Η Ιταλία έχει κυβέρνηση ευρωσκεπτικιστών λαϊκιστών...
Η Πολωνία και η Ουγγαρία αυταρχικούς εθνικιστές. Η Βρετανία οδεύει προς ένα δυστυχές Brexit. Ενας νέος συνασπισμός κυβέρνησης στην Ισπανία έρχεται σε αντιπαράθεση με τους Καταλανούς αυτονομιστές. Ουδείς μπορεί να κατηγορήσει τους Ευρωπαίους ότι προσπαθούν να κρύψουν τα άγχη και τις πιέσεις στην ήπειρο.
Η Γερμανία, φυσικά, είναι η εξαίρεση. Η Άνγκελα Μέρκελ, το πιο ασφαλές καταφύγιο, παραμένει επικεφαλής στην καγκελαρία, η οικονομία γνωρίζει περίοδο πλήρους απασχόλησης, ενώ η ομοσπονδιακή και οι περιφερειακές κυβερνήσεις παλεύουν για να ξοδέψουν τα πλεονασματικά τους έσοδα. Εδώ υπάρχει ένα θέμα: το πιο ευάλωτο έθνος στη σημερινή γεωπολιτική αναταραχή είναι η Γερμανία.
Η Ευρώπη βλέπει την επιθετική μονομέρεια του Ντόναλντ Τραμπ με εκνευρισμό και θυμό. Πώς μπορεί τόσο επικίνδυνα παράλογα ένας πρόεδρος όπως ο κ. Τραμπ να παρουσιάζει τις διατλαντικές εμπορικές σχέσεις ως απειλή στην εθνική ασφάλεια της Αμερικής; Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι δεν έχουν τίποτα να κερδίσουν από τα αντίποινα κατά των αμερικανικών δασμών. Εχουν όμως πάρα πολλά να χάσουν από το να υποβληθούν σε μπούλινγκ και σε υποταγή. Όλοι θα αποδυναμωθούν από έναν εμπορικό πόλεμο.
Ουδείς έχει να χάσει περισσότερα από τη Γερμανία. Η διάλυση της διατλαντικής συμμαχίας είναι υπαρξιακό θέμα για το Βερολίνο. Η Ουάσιγκτον είναι ο ζωτικής σημασίας φύλακας της γερμανικής ασφάλειας, ένας από τους δύο πυλώνες της μεταπολεμικής της σταθερότητας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερος νικητής από το ΝΑΤΟ. Ως εγγυητής του ανοιχτού εμπορικού συστήματος, οι ΗΠΑ βοήθησαν στη γερμανική ευημερία. Κανένα άλλο έθνος δεν εξαρτάται τόσο από τη βασισμένη σε κανόνες διεθνή τάξη που απειλεί σήμερα ο Ντ. Τραμπ.
Η απώλεια της αμερικανικής προστασίας είναι μεγάλο πλήγμα για το Βερολίνο. Η διάσπαση της πολιτικής και οικονομικής συνοχής στην Ευρώπη που αντανακλάται στην άνοδο των αντιευρωπαϊκού λαϊκισμού απειλεί να καταστρέψει τον δεύτερο πυλώνα της γερμανικής επιτυχίας. Η ΕΕ παρείχε την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση που επέτρεψε τη γερμανική επανένωση στο τέλος του ψυχρού πολέμου. Ακόμη προσφέρει στη γερμανική βιομηχανία τις πλούσιες εσωτερικές αγορές, που διασφαλίζουν την παγκόσμια οικονομική υπεροχή της.
Είναι πολύ νωρίς να πει κανείς αν ο ανίερος συνασπισμός στην Ιταλία των αριστερών λαϊκιστών των Πέντε Αστέρων και των ακροδεξιών εθνικιστών της Λίγκας σηματοδοτούν τη διάλυση της ευρωζώνης. Οι Ιταλοί φίλοι μου προβλέπουν ότι η συμμαχία θα διαλυθεί πολύ πριν έχει την ευκαιρία να διαλύσει την Ευρωπαϊκή Ενωση. Ίσως. Αλλά θα ήταν απερίσκεπτο να είναι κανείς τόσο αισιόδοξος για το μέλλον του ευρώ.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας κρίσης του ευρώ, φαινόταν πάντα πιθανό ότι θα επιβιώσει. Ακόμη και όταν διαπρεπείς οικονομολόγοι, ο ένας μετά τον άλλον, μέρα με την ημέρα προέβλεπαν τον θάνατο του ευρώ, η πολιτική έδειχνε στην αντίθετη κατεύθυνση. Κράτη πιστωτές αλλά και χρεωμένα έθνη ήταν ενωμένα, κρίνοντας ότι το κόστος της εξόδου ήταν πολύ υψηλό. Η διαμαρτυρία κατά των Βρυξελλών και του Βερολίνου ήταν ένα θέμα. Οι διαδηλωτές που πλημμύρισαν τους δρόμους της Αθήνας, όμως, δεν απαιτούσαν την επιστροφή στη δραχμή.
Εσχάτως, η οπτική στο Βερολίνο είναι ότι ο πιο σοβαρός κίνδυνος για την ΕΕ έρχεται από την ανεξέλεγκτη μετανάστευση παρά από τη μη ισορροπημένη νομισματική ένωση. Καθώς ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν πιέζει για εμβάθυνση της συνεργασίας στην ευρωζώνη, η Γερμανία επικεντρώνεται στην πιο ευρεία προσέγγιση της ΕΕ απέναντι στους μετανάστες.
Η κα Μέρκελ δεν έχει ζητήσει συγγνώμη για το άνοιγμα των συνόρων της Γερμανίας σε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες το 2015. Αλλά μετά την επιτυχία του ακροδεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία» στις εκλογές του 2017, έχει απορροφήσει όλες τις πολιτικές επιπτώσεις. Έκανε αυτό που ήταν σωστό, αλλά αυτή ήταν μία απόφαση που δεν πρόκειται ποτέ να επαναληφθεί.
Ο κίνδυνος τώρα βρίσκεται στο ότι στην Ιταλία ενώνονται οι δύο αυτές πηγές λαϊκής δυσαρέσκειας: η βαθιά πικρία για το στάσιμο βιοτικό επίπεδο και τη λιτότητα μαζί με την αυξανόμενη οργή για τους αριθμούς των μεταναστών που διασχίζουν τη Μεσόγειο.
Το ευρώ δεν προκάλεσε τα οικονομικά δεινά της Ιταλίας, αλλά κλείνει την πόρτα στο παλιό σχέδιο διαφυγής, αυτό της υποτίμησης. Βάλτε και το ατυχές της γεωγραφικής τοποθεσίας που κάνει την Ιταλία κέντρο διέλευσης μεταναστών και η απότομη αντισυστημική κλίση στους ακραίους, αριστερούς και δεξιούς, εξηγείται εύκολα.
Ένα από τα μαθήματα του δημοψηφίσματος για το Brexit ήταν ότι υπάρχει ένα επίπεδο πολιτικής δυσαρέσκειας, στο οποίο οι ψηφοφόροι είναι έτοιμοι να μη δώσουν σημασία στα υποθετικά οικονομικά συμφέροντά τους -συμπεραίνουν αντ’ αυτού ότι δεν έχουν τίποτα να χάσουν. Σε αυτό το σημείο η τιμωρία της ελίτ αποκτά τη δική της λογική, ακόμη και με οποιεσδήποτε συνέπειες. Η έξοδος από το ευρώ θα κατέστρεφε τις αποταμιεύσεις και το βιοτικό επίπεδο των Ιταλών. Αλλά τι γίνεται στην περίπτωση που ο θυμός τους οδηγήσει πέρα από τέτοιους υπολογισμούς;
Η Γερμανία θα πρέπει να ανησυχεί. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία έχει ευημερήσει ως δύναμη status quo. Μία ισχυρή διατλαντική συμμαχία και μία συνεκτική ΕΕ παρείχαν το στοίχημα για μια ουσιαστικά παθητική εξωτερική πολιτική. Σε σκληρούς όρους, η Γερμανία ήταν η χώρα που λάμβανε-εισήγαγε σταθερότητα από τους γείτονες και τους συμμάχους της.
Σήμερα, η αποκήρυξη αυτής της αμερικανικής ηγεμονίας από τον Ντ. Τραμπ καθρεφτίζει τον ανοιχτό διαχωρισμό που υπάρχει μέσα στην ΕΕ. Αν το Βερολίνο θέλει να κρατήσει τα κέρδη του, θα πρέπει να έχει θετική συνεισφορά στην αναβάθμιση των κανόνων και των δομών όπου στηρίζεται. Ο κίνδυνος βρίσκεται στο να μην κάνει τίποτα.
Σε πρόσφατη συνέντευξή της στη Frankfurter Allgemeine Sonntagszeitung, η κα Μέρκελ έδειξε κάποια αναγνώριση της νέας της ευθύνης. Τα σχόλιά της υποδήλωναν ότι το Παρίσι και το Βερολίνο μπορεί να έρθουν πιο κοντά από ό,τι πολλοί ανέμεναν, ως προς την κατεύθυνση, αν όχι ως προς την ταχύτητα των μεταρρυθμίσεων της ευρωζώνης. Αλλά αυτή μπορεί να είναι μόνο η αρχή.
Η Γερμανία δεν μπορεί να σώσει την Ιταλία. Μπορεί, αν το επιθυμεί, να ξανακάνει την ΕΕ σύμμαχο αντί για εχθρό. Φυσικά, υπάρχουν πάντα στο Βερολίνο αυτοί που θα ρωτήσουν γιατί πρέπει να πληρώσουμε; Η απάντηση είναι πολύ απλή: για το συμφέρον της Γερμανίας.
Πηγή