«Δεν μπορώ να βρω κάτι που να μην μου αρέσει σε σένα.»...
«Ναι, αλλά θα βρεις..»
Κάποιος ξέχασε, κάποιος θυμάται. Μια στιχομυθία, δύο πρόσωπα σε μια παράξενη ιστορία, που πίσω απ’ το φανταστικό ή υπερβολικό της στοιχείο, αγγίζει εμάς και την πραγματικότητά μας. Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού. Μια ταινία, της οποίας το έξυπνο σενάριο, θα μπορούσε να περιγράφει ένα δίλημμα, το οποίο εμφανίστηκε σε πολλούς ανθρώπους. Μια γυναίκα σε μια κλινική διαγραφής μνήμης σβήνει εύκολα απ’ τη σκέψη της και χωρίς σημάδια, έναν άνθρωπο που κάποτε κέρδιζε χώρο στο μυαλό της. Κι εκείνος μαθαίνοντας ότι δεν ανήκει πια ούτε στο παρελθόν της, αποφασίζει να κάνει το ίδιο. Μια αντίδραση γιατί θέλουμε απλώς να μας θυμούνται ή πονάει να θυμάται μόνο ο ένας;
Διαγραφή ενός προσώπου, μιας κατάστασης, μιας περιόδου για να κερδίσουμε την ευτυχία. Φέρνει λοιπόν το σβήσιμο ανακούφιση; Βοηθάει για να προχωρήσουμε στη ζωή μας; Αναλόγως οπτικής η απάντηση. Ο κάθε ένας από εμάς, έχει να θυμάται πρόσωπα και καταστάσεις που συνειρμικά του φέρνουν χαμόγελα ή και δάκρυα. Στιγμές που θα ήθελε να τις ζούσε πάλι απ’ την αρχή, αλλά και περιόδους που ευχόταν να μπορούσε να είναι κάποιος άλλος ώστε να μην νιώθει ή να μη θυμάται τον πόνο ή τη λύπη που πέρασε. Κι εύχεται να μπορούσε να πάει σε αυτή την κλινική.
Είναι όμως η διαγραφή προσώπων η λύση σε ό,τι θεωρούμε πως μας κάνει δυστυχισμένους; Η πρώτη απάντηση είναι θετική. Μπαίνουμε λοιπόν σε εκείνη την κλινική και αρχίζουμε τη λίστα με όσα θέλουμε να ξεχάσουμε. Δεν είναι κάτι κακό, σκεφτόμαστε. Έτσι κι αλλιώς, κι άλλες φορές απωθήσαμε σκήνες που μας κούρασαν ή μας μείωσαν. Λες κι έχει το μυαλό την ικανότητα να τις κρύβει. Πρόσωπα, τα οποία κάποτε ήταν βασικοί πρωταγωνιστές, τώρα αμυδρά αχνοφαίνεται το περίγραμμά τους. Απλώς η διαγραφή τους, έχει κι ένα τίμημα. Δεν χάνουμε μόνο αυτούς, χάνουμε κι εικόνες από εμάς τους ίδιους από την περίοδο που συμπορευόμασταν μαζί τους. Σίγουρα θεωρούμε ότι γινόμαστε περισσότερο ανάλαφροι απ’ όσα μας πίεζαν, μα μήπως ταυτοχρόνως γινόμαστε και άδειοι;
Μια άλλη εκδοχή λοιπόν λέει πως η μνήμη είναι όπλο. Είναι εκείνη που βοηθά τον καθένα μας να αντιμετωπίζει τον εαυτό του και και τις επιλογές του. Να μελετά λάθη αλλά να κρίνει ακόμα και τις σωστές αποφάσεις. Όσο κι αν μία περίοδος ή ένα πρόσωπο μας έχουν «παγώσει», αυτή η απώθηση ίσως αργότερα μας στοιχειώσει. Ίσως το κενό που θα δημιουργηθεί να είναι χειρότερο απ’ τη μνήμη. Ίσως ακόμα και να μην είμαστε έτοιμοι να τα σβήσουμε όλα. Όπως ο Τζόελ, ο ήρωας του έργου που κατά τη διάρκεια της διαγραφής, θυμήθηκε και στοιχεία που δεν ήταν έτοιμος να χάσει. Στιγμές καλές, που έφερε μπροστά του και μια άλλη συνιστώσα. Ο χρόνος. Γιατί, βλέπετε, κρίνοντας τις καταστάσεις από μια χρονική απόσταση, το πρίσμα αλλάζει και οι μνήμες γίνονται πολυδιάστατες και λαμβάνουν μια διαφορετική εκδοχή. Μια κακή στιγμή, αξιολογικά γίνεται λιγότερο κακή μετά από χρόνια. Γιατί να τη χάσουμε λοιπόν; Κάτι μας δίδαξε. Έτσι κι αλλιώς, καθαρό μυαλό δεν σημαίνει και άδειο μυαλό. Σημαίνει νηφάλια σκέψη μέσα από «γεμάτη» μνήμη.
Πριν λοιπόν κάποιος από εμάς ευχηθεί να ανοίξει δίπλα στο σπίτι του αυτή η κλινική, ας σκεφτεί να αποθηκεύσει όλες τις στιγμές, τα πρόσωπα και τους τόπους. Ίσως τελικά αν τις κρατήσουμε, βρούμε και την επόμενη κίνηση που ζητάμε. Σκεφτείτε και το πιο απλό. Με το να ξεχάσουμε τις κακές στιγμές ή τα λάθη μας, υπάρχει κάποια εγγύηση ότι δε θα τα επαναλάβουμε;
Πηγή