στοιχείων-Πόθεν Έσχες συνολικά 1.459 αξιωματούχων του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, όπως και της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, προκειμένου να ελεγχθούν για αθέμιτο πλουτισμό και διαφθορά. Δηλαδή, για να διαπιστωθεί κατά πόσο εκμεταλλεύτηκαν το δημόσιο αξίωμα, θέση ή ιδιότητα που κατείχαν ή και κατέχουν για προσωπικό όφελος. Όπως μας επιβεβαιώθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο, δεν διαπιστώθηκε οτιδήποτε μεμπτό.
Είναι η πρώτη φορά που οι εν λόγω αξιωματούχοι και δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα (πρόσωπα που διαχειρίζονται θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος ή ασκούν επιρροή στη δημόσια ζωή) κατέθεσαν δήλωση περιουσιακών στοιχείων στην οποία, μάλιστα, κλήθηκαν να δηλώσουν, μεταξύ άλλων, την κινητή και ακίνητη περιουσία που έχουν στο όνομα τους οι σύζυγοι και τα ανήλικα τέκνα τους. Οι δηλώσεις Πόθεν Έσχες κατατέθηκαν ενώπιον του Τριμελούς Συμβουλίου, το οποίο συστάθηκε για τον σκοπό αυτό το 2017 με βάση τον περί Ορισμένων Δημόσια Εκτεθειμένων Προσώπων και Ορισμένων Αξιωματούχων της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμο. Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου είναι ο δικηγόρος και πρόεδρος του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου Δώρος Ιωαννίδης και συμμετέχουν ως μέλη στο Συμβούλιο ο διευθύνων συνέταιρος της Εrnst και Υoung και μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου Σταύρος Παντζιαρής και ο Βοηθός Έφορος Φορολογίας Στέλιος Κουντούρης.
Το Συμβούλιο έχει αρμοδιότητα να ελέγχει κατά πόσον υπάρχει συμμόρφωση προς την υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακών στοιχείων και εάν αυτή είναι σύμφωνη με τις πρόνοιες της νομοθεσίας. Επιπρόσθετα, έχει αρμοδιότητα διεξαγωγής έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο της δήλωσης εάν υπάρξει ένορκη γραπτή καταγγελία ότι αξιωματούχος έχει περιουσιακό όφελος το οποίο απέκρυψε ή εάν από τη δήλωση εμφαίνεται ότι είτε έχουν περιληφθεί σ΄ αυτήν αναληθή στοιχεία είτε υπάρχει αύξηση περιουσίας χωρίς επαρκή δικαιολόγηση του τρόπου αύξησης και προέλευσής της.
Ειδικότερα, ενώπιον του Τριμελούς Συμβουλίου κλήθηκαν να καταθέσουν για πρώτη φορά δήλωση Πόθεν Έσχες αξιωματούχοι και δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα που κατά τις 31/12/2017 κατείχαν τα εξής δημόσια αξιώματα και θέσεις:
Αρχηγοί μη κοινοβουλευτικών κομμάτων. Κατέθεσαν σχετική δήλωση περιουσιακών στοιχείων ο πρόεδρος του Κόμματος Δικαιοσύνης - ΟΑΔ Μιχαήλ Μηνάς, ο πρόεδρος του κόμματος «Εγώ ο Πολίτης» Αλεξέι Βολομπόεβ, ο πρόεδρος του Κόμματος για τα Ζώα Κυριάκος Κυριάκου και ο επικεφαλής του κόμματος «Πνοή Λαού» Άθως Κοιρανίδης.
Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος Νίκος Χριστοδουλίδης.
Ο διευθυντής του γραφείου του Προέδρου της Δημοκρατίας Μιχάλης Σοφοκλέους.
Ο Επίτροπος Προεδρίας για Ανθρωπιστικά Θέματα Φώτης Φωτίου.
Ο γραμματέας του Υπουργικού Συμβουλίου Θεοδόσης Τσιόλας.
Οι 30 δήμαρχοι και τα 420 μέλη των δημοτικών συμβουλίων των μη κατεχόμενων δήμων.
Η Διοικήτρια της Κεντρικής Τράπεζας Χρυστάλλα Γιωρκάτζη.
Ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας Οδυσσέας Μιχαηλίδης και ο Βοηθός Γενικός Ελεγκτής Κυριάκος Κυριάκου.
Η Γενική Λογίστρια της Δημοκρατίας Ρέα Γεωργίου και ο Βοηθός Γενικός Λογιστής Ανδρέας Ζαχαριάδης.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Γεώργιος Παπαγεωργίου και τα μέλη Αντώνης Βασιλειάδης, Αριστείδης Γιορδαμλής, Ηλιόδωρος Ηλιοδώρου και Ανδρέας Παπαδόπουλος.
Ο πρόεδρος της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Παναγιώτης Αντωνίου και τα μέλη Αθηνά Κυριακίδου, Αλέξανδρος Κουράτου, Γιώργος Σ. Γεωργίου και Παναγιώτης Κυπριανού.
Η πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού Λουκία Χριστοδούλου και τα μέλη Ανδρέας Καρύδης, Ελένη Ν. Καραολή, Παναγιώτης Ουστάς και Χάρης Παστελλής.
Η πρόεδρος της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών Έφη Παπαδοπούλου και τα μέλη Γεώργιος Αναστασίου, Δήμος Θωμά, Λοϊζος Κάππας και Παπαθεοχάρους Σόλων.
Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, για τους παραπάνω αξιωματούχους το Τριμελές Συμβούλιο δημοσιεύει τις δηλώσεις των περιουσιακών τους στοιχείων, όχι όμως των συζύγων και των ανήλικων τέκνων τους. Οι δηλώσεις Πόθεν ‘Εσχες των παραπάνω αξιωματούχων είναι αναρτημένες στην ιστοσελίδα του Τριμελούς Συμβουλίου και συγκεκριμένα στο www.trimelessymvoulio.gov.cy. Aπό τη δημοσιοποίηση των δηλώσεων εξαιρούνται τα εξής στοιχεία: οι διευθύνσεις διαμονής, οι αριθμοί των πολιτικών ταυτοτήτων και τραπεζικών λογαριασμών και οι αριθμοί κυκλοφορίας των μηχανοκίνητων οχημάτων.
Θυμίζουμε ότι με βάση άλλο νόμο και συγκεκριμένα τον περί του Προέδρου, των Υπουργών και των Βουλευτών της Κυπριακής Δημοκρατίας (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) (Τροποποιητικός) Νόμο δημοσιοποιούνται οι δηλώσεις Πόθεν Έσχες των βουλευτών, ευρωβουλευτών, των υπουργών και του Προέδρου της Δημοκρατίας, 75 στο σύνολο, στην ιστοσελίδα της Βουλής. Οι δηλώσεις Πόθεν Έσχες των 75 αξιωματούχων κατατίθενται στη Βουλή και ελέγχονται από ειδική Επιτροπή της οποίας προεδρεύει ο Πρόεδρος της Βουλής και συμμετέχουν ως μέλη βουλευτές του ΔΗΣΥ, του ΑΚΕΛ, του ΔΗΚΟ και της ΕΔΕΚ. Κοντολογίς, ελέγχουν τους εαυτούς τους και τους συναδέλφους τους!
Υπό έλεγχο χωρίς δημοσιοποίηση
Η νομοθεσία που διέπει τη λειτουργία του Τριμελούς Συμβουλίου προβλέπει την κατάθεση δήλωσης Πόθεν Έσχες και από τους παρακάτω αξιωματούχους-δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα με τη διαφορά, όμως, ότι δεν δημοσιοποιείται η δήλωση των περιουσιακών τους στοιχείων, διότι έτσι αποφάσισαν οι βουλευτές μας. Πρόκειται για τους ακόλουθους:
Οι γενικοί διευθυντές των υπουργείων, της Γενικής Διεύθυνσης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων και της Βουλής.
Οι πρόεδροι και τα μέλη των Δ.Σ. των ημικρατικών οργανισμών και των κρατικών εταιρειών.
Οι γενικοί διευθυντές των ημικρατικών οργανισμών.
Οι δημοτικοί γραμματείς των μη κατεχόμενων δήμων.
Οι κοινοτάρχες των μη κατεχομένων κοινοτήτων.
Οι πρόεδροι των Σχολικών Εφορειών.
Ο Αρχηγός και ο Υπαρχηγός της Εθνικής Φρουράς.
Ο Αρχηγός και Υπαρχηγός της Αστυνομίας.
Οι Επίτροποι Διοικήσεως, Νομοθεσίας, Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Αγροτικών Πληρωμών και ο Βοηθός του.
Οι πρόεδροι και τα μέλη των Δ.Σ. της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφυγών, της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας, της Επιτροπής Σιτηρών και της Εθνικής Αρχής Παιγνίων και Εποπτείας Καζίνο.
Οι πρόεδροι και τα μέλη των Συμβουλίων Αποχετεύσεων.
Οι πρόεδροι και τα μέλη των Συμβουλίων Υδατοπρομήθειας.
Πρόστιμο σε 38 παρανομούντες
Όπως δήλωσε στον «Φ» ο πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Δώρος Ιωαννίδης, συνολικά 38 ελεγχόμενοι αξιωματούχοι και δημόσια εκτεθειμένα πρόσωπα, παρόλο που κλήθηκαν, δεν υπέβαλαν δήλωση περιουσιακών στοιχείων ως ήταν υποχρεωμένοι ενώπιον του Συμβουλίου μέχρι τις 16/2/2018. Από τους 38 που δεν κατέθεσαν δήλωση Πόθεν Έσχες οι 22 είναι κοινοτάρχες, ενώ οι υπόλοιποι μέλη Δ.Σ. ημικρατικών οργανισμών και δημοτικών συμβουλίων. Τα ονόματα και των 38 είναι, επίσης, αναρτημένα στην ιστοσελίδα του Τριμελούς Συμβουλίου.
Η κείμενη νομοθεσία προβλέπει ότι σε περίπτωση που αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει δήλωση εντός της προθεσμίας που καθορίζεται στο άρθρο 3, το Συμβούλιο τού επιβάλλει χρηματικό πρόστιμο ύψους μέχρι €5.000 και μέχρι €100 για κάθε ημέρα συνέχισης της παράλειψης. Το Τριμελές Συμβούλιο αποφάσισε να επιβάλει κλιμακωτό πρόστιμο στους παρανομούντες ανάλογα με τη δημόσια θέση και αξίωμα που κατέχουν. Ως μέγιστη χρηματική ποινή καθορίστηκε το ποσό των €500 καθώς και το ποσό των €30 για κάθε μέρα που συνεχίζει ο ελεγχόμενος να μη συμμορφώνεται με τις πρόνοιες της κείμενης νομοθεσίας.
Δήλωση ανά τρία χρόνια
Κάθε αξιωματούχος και δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο έχει υποχρέωση να καταθέτει μέσα σε τρεις μήνες από την απόκτηση της ιδιότητας ή του αξιώματός του ή την ανάληψη των καθηκόντων του και ανά τριετία από τον χρόνο που ανέλαβε και καθ' όσο χρόνο κατέχει την ιδιότητα ή το αξίωμά του δήλωση Πόθεν Έσχες στο Συμβούλιο. Επιπρόσθετα από την πιο πάνω υποχρέωση, κάθε αξιωματούχος και δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο υποχρεούται μέσα σε τρεις μήνες από τη λήξη της θητείας του ή από την παραίτησή του από το αξίωμα ή τη θέση του ή από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης του για οποιοδήποτε άλλο λόγο να υποβάλει δήλωση στο Συμβούλιο. Οι δηλώσεις περιουσιακών στοιχείων καταστρέφονται από το Συμβούλιο μετά την παρέλευση τριών ετών από την ημερομηνία απώλειας της ιδιότητας ή του αξιώματος ή της θέσης ή από τη λήξη της θητείας τους ή από την ημερομηνία παραίτησης των ελεγχόμενων αξιωματούχων και δημόσια εκτεθειμένων προσώπων από το αξίωμα ή τη θέση, εκτός εάν εκκρεμεί έρευνα εναντίον τους, οπότε οι δηλώσεις καταστρέφονται αμέσως μετά την περάτωση της έρευνας.
Ποια περιουσιακά στοιχεία δηλώνονται από τους ελεγχομενους
Τα περιουσιακά στοιχεία που δηλώνονται με βάση τη νομοθεσία:
1. Η ακίνητη ιδιοκτησία εντός και εκτός της Δημοκρατίας περιλαμβανομένων των εμπράγματων δικαιωμάτων και βαρών επ’ αυτής με πλήρη περιγραφή του είδους, της έκτασης, των τοπογραφικών στοιχείων, του τρόπου, του χρόνου και της αξίας τους κατά τον χρόνο της απόκτησής της.
2. Τα πάσης φύσεως μηχανοκίνητα μεταφορικά μέσα περιλαμβανομένων και σκαφών.
3. Το ίδιον ουσιαστικό οικονομικό συμφέρον σε οποιαδήποτε επιχείρηση.
4. Τα κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία που αποτιμώνται σε χρεόγραφα, χρεωστικά ομόλογα, μετοχές και μερίσματα προς ίδιον οικονομικό συμφέρον σε ιδιωτικές και δημόσιες εταιρείες, οι καταθέσεις σε εμπορικές τράπεζες, ταμιευτήρια ή συνεργατικές εταιρείες, τα εισοδήματα ή ωφελήματα από ασφαλιστικά
συμβόλαια και οποιαδήποτε άλλα εισοδήματα.
5. Κατάσταση των χρεών του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου και του/της συζύγου.
Η δήλωση περιλαμβάνει επιπρόσθετα την καταγραφή οποιασδήποτε διαφοροποίησης των περιουσιακών στοιχείων του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου και του/της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων του η οποία έχει μεσολαβήσει από την αμέσως προηγούμενη δήλωση, μαζί με επαρκείς επεξηγήσεις που να δικαιολογούν τη διαφοροποίηση αυτή
Οι ελεγκτές και η άρση του τραπεζικού απορρήτου
Το Τριμελές Συμβούλιο έχει την αρμοδιότητα διεξαγωγής έρευνας σχετικά με το περιεχόμενο της δήλωσης «Πόθεν Έσχες» εφόσον προκύψει ένορκη γραπτή καταγγελία ότι αξιωματούχος έχει περιουσιακό όφελος το οποίο απέκρυψε ή εάν από τη δήλωση εμφαίνεται ότι είτε έχουν περιληφθεί σ’ αυτήν αναληθή στοιχεία είτε υπάρχει αύξηση περιουσίας χωρίς επαρκή δικαιολόγηση του τρόπου αύξησης και προέλευσής της. Εάν πληρούνται οι παραπάνω προϋποθέσεις, τότε, επιστρατεύονται ιδιώτες ελεγκτές από το Συμβούλιο με σκοπό τη διενέργεια της έρευνας. Για την επίτευξη του ελέγχου, η κείμενη νομοθεσία παρέχει την εξουσία στους εν λόγω ελεγκτές να ζητούν πληροφορίες και στοιχεία από οποιαδήποτε αρχή και από οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο καθώς και να διατάσσουν την προσκόμιση εγγράφων και την κλήση μαρτύρων. Σύμφωνα πάντα με την κείμενη νομοθεσία «κατά τον έλεγχο για την πραγματοποίηση των ελεγκτικών πράξεων που διενεργείται από νόμιμο ελεγκτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11 αναφορικά με το θέμα άρσης του τραπεζικού, χρηματιστηριακού και φορολογικού απορρήτου».
Πρόσωπο που παρεμποδίζει, με οποιοδήποτε τρόπο, το έργο των ελεγκτών και ιδίως αρνείται την παροχή στοιχείων είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000 ή σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή και στις δύο αυτές ποινές.
Σε περίπτωση που το Συμβούλιο διαπιστώσει από το περιεχόμενο της έκθεσης των ελεγκτών ότι συντρέχει οποιοσδήποτε λόγος για διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας, κοινοποιεί στον ελεγχόμενο αξιωματούχο ή στο δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο την έκθεση των ελεγκτών παρέχοντας σ’ αυτόν τη δυνατότητα να απαντήσει γραπτώς εντός ενός μηνός από την ημερομηνία της κοινοποίησης και να προσκομίσει οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες, στοιχεία και εξηγήσεις. Σε περίπτωση που το Συμβούλιο δεν ικανοποιηθεί από τη γραπτή απάντηση του αξιωματούχου ή του δημόσια εκτεθειμένου προσώπου, τότε, συνεχίζεται η διεξαγωγή της έρευνας με την έκδοση πορίσματος το οποίο διαβιβάζεται στον Γενικό Εισαγγελέα για τις δικές του ενέργειες. Αξιωματούχος ή δημόσια εκτεθειμένο πρόσωπο που υποβάλλει ψευδή δήλωση είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000 ή και στις δύο ποινές.
Ποινή φυλάκισης για κακόβουλη καταγγελία
Κατά τη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή κρίθηκε σκόπιμο όπως περιληφθεί πρόνοια που να προβλέπει τιμωρητικά μέτρα για όσους κακόβουλα προβαίνουν σε καταγγελίες εναντίον ελεγχόμενων αξιωματούχων ή καταθέτουν ψευδή στοιχεία με στόχο να τους διαπομπεύσουν ή και να πετύχουν την καταδίκη τους. Συγκεκριμένα, επί του θέματος αυτού ο σχετικός νόμος προβλέπει τα εξής: Πρόσωπο που προβαίνει σε ένορκη γραπτή καταγγελία στο Συμβούλιο εναντίον οποιουδήποτε αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου οφείλει να εκθέσει σ’ αυτό με σαφήνεια τις λεπτομέρειες και τα στοιχεία που θεμελιώνουν τους ισχυρισμούς του. Καταγγελία εναντίον αξιωματούχου ή δημόσια εκτεθειμένου προσώπου η οποία γίνεται δόλια ή κακόβουλα ή με ασύγγνωστη αμέλεια, συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €5.000 ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα έτος ή και με τις δύο αυτές ποινές. Ο Νόμος ποινικοποιεί και τη δημοσίευση της καταγγελίας. Συγκεκριμένα, προβλέπει τα εξής: «Καταγγελία που γίνεται δυνάμει του άρθρου 7 είναι εμπιστευτική και η δημοσίευσή της από οποιοδήποτε πρόσωπο συνιστά ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €4.000 ή με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και με τις δύο αυτές ποινές».
Πηγή