των διαλειμμάτων στα νηπιαγωγεία. Δεν έχει το ίδιο προφίλ με το παιδί που δαγκώνει. Το παιδί που χτυπά είναι πάντα πιο εύσωμο από τα συνομήλικά του, κάπως ασουλούπωτο και άγαρμπο, ενώ το παιδί που δαγκώνει είναι σε γενικές γραμμές πιο μικρόσωμο και πιο μαζεμένο, έτσι που μας δίνει πολλές φορές την εντύπωση του ύπουλου.
Κατά κανόνα, το παιδί που χτυπάει δεν δαγκώνει και το παιδί που δαγκώνει δεν χτυπάει.
Η συμπεριφορά τους δεν έχει τίποτα κοινό με τη συμπεριφορά των μεγαλύτερων παιδιών. Γιατί αυτό που συνδέει τους δύο αυτούς τύπους είναι κάποια εσφαλμένη θεώρηση του κόσμου, η οποία και επηρεάζει τη συμπεριφορά τους: τα παιδιά αυτά δεν είναι εκ φύσεως πιο βίαια και επιθετικά από τα άλλα. Και δεν έχουν καμία πρόθεση να κάνουν κακό στα Θύματά τους. Αντίθετα, επιτίθενται στα παιδιά που τους κινούν περισσότερο το ενδιαφέρον. Η λύση που εφαρμόζουν συνήθως, οι ενήλικες σε τέτοιες περιπτώσεις, όσο παιδαγωγική κι αν ισχυρίζονται ότι είναι, δεν οδηγεί στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: το να χτυπήσουμε ένα παιδί που χτυπά ή να δαγκώσουμε ένα παιδί που δαγκώνει δεν διορθώνει τη συμπεριφορά ούτε του πρώτου ούτε του δεύτερου.
Το παιδί που χτυπάει είναι κατά βάθος ένα άτολμο πλάσμα γεμάτο αναστολές, που ανακαλύπτει ξαφνικά το ενδιαφέρον του για τον άλλον, για τον οποίον δεν είχε την παραμικρή ιδέα όσο παρέμενε έγκλειστο στην αποκλειστική σχέση με τη μητέρα του. ‘Εκανε για πρώτη φορά μια τεράστια εσωτερική προσπάθεια να «επικοινωνήσει» με το αγόρι ή το κορίτσι που το ενδιέφερε, και το οποίο έγινε στη συνέχεια το θύμα του. Η προσπάθειά του όχι μόνο κατέληξε σε αποτυχία αλλά το έφερε επιπλέον αντιμέτωπο με την αποστροφή, την αποδοκιμασία και την επίπληξη.
Η αναστολή του επιδεινώθηκε, έτσι που η επόμενη απόπειρα προσέγγισης ήταν ακόμα πιο βίαιη, πυροδοτώντας την έναρξη ενός φαύλου κύκλου απ’ όπου είναι πολύ δύσκολο να βγει μόνο του.
Αυτό που πρέπει να κάνουμε αρχικά είναι να αναγνωρίσουμε την εγκυρότητα της προσπάθειάς του και να του πούμε ότι έχει απόλυτο δίκιο που θέλει να αναπτύξει σχέσεις με τους άλλους και να κάνει φίλους, έστω κι αν δεν τα καταφέρνει ακόμα πολύ καλά. ‘Επειτα, αφού το αποτρέψουμε από το να χτυπάει τα άλλα παιδιά, θα του προτείνουμε μια πιο ενδεδειγμένη τεχνική προσέγγισης και επαφής, όπως το χάδι. Θα το δούμε να υιοθετεί αμέσως αυτή την τακτική, την οποία άλλωστε θα εγκαταλείψει αρκετά γρήγορα υποκαθιστώντας τη με τη χρήση του λόγου, μέχρι που θα γ{νει το πιο γλυκό παιδί της παρέας.
Την ίδια τακτική θα εφαρμόσουμε και με το παιδί που δαγκώνει. Γιατί το παιδί που δαγκώνει εκφράζει έτσι το ενδιαφέρον του προς τους άλλους, αφού αυτό που κάνει όταν του αρέσει μια λιχουδιά είναι να τη δαγκώνει και να την τρώει. Άλλωστε, η χειρονομία αυτή απαντάται πολύ συχνά και σε πολύ μεγαλύτερα παιδιά αλλά και σε ενήλικες: δεν λέμε πολλές φορές στον άλλον – χωρίς να κυριολεκτούμε φυσικά – ότι θέλουμε να τον φάμε;
Πηγή