του ελληνικού κόσμου, μία πόλη στην οποία ο καθένας μπορούσε να ζήσει ελεύθερα, να εργαστεί και να σταδιοδρομήσει και να πλουτίσει. Σε καμία άλλη πόλη δεν υπήρχαν τόσοι πολλοί μόνιμοι κάτοικοι που προέρχονταν από άλλες πόλεις. Εκτός από τους Έλληνες, στην Αθήνα είχαν συρρεύσει και πολλοί ασιατικής προέλευσης, κυρίως Φρύγες, Λύδοι και Σύροι.
Οι αλλοδαποί αυτοί ονομάζονταν μέτοικοι και μπορούσαν να μείνουν για όλη τους τη ζωή στην Αθήνα, να απολαμβάνουν ό, τι και οι Αθηναίοι, εκτός από δύο πράγματα: Δεν μπορούσαν να συμμετέχουν στα κοινά και να έχουν ακίνητη περιουσία. Κινητά περιουσιακά στοιχεία μπορούσαν να αποκτήσουν απεριόριστα, αλλά όχι ακίνητα. Επιπλέον, όφειλαν να έχουν ένα Αθηναίο πολίτη ως εγγυητή (προστάτη), ο οποίος μεσολαβούσε για λογαριασμό του στις δημόσιες υπηρεσίες και λογοδοτούσε στο κράτος για τη συμπεριφορά του.
Οι περισσότεροι μέτοικοι ασχολήθηκαν με το εμπόριο, υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με τους Αθηναίους πολίτες, αν και επιβαρύνονταν με έναν επιπλέον φόρο, το μετοίκιον ή ξενικόν, που ήταν 12 δραχμές το έτος για τους άνδρες επαγγελματίες και 6 δραχμές αν η επιχείρηση ανήκε σε χήρα. Συμμετείχαν επίσης στις χορηγίες (λειτουργίες) και στις έκτακτες εισφορές όπως και οι Αθηναίοι πλούσιοι, (αν και φαίνεται πως επιβαρύνονταν με μεγαλύτερα ποσά) και υπηρετούσαν κανονικά στον στρατό.
Σε ορισμένες περιπτώσεις κάποιοι μέτοικοι απέκτησαν το δικαίωμα της «ισοτέλειας», να φορολογούνται δηλαδή όπως οι Αθηναίοι πολίτες και σπανιότερα το δικαίωμα της « ισοπολιτείας».
Σας παρουσιάζουμε τους πιο γνωστούς από αυτούς.
Λυσίας, ο λογογράφος από τις Συρακούσες
Ο πατέρας του, ο Κέφαλος, ήρθε στην Αθήνα μετά από πρόσκληση του Περικλή. Εδώ γεννήθηκαν οι τρεις γιοι του, ο Πολέμαρχος, ο Ευθύδημος και ο Λυσίας, αλλά όπως και ο πατέρας τους, δεν έγιναν ποτέ Αθηναίοι πολίτες. Ακόμα και όταν ο Λυσίας έδωσε ό, τι είχε απομείνει από την ήδη κατεστραμμένη περιουσία του για να στηρίξει την ανατροπή της τυραννίας, οι Αθηναίοι δεν υπερψήφισαν την πρόταση του Θρασύβουλου να δοθεί πολιτογραφηθεί Αθηναίος ο Λυσίας. Μάλιστα, εξαιτίας της δράσης του υπέρ της δημοκρατίας, θανατώθηκε από τους τυράννους ο αδελφός του ο Πολέμαρχος.
Ο Λυσίας είχε γράψει πάνω από 200 λόγους στην Αθήνα, απ’ όσο γνωρίζουμε, από τους οποίους μας έχουν σωθεί 34. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν δικανικοί, τους εκφωνούσαν δηλαδή οι διάδικοι στα δικαστήρια για να υποστηρίξουν την υπόθεσή τους. Ωστόσο, γεννήθηκε και πέθανε ως μέτοικος, έχοντας κερδίσει μόνο το δικαίωμα της ισοτέλειας.
Ίων, ο δραματουργός από τη Χίο
Γεννήθηκε γύρω στο 484 π.Κ.Χ και πέθανε πριν το 421 π.Κ.Χ. Πατέρας του ήταν ο Ορθομένης, ένας εύπορος Χιώτης. Έφηβος ακόμα φτάνει στην Αθήνα για να σπουδάσει και σύντομα εντάσσεται στον κύκλο στον Κίμωνα, ενώ συναναστράφηκε και τους μεγάλους τραγικούς Αισχύλο και Σοφοκλή. Δεν είχε όμως καλές σχέσεις με τον Περικλή, τον οποίο θεωρούσε φλύαρο και αλαζόνα.
Το 452 π.Κ.Χ παρουσιάζει την πρώτη του τραγωδία και η πρώτη (και μοναδική μάλλον) νίκη του σε δραματικούς αγώνες καταγράφεται πιθανότατα τέσσερα χρόνια μετά, όταν αφιέρωσε στη θεά Αθηνά ένα γλυπτό. Στους αγώνες του 429 π.Κ.Χ ήρθε τρίτος, μετά τον Ευριπίδη και τον Ιοφώντα. Από τα 30 ή 40 έργα του σώθηκαν οι τίτλοι και μερικά πολύ μικρά αποσπάσματα από 10 μόνο τραγωδίες κι ένα σατυρικό δράμα. Εκτός από αυτά, ο Ίων είχε γράψει επίσης κωμωδίες, επιγράμματα, παιάνες, φιλοσοφικά και ιστορικά κείμενα, ωδές, ταξιδιωτικά και πολλά άλλα. Στο έργο του «Τριαγμοί» υποστηρίζει πως τα πάντα εμφανίζονται σε τριάδες. Ίσως έχετε ακούσει το «η αρετή κάθε πράγματος αποτελεί τριάδα: νόηση, ισχύς και τύχη».
Ο Ίων παρέμεινε Χίος σε όλη του τη ζωή, στάση για την οποία κατηγορήθηκε από μερικούς σύγχρονους φιλολόγους. Αυτοί ισχυρίζονται πως δεν έχανε ευκαιρία να εκδηλώνει, αν και ήπια, την προτίμησή του για τους Σπαρτιάτες και την κριτική στάση του απέναντι στους Αθηναίους. Κάποιοι σχολίασαν αρνητικά την επιλογή του να κεράσει χιώτικο κρασί τους Αθηναίους, όταν νίκησε στα Διονύσια, αλλά και την επιλογή των ονομάτων των γιων του: Αχιλλέα και Τυδέα, δύο ονόματα από την Ιλιάδα του Ομήρου, ο οποίος κατά μία εκδοχή ήταν Χίος. Ωστόσο, ένας από αυτούς, ο Τυδέας, εκτελέστηκε το 413 π.Κ.Χ από τον Σπαρτιάτη διοικητή της Χίου με την κατηγορία του «αττικισμού». Αν η κατηγορία ήταν βάσιμη, τότε τα παιδιά του Ίωνα, μολονότι επέστρεψαν απ’ ότι φαίνεται στη Χίο, είχαν αγαπήσει την Αθήνα και τους τρόπους της.
Πασίων και Φορμίων, οι τραπεζίτες από τη Φοινίκη
Ο Πασίων και ο Φορμίων, που ήταν μάλλον Φοίνικες, είναι οι μοναδικές περιπτώσεις αλλοδαπών, και μάλιστα βαρβάρων*, που απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα. Εκτός από την κοινή καταγωγή τους συνέδεε βαθιά φιλία (αν και αρχικά ήταν κύριος και δούλος) και μία τράπεζα, από τις πιο προσοδοφόρες της Αθήνας.
Αρχικά, η τράπεζα ανήκε σε δύο Αθηναίους, τον Αρχέστρατο και τον Αντισθένη, τους οποίους ο Πασίωνα υπηρετούσε ως δούλος. Με την πάροδο του χρόνου τον απελευθέρωσαν και του ανέθεσαν τη διοίκηση της τράπεζας, της οποίας έγινε τελικά ο ιδιοκτήτης. Η τράπεζα άνθισε και ο Πασίων πλούτισε, αποκτώντας τόσο σημαντική θέση στην Αθηναϊκή κοινωνία, που του δόθηκε το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη. Με τη σύζυγό του, Αρχίππη, απέκτησε δύο γιους, τον Απολλόδωρο και τον Πασικλή, αλλά όταν αρρώστησε βαριά κι ήξερε πως σύντομα θα πεθάνει, προτίμησε να αναθέσει τη διαχείριση της περιουσίας του στον έμπιστο συμπατριώτη του Φορμίωνα, ο οποίος εργαζόταν επί χρόνια στην τράπεζά του, στην αρχή ως δούλος του και μετά ως ελεύθερος μέτοικος. Τον έβαλε μάλιστα να ορκιστεί πως θα παντρευόταν την Αρχίππη και θα φρόντιζε για τους γιους του, ειδικά για τον Πασικλή που ήταν ακόμα ανήλικος. Ο Φορμίων εκπλήρωσε με ευλάβεια την διαθήκη και εργάστηκε σκληρά.
Παρά τις φοβερές δικαστικές περιπέτειες στις οποίες τον υπέβαλλε επί χρόνια ο επιπόλαιος Απολλόδωρος, ο Φορμίων απέκτησε πολύ καλό όνομα και μεγάλη περιουσία, μέρος της οποίας διέθετε αφειδώς για τις ανάγκες της πόλης. Δεκαπέντε χρόνια αφότου είχε αναλάβει την τράπεζα, απέκτησε κι αυτός το δικαίωμα του Αθηναίου πολίτη.
*βάρβαρος αρχικά σήμαινε απλώς εκείνον που δεν μιλά ελληνικά, επειδή η ομιλία του ακουγόταν σαν «βαρ-βαρ» στα ελληνικά αυτιά. Μετά τους Περσικούς πολέμους, η λέξη απέκτησε πιο αρνητική σημασία, κι σημαίνει τον απολίτιστο.
Πηγή