πολύ μεγάλο δίκτυο στο υπέδαφος της πρωτεύουσας. Με τα χρόνια όμως πολλές από τις υπόγειες διακλαδώσεις «θάφτηκαν» κάτω από τσιμεντένιες κατασκευές.
Ένα μέρος τους όμως έχει διατηρηθεί. Ακόμα και σήμερα οι διαδρομές του Μετρό δεν είναι το μοναδικό δίκτυο στοών που βρίσκεται στο αθηναϊκό υπόστρωμα. Πέραν αυτών όμως, υπάρχουν και κάποια άλλα άγνωστα στο ευρύ κοινό μέρη που συμπεριλαμβάνονται στην κατηγορία «ανεξερεύνητη Αθήνα».
Ένα από αυτά είναι το καταφύγιο του Λυκαβηττού. Η συντριπτική πλειονότητα των κατοίκων της Αθήνας έχουν ανέβει έστω και μια φορά στη ζωή τους στο δεύτερο ψηλότερο σημείο του λεκανοπεδίου (μετά τα Τουρκοβούνια), το οποίο «αντικρίζει» τη θάλασσα από τα 277 μέτρα.
Μόνο η συντριπτική μειονότητα όμως απ’ όσους έχουν ανέβει στο πιο διάσημο λόφο της Ελλάδα, γνώριζαν ότι κάτω απ’ το έδαφος υπάρχει ένα μέρος, στο οποίο μοιάζει με διαμέρισμα.
Το υπόγειο καταφύγιο του Λυκαβηττού κατασκευάστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1930, κοντά στη σπηλαιοεκκλησιά των Αγίων Ισιδώρων. Είναι δημιούργημα της κυβέρνησης Μεταξά, που αναμένοντας πολεμική σύρραξη και εμπλοκή της χώρας σε αυτή, θέσπισε νόμο για την κατασκευή καταφυγίων στα υπόγεια σπιτιών, δημοσίων κτιρίων και στο εσωτερικό κάποιων λόφων, εν όψει εχθρικών βομβαρδισμών.
Πρόκειται λοιπόν ουσιαστικά για μια στρατιωτική βάση. Περιελάμβανε μεταξύ άλλων θέσεις πολυβολείων λαξευμένες στο βράχο, εκ των οποίων πλέον διακρίνεται μόνο μία.
Εκτείνεται σε βάθος 100 μέτρων μέσα στο βράχο και διαθέτει δύο εισόδους. Έχει ρεύμα, τουαλέτες και λουτρά και είναι σχετικά συντηρημένο, αλλά με φανερά βέβαια τα σημάδια του χρόνου. Οι εγκαταστάσεις αποτελούνται από δύο μεγάλες αίθουσες και κάποιες μικρότερες.
Και σε αυτές περιλαμβάνονται διάδρομοι, φωλιά πολυβόλου, αποθηκευτικοί χώρους, συσκευές και αγωγοί εξαερισμού, δεξαμενές, πίνακες, διακόπτες ηλεκτρικού και τηλεφωνικό κέντρο. Και οι δύο είσοδοι καταλήγουν στην κεντρική μεγάλη αίθουσα, όπου στεγάστηκε το Αρχηγείο Αντιαεροπορικής Άμυνας για τις ανάγκες του πολέμου του 1940.
Σήμερα ο χώρος ανήκει στην Πολιτική Σχεδίαση Εκτάκτων Αναγκών του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και υπάγεται στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνακίου, όπου και τηρούνται τα κλειδιά του.
Επίσης, πάνω στο λόφο και κάτω από την κορυφή του, βρίσκεται το παλιό γερμανικό πολυβολείο στο οποίο οδηγεί σε ένα πολύ μικρό τούνελ σκαμμένο στο βράχο. Διακρίνεται πάνω δεξιά στο βράχο από την αρχή των σκαλοπατιών, στην περιοχή του πάρκινγκ του θεάτρου.
Κατά την κατοχή η βάση, στην οποία είχε υπηρετήσει μέρος της θητείας του ο Ντίνος Ηλιόπουλος, χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς, ενώ μετά την απελευθέρωση παρέμεινε σε λειτουργία ως το 1970, οπότε εγκαταλείφθηκε.
Το πολυβολείο που σώζεται μέχρι σήμερα, σε παλαιότερες εποχές εξαπέλυε -όπως και το κανόνι που έβγαινε μέσα από τη φωλιά του καταφυγίου- κανονιοβολισμούς στους εορτασμούς των εθνικών επετείων, ενώ κάποια στιγμή είχε γίνει και προσπάθεια αξιοποίησης και ανάδειξής του με προβολείς κ.λπ.
Παλαιότερα, είχαν διατυπωθεί για τις εγκαταστάσεις αυτές πολλά σενάρια παραφιλολογίας, όπως συνήθως συμβαίνει με «μυστηριώδη» μέρη. Το συγκεκριμένο βεβαίως δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα τεχνικό (και προληπτικό) επίτευγμα της εποχής – μία ακόμα απόδειξη ότι η Ελλάδα δεν νίκησε καθόλου τυχαία τους Ιταλούς στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Πηγή