ηθική αρχή που όλοι οι άλλοι σέβονται; Που δεν ντρέπεται να κάνει δημόσια όσα οι περισσότεροι ντρέπονται να κάνουν ακόμα και στα κρυφά; Θα ακούγατε την άποψή του μ’ ενδιαφέρον ή θα τον αποφεύγατε;
Τέτοιοι άνθρωποι ήταν οι Κυνικοί φιλόσοφοι. Η σχολή τους ιδρύθηκε στο γυμνάσιο Κυνόσαργες από τον Αντισθένη, τον μαθητή του Σωκράτη λίγα χρόνια μετά τον θάνατο του μεγάλου δασκάλου. Γοητευμένος από τον εγκρατή χαρακτήρα του Σωκράτη, ο Αντισθένης πρότεινε στους μαθητές του έναν τρόπο ζωής βασισμένο στο ασκητικό ιδεώδες. Ο σοφός άνθρωπος, έλεγε, στρέφεται στον εαυτό του και δεν επιτρέπει καμία εξάρτηση, έτσι ώστε να είναι ελεύθερος να στρέφει τα «πυρά» του εναντίον οποιουδήποτε ζει ανήθικα. Έτσι, οι κυνικοί ζούσαν με ελάχιστα αγαθά, αμφισβητούσαν τις καθιερωμένες ηθικές αρχές και απέφευγαν οποιαδήποτε δέσμευση.
Σήμερα λέμε κυνικό εκείνον που είναι ωμός, απρεπής και ανάλγητος, και κάπως έτσι ήταν και οι κυνικοί. Το κάθε τι είναι αυτό που είναι και καμία ωραιοποίηση δεν επιτρέπεται. Όπως είναι αναμενόμενο, η φιλοσοφική αυτή στάση δεν έγινε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής, ούτε όταν πρωτοεμφανίστηκε ούτε και αργότερα, όταν ο διασημότερος κυνικός ήταν ο Διογένης από τη Σινώπη.
Ο Διογένης, όπως και οι άλλοι κυνικοί της εποχής του (3ος αι. π.Κ.Χ), ήταν ο εκφραστής της πιο ακραίας μορφής του κυνισμού κι εκείνος του οποίου τη δράση γνωρίζουμε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον κυνικό. Ένας συγγραφέας από τη Συρία, ο Λουκιανός (2ος αι. Κ.Χ), ασχολήθηκε στους σατιρικούς του διαλόγους με τους φιλοσόφους της ρωμαϊκής εποχής που άλλα έλεγαν και άλλα έπρατταν. Δεν γλίτωσαν όμως από τη σάτιρά του και οι παλιοί, των οποίων οι ιδέες είχαν τη σοβαρή, αλλά και την αστεία πλευρά τους.
Στον παρακάτω διάλογο, ο Λουκιανός εμφανίζει τον Δία και τον Ερμή να πωλούν τους βίους των φιλοσόφων σε ένα σκλαβοπάζαρο. Οι αγοραστές ενδιαφέρονται να μάθουν σε τι είναι χρήσιμος ο κάθε «δούλος», καθώς στην εποχή του Λουκιανού η φιλοσοφία είχε στραφεί σε πρακτικά μόνο ζητήματα. Αυτός που πωλήθηκε πιο ακριβά ήταν ο Σωκράτης και στη χαμηλότερη τιμή πωλήθηκε ο Διογένης ο Κυνικός. Στο απόσπασμα αυτό, ο Διογένης παρουσιάζει τα προσόντα του για να πείσει τον υποψήφιο αγοραστή του.
ΕΡΜΗΣ: Θέλεις να δώσουμε εκείνον τον βρομιάρη, από τον Πόντο;
ΖΕΥΣ: Θέλω.
ΕΡΜΗΣ: Ε, εσύ, που είσαι με γυμνούς τους ώμους και κουβαλάς το δισάκι, έλα κοντά και κάνε έναν γύρο. Πρότυπο ζωής ανδρικό πουλάω, άριστο κι ελεύθερο. Ποιος θα αγοράσει;
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Ε, κήρυκα! Πώς είπες; Ελεύθερο άνθρωπο πουλάς;
ΕΡΜΗΣ: Μάλιστα.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Και δεν φοβάσαι μην σε τρέχει στον Άρειο Πάγο που τον έκανες δούλο;
ΕΡΜΗΣ: Καθόλου δεν τον νοιάζει η πώληση αυτόν. Νομίζει πως είναι εντελώς ελεύθερος.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Και τι να τον κάνει κανείς αυτόν έτσι βρώμικος και άθλιος που είναι; Μόνο για να σκάβει ή για να κουβαλάει νερό είναι.
ΕΡΜΗΣ: Όχι μόνο, αλλά και θυρωρό μπορείς να τον κάνεις. Καλύτερος θα’ ναι από τα σκυλιά. Άλλωστε κι αυτόν σκύλο τον αποκαλούν.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Από πού είναι και τι ειδικότητα έχει;
ΕΡΜΗΣ: Ρώτα τον ίδιο καλύτερα.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Φοβάμαι έτσι σκυθρωπό και κατηφή που τον βλέπω, μη τυχόν και μου γαυγίσει ή μη με δαγκώσει ακόμα, μα τω Δία. Δεν βλέπεις πώς κρατάει όρθιο το ξύλο και συνοφρυώνεται έχοντας βλέμμα απειλητικό και οργισμένο.
ΕΡΜΗΣ: Μη φοβάσαι, ήμερος είναι.
ΑΓΟΡΑΣΤΗΣ: Πρώτα απ’ όλα, από πού είσαι παλληκάρι μου;
ΔΙΟΓΕΝΗΣ: Από παντού.
Α: Τι εννοείς;
Δ: Έναν πολίτη του κόσμου βλέπεις.
Α: Κι έχεις κάποιον ως πρότυπο;
Δ: Τον Ηρακλή.
Α: Και γιατί δεν φοράς λεοντή; Με το ραβδί βέβαια του μοιάζεις.
Δ: Η δική μου λεοντή είναι το τριμμένο μου πανωφόρι. Όπως κι αυτός αντιμάχομαι τις ηδονές, όχι επειδή με διέταξαν, αλλά επειδή το θέλω, επιζητώντας να καθαρίσω τον βίο.
Α: Ωραίος ο στόχος σου. Αλλά τι να πούμε πως ξέρεις να κάνεις; Ποια τέχνη γνωρίζεις;
Δ: Ελευθερωτής είμαι των ανθρώπων και των παθών γιατρός. Και θέλω γενικά να είμαι της αλήθειας και της παρρησίας προφήτης.
Α: Μπράβο, προφήτη! Όμως, εάν σε αγοράσω, με ποιον τρόπο θα με εκπαιδεύσεις;
Δ: Πρώτα θα αφαιρέσω την τρυφηλότητα από πάνω σου, κι αφού σε ρίξω στη φτώχια, θα σου φορέσω ένα τριμμένο πανωφόρι. Μετά, θα σε εξαναγκάσω να κοπιάζεις και να παιδεύεσαι· να κοιμάσαι στη γη κατάχαμα, να πίνεις νερό και να τρέφεσαι με ό, τι βρίσκεις. Όσο για τα χρήματα, αν έχεις, θα σε πείσω να τα πετάξεις στη θάλασσα. Θα σε κάνω να μην σε νοιάζει ούτε γάμος ούτε παιδιά ούτε πατρίδα, και ανοησίες θα είναι για σένα όλα αυτά. Και αφού παρατήσεις το σπίτι σου το πατρικό, θα κατοικήσεις ή σε κανέναν τάφο ή σ πυργίσκο ή και κανέναν πιθάρι. Το δισάκι σου θα είναι γεμάτο λούπινα και βιβλία γραμμένα μπρος πίσω. Και όταν θα είσαι έτσι, θα λες πως είσαι πιο ευτυχής κι από βασιλιά. Και αν σε μαστιγώσουν ή σε κακοποιήσουν καθόλου δεν θα σε ενοχλήσει.
Α: Πώς λες πως θα με μαστιγώνουν και δεν θα πονώ; Δεν έχω καβούκι όπως η χελώνα κι ο κάβουρας.
Δ: Θα υιοθετήσεις λιγάκι αλλαγμένο, εκείνο που είπε ο Ευριπίδης.
Α: Το ποιο;
Δ: Το μυαλό σου θα πονέσει, αλλά η γλώσσα σου θα είναι ανάλγητη. Ετούτα πρέπει να έχεις: να είσαι θρασύς και ιταμός και να βρίζεις το ίδιο βασιλιάδες και ιδιώτες· διότι έτσι θα σε έχουν σε εκτίμηση και θα σε θεωρούν γενναίο. Η φωνή σου να είναι σκληρή, η ομιλία σου άτεχνη κακόφωνη σαν του σκύλου. Και το πρόσωπό σου να είναι τεντωμένο και το βάδισμα ταιριαστό με το πρόσωπο και στα πάντα να είσαι θηριώδης και άγριος. Να αποφεύγεις την αιδώ, την επιείκεια και τη μετριοπάθεια, και μην αφήνεις το πρόσωπό σου να κοκκινίζει. Να επιλέγεις τα πολυσύχναστα μέρη κι εκεί να ζεις μόνος κι ακοινώνητος χωρίς να γυρεύεις ούτε φίλους ούτε φιλοξενούμενους· διότι αυτά σου αφαιρούν την εξουσία. Με θάρρος να κάνεις μπροστά σε όλους όσα κανένας δεν τολμά να κάνει ούτε στα κρυφά. Και από τις ερωτικές απολαύσεις να προτιμάς τις γελοιότερες. Τέλος, αν θέλεις, φάε χταπόδι ωμό ή σουπιά και πέθανε. Αυτή είναι η ευτυχία που σου προτείνουμε.
Α: Φύγε από δω! Δεν είναι ανθρώπινα αυτά που λες, βρωμιές είναι.
Δ: Εύκολα όμως είναι, τέτοιε μου, οποιοσδήποτε μπορεί να τα πράξει. Δεν χρειάζονται ούτε μόρφωση ούτε λόγια και κουταμάρες, αλλά σύντομα θα σε οδηγήσει ο δρόμος αυτός στη δόξα. Και αν είσαι απλός ιδιώτης, βυρσοδέψης, ας πούμε, ή πουλάς παστά ψάρια ή ξυλουργός ή αργυραμοιβός, τίποτα δεν θα σ’ εμποδίζει να είσαι αξιοθαύμαστος, αρκεί να μην σου λείπει η αναίδεια και το θράσος και να έχεις μάθει να βρίζεις καλά.
Α: Για όλα αυτά δεν σε χρειάζομαι. Ίσως μπορέσεις αργότερα να γίνεις ναύτης ή κηπουρός ή κάτι τέτοιο, αν βέβαια θέλει αυτός να σε πουλήσει το πολύ δύο οβολούς.
ΕΡΜΗΣ: Πάρ’ τον και κράτησέ τον. Γιατί με ευχαρίστηση θα απαλλαγούμε από τούτον, που ενοχλεί και φωνάζει βρίζοντας τους πάντες.
(Λουκιανού, Βίων Πράσις)
Πηγή