9 Μαΐου 1976. Βρίσκεται νεκρή μέσα σε ένα από τα «λευκά» κελιά της φυλακής υψίστης ασφαλείας, Σταμχάιμ της Στουτγάρδης, η χαρακτηρισμένη ως νούμερο ένα δημόσιος κίνδυνος της Γερμανίας, Ουλρίκε Μάινχοφ. Η συνιδρύτρια της τρομοκρατικής οργάνωσης «Φράξια Κόκκινος Στρατός», επισήμως, αυτοκτόνησε. Με μια πετσέτα έφτιαξε μια αγχόνη και κρεμάστηκε. Η μαύρη ουλή στον λαιμό της ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με το εξαιρετικά λευκό της δέρμα, εξαιτίας της πολύχρονης απομόνωσης, αλλά και της απεργίας πείνας που είχε καταπονήσει τον οργανισμό της.
Η Ουλρίκε Μάινχοφ, πέθανε στα 42 της χρόνια, έχοντας συνδέσει άμεσα το όνομά της με την τρομοκρατία και τις ακραίες ριζοσπαστικές δηλώσεις της. Ακόμη και σήμερα, περισσότερα από 40 χρόνια μετά τον θάνατό της, η ζωή της Μάινχοφ, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αινίγματα της μεταπολεμικής Γερμανίας. Ηρωίδα, δολοφόνος, φασίστρια, κομουνίστρια, αντισημίτρια, φεμινίστρια ή υπέρμαχος του μισογυνισμού, είναι μερικοί από τους πολλούς και αντικρουόμενους χαρακτηρισμούς που χρέωσαν στη Μάινχοφ για τη δράση της.
Θάνατος και αριστερός προσανατολισμός
Η Ουλρίκε Μαρί Μάινχοφ γεννήθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1934 στο Όλντεμπουργκ της Γερμανίας. Ήταν η δεύτερη κόρη μιας μεσοαστικής προτεσταντικής οικογένειας. Η μητέρα της ήταν ένθερμη σοσιαλίστρια, αλλά ο πατέρας της ανήκε σε μία οικογένεια που υποστήριζε απροκάλυπτα τους Ναζί. Στα δύο της χρόνια, μετακόμισε στην Ιένα, όταν ο πατέρας της πήρε προαγωγή ως υπεύθυνος του μουσείου Τέχνης της πόλης. Το 1940 έμεινε ορφανή από πατέρα και 8 χρόνια αργότερα έχασε και τη μητέρα της. Και οι δύο πέθαναν από καρκίνο. Την ανατροφή των κοριτσιών ανέλαβε η καθηγήτρια Ρενάτε Ρήμεκ. Η σοσιαλιστική ιδεολογία της Ρήμακ επέδρασε καταλυτικά στον εύπλαστο χαρακτήρα της Μάινχοφ. Ξεκίνησε τις σπουδές σε Πανεπιστήμιο κοντά στην πόλη Μύνστερ.
Σπούδασε κοινωνιολογία, γερμανική φιλολογία και ιστορία της τέχνης και ανέπτυξε ένα τεράστιο θαυμασμό για τον Μαρξ και τη Σοβιετική Ένωση. Από τα φοιτητικά της χρόνια, έπαιρνε μέρος σε πορείες κατά του επανεξοπλισμού της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και των πυρηνικών όπλων. Σε μια από τις ειρηνικές διαδηλώσεις γνώρισε τον Ράινερ Ρελ, εκδότη του αριστερού φοιτητικού περιοδικού του Αμβούργου «Konkret».
Αρχικά προσχώρησε στη φοιτητική παράταξη του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας, αλλά γρήγορα την έδιωξαν και έγινε μέλος στο παράνομο κομμουνιστικό κόμμα, KPD, το οποίο είχε διασυνδέσεις με αριστερές οργανώσεις της Ανατολικής Γερμανίας.
Το γεγονός που την ώθησε στην παρανομία
Το 1961 παντρεύτηκε τον Ράινερ Ρελ και ένα χρόνο αργότερα απέκτησαν τις δίδυμες Ρεγκίνα και Μπετίνα. Ως αρχισυντάκτρια πλέον του «Konkret» έγραφε ριζοσπαστικά άρθρα, υμνώντας την άνοδο του ευρωπαϊκού φοιτητικού κινήματος και προσπαθώντας να αποκαλύψει στους αναγνώστες τα λανθασμένα στερεότυπα που κυριαρχούσαν στην κοινωνία. Οι πολιτικές εξελίξεις της δεκαετίας του ’60 την επηρέασαν σημαντικά. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι δικτατορίες σε Ελλάδα, Ισπανία και Πορτογαλία προβλημάτισαν τη Μάινχοφ, η οποία κατάλαβε ότι η νόμιμη πολιτική δράση δεν είχε πλέον κανένα αποτέλεσμα. Το 1968 ανακάλυψε την παράνομη σχέση του άνδρα της με τη σύζυγο του έλληνα συγγραφέα Πέτρου Κουλμάση. Η Μάινχοφ τον παράτησε, πήρε τα παιδιά μαζί της και εγκαταστάθηκε στο Δυτικό Βερολίνο. Εκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με ακροαριστερούς και αναρχικούς. Παράλληλα, οι ιδέες της έγιναν ακόμη πιο ακραίες και ο λόγος της επιθετικός και απόλυτος. Μόνη λύση για την ίδια, η βία
Η συνάντηση με τον Άντρεας Μπάαντερ και τη σύντροφό του, Γκούντρουν Έλσιν ήταν καταλυτική. Η ίδια είχε γράψει ένα άρθρο που δεν καταδίκαζε τον εμπρησμό και όταν το ζευγάρι πυρπόλησε ένα πολυκατάστημα, η Μάινχοφ τους έκρυψε στο σπίτι της. «Ο νόμος που παραβιάζεται εδώ με τον εμπρησμό δεν προστατεύει τους ανθρώπους αλλά την περιουσία. Το προοδευτικό στοιχείο σε έναν εμπρησμό καταστήματος δεν εντοπίζεται στην καταστροφή των εμπορευμάτων, έγκειται στην εγκληματικότητα της πράξης, δηλαδή στο γεγονός ότι παραβιάζεται ο νόμος», είχε αναφέρει. Μέχρι το 1969, είχε παρατήσει τη δημοσιογραφία και αφοσιώθηκε σε τρομοκρατικές ενέργειες και τον ανταρτοπόλεμο. Η αρχή έγινε τον Μάιο του 1970, όταν βοήθησε τον Μπάαντερ, που είχε συλληφθεί, να αποδράσει από τη φυλακή. Η ένοπλη επιχείρηση άφησε τρεις τραυματίες και ένα ένταλμα σύλληψης της Μάινχοφ, ύψους 10 χιλιάδων γερμανικών φράγκων.
«Φράξια Κόκκινος Στρατός»
Λίγο μετά την απελευθέρωση του Μπάαντερ ιδρύθηκε η ακροαριστερή τρομοκρατική οργάνωση «Φράξια Κόκκινος Στρατός», η «RAF», που έμεινε γνωστή και ως «Σύμπλεγμα Μπάαντερ- Μάινχοφ». Ιδρυτές ήταν οι Αντρέας Μπάαντερ, Ούλρικε Μάινχοφ, Γκούντρουν Ένσλιν, Χορστ Μάλερ. Αφορμή για τους «αστικούς επαναστάτες» όπως αυτοπροσδιορίζονταν ήταν ο πόλεμος του Βιετνάμ που ξέσπασε το 1967, αλλά και οι διαμαρτυρίες κατά του ιμπεριαλισμού και του ρατσισμού. Η δράση τους ξεκίνησε με προκηρύξεις για μια κοινωνία που θα βασιζόταν στην αυτοοργάνωση και την αυτοδιάθεση. Γρήγορα όμως στράφηκαν στον ένοπλο αγώνα. Ως καταζητούμενοι, διέφυγαν στην Ιορδανία, όπου για τρεις μήνες τα, ηγετικά στελέχη έμειναν σε στρατόπεδο της παλαιστινιακής οργάνωσης Αλ Φατάχ. Με την επιστροφή τους στη Γερμανία, εγκαινιάστηκε το «γερμανικό φθινόπωρο».
Από το 1970 έως το 1972, η Μάινχοφ συμμετείχε σε βομβιστικές επιθέσεις Νατοϊκών στόχων, εμπρησμούς, απαγωγές, κλοπές ,ένοπλες ληστείες και πολιτικές δολοφονίες. Στη Μάινχοφ αποδόθηκαν τουλάχιστον 34 θύματα, ανάμεσα στα οποία και «παράπλευρες απώλειες». Η «RAF» έχασε την υποστήριξη που είχε κερδίσει με τις προκηρύξεις της από μερίδα κόσμου και έγινε ο πρωταρχικός στόχος της γερμανικής κυβέρνησης. Η Μάινχοφ για κάποιο διάστημα ήταν η πιο γνωστή γυναίκα τρομοκράτης και η νο1 καταζητούμενη των γερμανικών αρχών.
Σύλληψη και δίκη
Τον Μάιο του 1972 συνελήφθη ο Μπάαντερ και στις 17 Ιουνίου, η αντιτρομοκρατική συνέλαβε τη Μάινχοφ στο Αμβούργο. Αρχικά μεταφέρθηκε σε φυλακή της Κολωνίας. Οι αρχές την έκλεισαν στην απομόνωση. Η Ουλρίκε ξεκίνησε απεργία πείνας, απαιτώντας να μεταφερθεί σε άλλη πτέρυγα της φυλακής. Για ακόμη μια φορά την οδήγησαν στην απομόνωση. Μετά από συνεχείς απεργίες πείνας, το 1974, η Μάινχοφ μεταφέρθηκε στα «λευκά κελιά», της φυλακής Σταμχάιμ. Οι δεσμοφύλακες της ασκούσαν σωματική βία και ψυχολογικό πόλεμο. Έμεινε σε ένα κελί, πλήρως απομονωμένη και χωρίς παράθυρα. Δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή με κανένα από τα υπόλοιπα φυλακισμένα μέλη της οργάνωσης. Όλες οι συνομιλίες γίνονταν μέσω εκπροσώπων και δικηγόρων. Στις 21 Μαΐου 1975 άρχισε η πολύκροτη και μια από τις πιο αμφιλεγόμενες δίκες της Γερμανίας. Η δίκη για τους ηγέτες της «RAF». Μετά από παρέμβαση ιατρού, η Μάινχομ σταμάτησε να παρίσταται στο δικαστήριο. Οι απεργίες πείνας είχαν καταπονήσει το κορμί της και ο συνεχόμενος εγκλεισμός την ψυχική της υγεία. Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό της, είπε στην αδερφή της που την επισκέφτηκε: «Αν μάθεις πως αυτοκτόνησα, να είσαι σίγουρη ότι ήταν φόνος». Βρέθηκε κρεμασμένη στο κελί της στις 9 Μαΐου 1976.
Ο ύποπτος θάνατος της Μάινχοφ
Μέχρι σήμερα, δεν είναι σίγουρα τα αίτια θανάτου της Μάινχοφ. Η επίσημη ανακοίνωση της γερμανικής κυβέρνησης ήταν η αυτοχειρία. Συγγενείς της Μάινχοφ, όμως, έκαναν λόγο για ξεκάθαρη δολοφονία, πίσω από την οποία κρυβόταν η κυβέρνηση. Η δεύτερη νεκροψία δεν έβγαλε σαφή αποτελέσματα. Τις υπόνοιες περί δολοφονίας από δυτικογερμανικό κράτος ενίσχυσαν και «μυστήριοι» θάνατοι των υπόλοιπων μελών της «RAF». Ο Μπάαντερ και ο Ράσπε βρέθηκαν στα κελιά τους νεκροί από πυροβολισμούς και η Ένσλιν βρέθηκε κρεμασμένη,χωρίς ποτέ να εξακριβωθεί αν ήταν αυτοκτονία ή δολοφονία. Το 1976 η διεθνής επιτροπή που ερεύνησε τις συνθήκες θανάτου της κατέληξε ότι η Μάινχοφ πέθανε πριν κρεμαστεί.
Η σοκαριστική ανακάλυψη
Το 2002, η κόρη της Ουλρίκε, ανακάλυψε ότι εγκέφαλος της μητέρας της είχε αφαιρεθεί από το σώμα της, έξι μέρες μετά τον θάνατό της. Είχε διατηρηθεί στη φορμόλη με σκοπό οι επιστήμονες να τον εξετάσουν, ώστε να βρουν τι οδήγησε την μέχρι πρότινος πετυχημένη δημοσιογράφο και οικογενειάρχη στην παρανομία. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων δεν έγιναν ποτέ γνωστά, ωστόσο υπάρχουν φήμες ότι ο εγκέφαλος της Μάινχοφ είχε υποστεί ζημιά. Πιθανότερη αιτία, η εγχείρηση της Ουλρίκε στις αρχές του 1960 για αφαίρεση όγκου. Μετά από παρέμβαση της ηθικής επιτροπής της Γερμανίας, απαγορεύτηκε οποιαδήποτε συνέχεια των ερευνών. Η εισαγγελία της Στουτγάρδης όρισε την αποτέφρωση του εγκεφάλου της Ουλρίκε Μάινχοφ. Στις 22 Δεκεμβρίου 2002 οι στάχτες εναποτέθηκαν στον τάφο της.
Πηγή