Τσακώνονταν και τα ξανάβρισκαν για χρόνια, κάνοντας τους τριγύρω να απορούν. «Αφού μαζί δεν κάνουν, γιατί δεν...
χωρίζουν να ησυχάσουμε;» λέγανε οι φίλοι τους αναφερόμενοι στους πιο πρόσφατους καβγάδες τους. Δεν έχει καμία σημασία ποιοι ήταν: σε κάθε παρέα υπάρχει τουλάχιστον ένα τέτοιο ζευγάρι. Μπορεί και δύο.
Μιλάμε για πράγματα συνηθισμένα. Ομολογώ ότι, έχοντας πολλές παρέες, έχω δει πολλά τέτοια ζευγάρια. Η συμπεριφορά τους δεν μου προκαλεί καμία απολύτως εντύπωση, όχι γιατί ξέρω τους ανθρώπους και το πώς σκέφτονται (μακριά από μένα αυτά…), αλλά γιατί αγαπάω τα βιβλία και έχω τέτοια πολλά.
Εχω πείσει τον εαυτό μου ότι το πρώτο βιβλίο που μου αγόρασαν οι δικοί μου είναι «Ο δεκαπενταετής πλοίαρχος» του Ιουλίου Βερν. Είχε ένα σκληρό εξώφυλλο με ένα πανέμορφο σκίτσο: ο πρωταγωνιστής του, που εικονιζόταν σε αυτό, φορούσε ένα μάλλινο σκουφί σαν γερόλυκος ναυτικός και έμοιαζε μεγαλύτερος από δεκαπέντε χρονών. Εγώ, που τότε ήμουν μικρότερος, είχα σχεδόν πείσει τον εαυτό μου ότι στα δεκαπέντε μου θα έχω καράβι δικό μου – αργότερα, όταν διάβασα τα «500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ», κατέληξα ότι θα ήταν καλύτερο να έχω αεροπλάνο. Δεν κατάφερα ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά χάρη στον παππού Ιούλιο, τον θείο Αλέξανδρο Δουμά, τη γιαγιά Αγκαθα Κρίστι, τον Τζέιμς Φένιμορ Κούπερ και τους Ινδιάνους του απέκτησα μια μεγάλη αγάπη για τα βιβλία, που έκτοτε με συντροφεύουν παντού. Τι σχέση έχει αυτό με τους ανθρώπους που χωρίζουν και τα ξαναβρίσκουν; Αφήστε με να σας το εξηγήσω.
Οταν αγαπάς τα βιβλία, στην αρχή διαβάζεις οποιοδήποτε πέφτει στα χέρια σου. Μετά αρχίζεις να γίνεσαι πιο εκλεκτικός και να διαλέγεις προσεκτικά. Αποκτάς αγαπημένους συγγραφείς, νιώθεις σαν τον περιηγητή που όλο και κάτι ψάχνει, γνωρίζεις άλλους σαν εσένα, με τους οποίους ανταλλάσσεις απόψεις. Πολύ αργότερα φτάνεις μπροστά σε μια νέα φάση με τα βιβλία σου: ξέρεις ποια σου αρέσουν, ξέρεις τι θέλεις, ξέρεις ποια αξίζει τον κόπο να διαβάσεις, αλλά δεν προλαβαίνεις να το κάνεις. Δεν μπορείς πια να είσαι όσο πιστός θα ‘θελες και τα τακτοποιείς στη βιβλιοθήκη σου. Και η σχέση αλλάζει εντελώς: δεν τα κυνηγάς πια, αφού δεν έχεις τον απαιτούμενο χρόνο, προσθέτεις λιγότερα στη βιβλιοθήκη κάθε χρόνο που περνάει, αλλά όταν έχεις λίγη παραπάνω όρεξη τη θυμάσαι εκείνη την παλιά λαχτάρα σου και σε αυτά τρέχεις.
Ετσι είναι και οι σχέσεις με τους ανθρώπους, αν το καλοσκεφτείς: βιβλία είναι κι αυτές – δικά μας μεν, πλην όμως γραμμένα από άλλους. Υπάρχουν σχέσεις που έχουν τελειώσει, τακτοποιημένες στη βιβλιοθήκη του χρόνου. Υπάρχουν άνθρωποι που επιστρέφουν νοερά σε αυτές λαχταρώντας να ξαναγίνουν νέοι. Υπάρχουν άλλοι που ψάχνουν διαρκώς καινούργιες, πιστεύοντας πως η όρεξή τους παραμένει μεγάλη. Υπάρχουν πολλοί που ένα βιβλίο το θέλουν δίπλα από το μαξιλάρι τους κι ας μην του δείχνουν την προσοχή που του πρέπει. Υπάρχουν αυτοί που από τα νεύρα τους ένα βιβλίο το κακομεταχειρίστηκαν και άλλοι που από αυτό κουράστηκαν. Και υπάρχουν και αυτοί που ένα βιβλίο δεν το τελειώνουν, το αφήνουν και το ξαναπιάνουν, το διαβάζουν για λίγο και δεν το μπορούν, αλλά από την άλλη πάλι σε αυτό γυρνάνε γιατί θέλουν να δουν τι γράφει παρακάτω.
Μην ανησυχείτε για τους φίλους σας που χωρίζουν και μετά τα ξαναβρίσκουν: είναι μάλλον τυχεροί άνθρωποι. Το βιβλίο της σχέσης τους είναι για αυτούς γεμάτο από συναρπαστικά κεφάλαια: όσα έχουν προηγηθεί δεν τους αφήνουν να το παρατήσουν και όσα ακολουθούν τους φαίνονται συναρπαστικά. Ισως εσείς δεν καταλαβαίνετε τίποτα από αυτή τους την παράξενη επιμονή – δεν πειράζει: αρκεί που οι ίδιοι έχουν γνώση τού γιατί βασανίζονται. Εσείς έχετε τα δικά σας βιβλία και μπορεί να καμαρώνετε για αυτά, να χαίρεστε γιατί τα έχετε τακτοποιήσει ή να μπαίνετε στον πειρασμό κάποιο να το ξανανοίξετε. Ο καθένας τη σχέση του με τα βιβλία την ορίζει ο ίδιος, χωρίς να χρειάζεται συμβουλές. Αρκεί να διαβάζει…
Πηγή