«Ευρωπαϊκή Γραμμή Υποστήριξης Παιδιών 116111» από γονείς οι οποίοι θέλουν να μάθουν ποιος είναι ο κατάλληλος τρόπος να μιλήσουν στα παιδιά τους για διάφορα θέματα που τους απασχολούν και έχουν να κάνουν με τον τρόπο που συναλλάσσονται καθημερινά μαζί τους.
Στην επικοινωνία μας με τα παιδιά δεν παίζουν ρόλο μόνο οι λέξεις που λέμε, αλλά και ο τρόπος που τις λέμε, δηλαδή η συναισθηματική διάθεση στην οποία βρισκόμαστε τη δεδομένη στιγμή. Η συμπεριφορά πίσω από τα λόγια του γονέα είναι εξίσου σημαντική όσο και τα ίδια τα λόγια. Για παράδειγμα, το αποδοκιμαστικό βλέμμα ή ο περιφρονητικός τόνος του γονέα μπορούν να πληγώσουν βαθιά το παιδί. Αλλά αν το παιδί υποβάλλεται ταυτόχρονα και σε χαρακτηρισμούς όπως «βλάκας», «απρόσεκτος», «ανεύθυνος» πληγώνει διπλά. Με κάποιον τρόπο οι λέξεις έχουν μια μακροχρόνια και δηλητηριώδη επιρροή στο παιδί. Αποτέλεσμα αυτού είναι το παιδί στο μέλλον να ανασύρει με μεγάλη ευκολία τέτοιες λέξεις και να τις χρησιμοποιεί ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό.
Αυτό που χρειάζεται να έχουν όλοι οι γονείς κατά νου κάθε φορά που επικοινωνούν με τα παιδιά τους είναι πως θα πρέπει να είναι πάντα ενήμεροι για την συναισθηματική κατάσταση που βρίσκονται εκείνη τη στιγμή. Για παράδειγμα, αν νιώθετε θυμό μετά από μία «αταξία» του παιδιού σας, θα ήταν πολύ βοηθητικό να γνωρίζετε πώς ακριβώς σας έκανε να νιώσετε αυτή του η πράξη. Αφού αναγνωρίσετε το συναίσθημά σας, χρειάζεται να το επικοινωνήσετε στο παιδί. Όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε σε ένα παιδί πως η συμπεριφορά του δεν ήταν σωστή, καλό θα είναι να χαρακτηρίζουμε την ίδια τη συμπεριφορά και όχι την προσωπικότητα του παιδιού.
Για παράδειγμα, η έκφραση «είσαι απρόσεκτος» πρέπει να αποφεύγεται γιατί βάζει «ταμπέλα» στην προσωπικότητα του παιδιού. Αντιθέτως, μπορούμε να πούμε «είμαι θυμωμένη γιατί έχει γεμίσει όλο το σπίτι λάσπες από τα παπούτσια σου». Αφού, αναγνωρίσετε το συναίσθημά σας και το επικοινωνήσετε στο παιδί με τέτοιον τρόπο, ώστε να το ακούσει, στη συνέχεια δηλώνετε την προσδοκία σας, δηλαδή τι θα περιμένατε σε ανάλογη περίπτωση. Στο συγκεκριμένο παράδειγμα θα μπορούσατε να πείτε «Περιμένω, όταν κάποιος έχει πατήσει λάσπες, να αφήνει τα παπούτσια του στην είσοδο του σπιτιού». Εν συνεχεία, δείχνουμε στο παιδί πως μπορεί να διορθώσει τα πράγματα.
Για παράδειγμα «Τώρα το σπίτι χρειάζεται καθάρισμα». Σε αυτό το σημείο εμπλέκουμε το παιδί στη διαδικασία αποκατάστασης της «ζημιάς», γιατί έτσι του δίνουμε τη δυνατότητα να αναλογιστεί την πράξη του και να μπορέσει να τη διορθώσει. Τέλος, δίνουμε στο παιδί μία επιλογή «Μπορείς να μπαίνεις με τα παπούτσια γεμάτα λάσπες στο σπίτι, αρκεί μετά να καθαρίζεις το χώρο. Ή να μην μπαίνεις με αυτά μέσα και να τα αφήνεις στην είσοδο. Εσύ αποφασίζεις». Η ύπαρξη επιλογών βοηθάει τα παιδιά να ακούσουν καλύτερα το μήνυμα που τους δίνουμε και ταυτόχρονα τους δίνει την αίσθηση ότι μπορούν να επιλέξουν και να αναλάβουν την ευθύνη της απόφασής τους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται τα παιδιά πιο υπεύθυνα και να μη νιώθουν πως εγκλωβίζονται μέσα σε γονεϊκές προσταγές.
Από την άλλη, με τον ίδιο τρόπο χρειάζεται να διαχειριστούμε και την καλή συμπεριφορά που εμφάνισε το παιδί. Καλό είναι να αποφεύγονται εκφράσεις όπως «είσαι καλό παιδί», «τέλειος». Πρώτον, εκφράσεις όπως αυτές που προαναφέραμε, στοχεύουν στην προσωπικότητα του παιδιού και, ακόμα κι αν έχουν θετικό πρόσημο, βάζουν ταμπέλα στον χαρακτήρα του παιδιού. Τι γίνεται, δηλαδή, όταν το παιδί μας κάνει κάποια αταξία, όπως στο παράδειγμα που αναφέρθηκε παραπάνω; Παύει να είναι καλό παιδί; Δεν χαίρει πλέον της αγάπης και της εκτίμησης των γονιών του; Επειδή τέτοια ερωτήματα μπαίνουν και στο μυαλό ενός παιδιού τη στιγμή που εμφάνισε μια λάθος συμπεριφορά, καλό είναι να μην το επιβραβεύουμε με τέτοιου είδους εκφράσεις.
Δεύτερον, οι γενικευτικές επιβραβεύσεις όπως «μπράβο», «υπέροχα» δεν δίνουν τροφή για σκέψη στα παιδιά. Για ποιο λόγο τους λέμε «μπράβο»; Τι έκαναν; Για τον λόγο αυτό, χρειάζεται να περιγράψουμε αναλυτικά τι είναι αυτό που είδαμε και που μας έκανε να χαρούμε. Για παράδειγμα «Βλέπω ένα καθαρό δωμάτιο, ένα στρωμένο κρεβάτι, τα ρούχα είναι στη ντουλάπα και τα βιβλία στη θέση τους». Στη συνέχεια χρειάζεται να περιγράψουμε το συναίσθημά μας, βλέποντας τακτοποιημένο το χώρο «Είναι πολύ ευχάριστο να μπαίνεις σε αυτό το δωμάτιο».
Τέλος, χρειάζεται να συνοψίσουμε όλη αυτή την προσπάθεια του παιδιού με μία λέξη. Για παράδειγμα «Αυτό λέγεται οργάνωση». Ακολουθώντας την παραπάνω διαδικασία, το παιδί κινητοποιείται στο να σκεφτεί τι ήταν αυτό που μας έκανε χαρούμενους και ποια δεξιότητά του επιβραβεύτηκε. Στο παράδειγμά μας, η δεξιότητα που επέδειξε το παιδί ήταν αυτή της οργάνωσης. Με αυτό τον τρόπο υπάρχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσει ξανά αυτή τη συμπεριφορά σε σχέση με το να το επιβραβεύαμε με ένα απλό «μπράβο».
Συνοψίζοντας, είναι πολύ βασικό να θυμάστε πως σημασία δεν έχουν μόνο οι λέξεις που χρησιμοποιούμε στα παιδιά, αλλά και ο τρόπος που τις λέμε. Είναι το μέρος εκείνο στην επικοινωνία που ονομάζεται εξωλεκτική συμπεριφορά. Δηλαδή, τα μηνύματα που δίνουμε σε αυτόν που μας ακούει με τη γλώσσα του σώματος και που πολλές φορές στέλνουν πιο άμεσα το μήνυμα από τις ίδιες τις λέξεις. Να θυμάστε πως ο τρόπος που μιλάμε στα παιδιά μας, γίνεται η εσωτερική τους φωνή.
Φέιμπερ Α. και Μάζλις Ι. (2016). Πώς να μιλάτε στα παιδιά ώστε να σας ακούν και πώς να τα ακούτε ώστε να σας μιλούν, Πατάκη
Πηγή