Μια νεαρή γυναίκα ζητούσε από τον άνδρα να μην την ξαναενοχλήσει κι εκείνος την παρακαλούσε επίμονα να γυρίσει κοντά του...
Ο ιδιοκτήτης του συνεργείου αυτοκινήτων που βρισκόταν ακριβώς απέναντι σταμάτησε τη δουλειά του και στράφηκε προς το ζευγάρι. Η γυναίκα φώναζε βοήθεια και προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια του άνδρα ο οποίος κρατούσε ένα μαχαίρι. Τότε έτρεξε προς το μέρος τους για να τους χωρίσει…
«Η γυναίκα κρατούσε το οπλισμένο χέρι κι εγώ έτρεξα και το άρπαξα. Πάλεψα μαζί του για να τον αφοπλίσω, αλλά εκείνος κατάφερε να κατεβάσει το χέρι του κοντά στην κοιλιά μου έτοιμος να με χτυπήσει με τη λεπίδα. Του έδωσα μια γροθιά στο πρόσωπο, αλλά δεν κατάφερα να τον σταματήσω. Ξέφυγε από τα χέρια μου και αγκαλιάζοντας τη γυναίκα της έδωσε απανωτές μαχαιριές και την ξέκανε», θα περιέγραφε, λίγο αργότερα, στην αστυνομία ο αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης, συμπληρώνοντας πως επιχείρησε και δεύτερη φορά να αφοπλίσει τον δράστη χτυπώντας τον με ένα σίδερο:
«Έπεσα πάλι πάνω του χτυπώντας τον με ένα σίδερο στο χέρι που κρατούσε το μαχαίρι και φοβέριζε όσους τον πλησίαζαν. Το μαχαίρι έφυγε από τα χέρια του και πετάχτηκε μακριά. Τότε έπεσε επάνω του ο κόσμος για να τον τσακίσει κι αν δεν έμπαινα στη μέση θα τον είχαν λιντσάρει. Τον τράβηξα στο γραφείο μου, στο συνεργείο, και τον προφύλαξα».
Το ασθενοφόρο που έφτασε, λίγα λεπτά αργότερα, μετέφερε τη γυναίκα στο νοσοκομείο, όπου απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Είχε δεχθεί 16 μαχαιριές στο κεφάλι, την κοιλιά και το στήθος. Την ίδια ώρα, ο δράστης του φονικού μεταφερόταν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Ήταν αιμόφυρτος, σε άθλια κατάσταση από τα χτυπήματα που, όπως ισχυρίστηκε, δέχτηκε από τους περαστικούς, αλλά και τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν.
Όπως αποκαλύφθηκε, πίσω από το άγριο φονικό κρυβόταν μια οικογενειακή τραγωδία. Ο 39χρονος Κ.Σ. και η 32χρονη Ε.Σ. ήταν παντρεμένοι για περίπου μια δεκαετία σε νησί του Ιονίου και γονείς μιας 8χρονης κόρης.
Η γυναίκα, τον Ιανουάριο του 1966, είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους στο νησί για την Αθήνα, παίρνοντας μαζί της και το παιδί. Η 32χρονη ήρθε στην Αθήνα για να αρχίσει μια νέα ζωή, καθώς ήταν ερωτευμένη με έναν άλλο άνδρα. Δεν ήταν, όμως, η πρώτη φορά που εγκατέλειπε το σύζυγο της, το είχε κάνει άλλες δυο φορές. Φίλοι και συγγενείς, αλλά κυρίως ο άνδρας της, είχαν καταφέρει στο παρελθόν να την πείσουν να αλλάξει την απόφαση της και να επιστρέψει στη συζυγική στέγη για το καλό του παιδιού.
Αυτή τη φορά, όμως, η απόφαση της ήταν οριστική και την είχε ανακοινώσει σε όλους. Για το λόγο αυτό έφυγε από το νησί για την Αθήνα, όπου νοίκιασε ένα δωμάτιο, έγραψε τη μικρή στο σχολείο και έπιασε δουλειά σε μια βιοτεχνία, αφού γνώριζε την τέχνη, καθώς διατηρούσε με το σύζυγο της ανάλογη επιχείρηση που κατασκεύαζε γάντια.
Ο ρόλος του μονόχειρα
Ο 39χρονος, όμως, δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση την απόφαση της. Έκλεισε τη βιοτεχνία του και την ακολούθησε στην Αθήνα, όπου έπιασε δουλειά ως οικοδόμος. Πίστευε πως θα καταφέρει να την μεταπείσει και να επιστρέψει στο σπίτι τους, όπως και τις προηγούμενες φορές.
Ωστόσο, η μοιραία στιγμή άλλαξε τα δεδομένα με το δράστη να ισχυρίζεται, ενώπιον της αστυνομίας, πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τη γυναίκα του την οποία, όπως είπε, λάτρευε, αλλά τον μονόχειρα εραστή της που του την είχε κλέψει.
«Τις προηγούμενες φορές ξαναγύρισε. Την αγαπούσα, τη λάτρευα. Πέσαμε κοντά όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι κι εγώ κατέβαλα προσπάθειες για να την πείσω, έπεσα στα πόδια της, ταπεινώθηκα τόσο, όσο ούτε και αυτός ο Χριστός, και η άπιστη ξαναγύρισε και έμεινε κοντά μας», είπε ο 39χρονος στον αστυνομικό διευθυντή ισχυριζόμενος πως η ζωή τους στο νησί ήταν «περίφημη», καθώς η βιοτεχνία τους είχε πολλή δουλειά και έβγαζαν καλά χρήματα.
Ο γάμος τους είχε γίνει μετά από συνοικέσιο, αλλά, όπως είπε, «δεν αργήσαμε να αγαπηθούμε τόσο, όσο να ξεπερνάμε τα ζευγάρια που είχαν παντρευτεί από έρωτα και μας ζήλευαν όλοι. Αλλά τη ζωή αυτή που έμοιαζε με ποίημα την φθόνησαν οι εχθροί μας…»
Η αλλαγή στη ζωή τους, σύμφωνα με τον δράστη του στυγερού εγκλήματος, ήρθε όταν μπήκε ανάμεσα τους ένας μονόχειρας άνδρας. «Από εκείνη τη στιγμή ενώ η ζωή μας ήταν παράδεισος έγινε κόλαση. Κόλαση μάτια μου, δεν σου λέω ψέματα», είπε απευθυνόμενος στον αστυνομικό διευθυντή και συνέχισε:
«Αυτός μας τσάκισε, μας διέλυσε το σπίτι μας. Δεν είχε πια μυαλό ούτε για εμένα, ούτε για το παιδί μας. Όλα για εκείνον. Θα μου πείτε γιατί δεν την χώριζα; Μα πώς να το κάνω που την αγαπούσα και την λάτρευα; Για τούτο μάτια μου έπεφτα στα πόδια της και ταπεινώθηκα τόσες φορές, για να τη φέρω πίσω, γιατί την αγαπούσα και δεν μπορούσα να κάνω χωρίς αυτήν».
Ο 39χρονος παραδέχτηκε πως πρόθεση του ήταν να σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του, καθώς ήταν πλέον πεπεισμένος πως, όσο εκείνος ζούσε, ο ίδιος δεν είχε καμία ελπίδα. «Ζητούσα να τον σκοτώσω, αλλά εκείνος κρυβόταν, ο δειλός. Είχε μαζί του περίστροφο και απειλούσε ότι θα με σκοτώσει… Το μαχαίρι το είχα για να τον ξεκάνω μάτια μου, σας το λέω σοβαρά. Δεν το κρύβω γιατί μόνο έτσι θα ησύχαζα και εγώ και εκείνη».
Αστυνομικός: Μα θα σε έκλειναν στη φυλακή, αν τον σκότωνες...
Δράστης: Μα θα τον έβγαζα από τη μέση κι έτσι η γυναίκα μου θα κολλούσε κοντά μου σαν θα έβγαινα από τη φυλακή.
Αστυνομικός : Και αφού αυτός δεν έβγαινε από τη μέση, έβγαλες τη γυναίκα σου.
Δράστης: Δεν είχα σκοπό να τη σκοτώσω. Θέλω να με πιστέψετε. Εκείνο το μεσημέρι έψαχνα να βρω το σχολείο του παιδιού μου για να το δω… Σκέφτηκα από εκεί και οι δυο μαζί να πάμε στο σπίτι και να της ζητήσουμε να ξαναγυρίσει. Όμως ψάχνοντας για το σχολείο έπεσα επάνω της και όταν με είδε, μου φώναξε:
«Τι θέλεις;»
«Τι να θέλω, να σου μιλήσω για το ζήτημα μας για να ξαναγυρίσεις πίσω», της είπα.
«Δεν τα είπαμε ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω; Καλά ζούμε χωριστά και θα σε παρακαλέσω να μην με ξαναενοχλήσεις. Θέλω να με αφήσεις ήσυχη, δεν θέλω πια καμία κουβέντα μαζί σου».
Προσπαθούσα να την μεταπείσω, ταπεινώθηκα τόσο πολύ μπροστά της για το παιδί μας , γιατί τη λάτρευα. Τίποτα, όμως εκείνη επέμενε. Μου είπε να μην ξαναπατήσω σε εκείνα τα μέρη και πως δεν επρόκειτο να δω ποτέ το παιδί μου. Τούτο ήταν πολύ σκληρό για εμένα, το μυαλό μου θόλωσε και τότε δεν ήξερα τι έκανα.
Ο 39χρονος ξέσπασε σε λυγμούς και μονολογώντας έλεγε «γιατί να μου το κάνει αυτό, γιατί να με φέρει σε αυτή τη θέση να κάνω αυτό το κακό; Εγώ που τη λάτρευα να της κάνω αυτό το κακό…».
Το αποκαλυπτικό ημερολόγιο
Στην κατοχή του 39χρονου συζυγοκτόνου βρέθηκε ένα ημερολόγιο στο οποίο ο ίδιος κατέγραφε τις σκέψεις και τα σχέδια του. Σε αυτό αναφερόταν ένα σχέδιο στο οποίο ο κατηγορούμενος είχε δώσει το όνομα «Περικλής», καθώς έτσι έλεγαν τον εξάδελφο του στον οποίο είχε ζητήσει να μεσολαβήσει, για να μεταπείσει τη γυναίκα του να επιστρέψει στο σπίτι τους.
Η προσπάθεια, όμως, απέτυχε και στο ημερολόγιο καταγραφόταν ένα δεύτερο σχέδιο το οποίο έφερε τον τίτλο «σχέδιο εκδίκησης». Όπως έγραφε ο 39χρονος, «το "σχέδιο Περικλής" ήταν μοιραίο να αποτύχει κι εκείνη να μείνει στην οδό της αμαρτίας. Δεν υπάρχει τόσο για εκείνη, όσο και για εμένα, άλλη λύση από τον αφανισμό. Και αφανισμός σημαίνει εκδίκηση. Θα εφαρμοστεί λοιπόν το "σχέδιο εκδίκησης" για την προστασία της τιμής μου, την οποία εκείνη θέλησε να διασύρει. Δεν φταίω εγώ εάν αποφάσισα να την τιμωρήσω σκληρά».
Εννέα μήνες μετά το φονικό, τον Ιανουάριο του 1967, ο Κ.Σ. κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου της Αθήνας. Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκαν φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού οι οποίοι μίλησαν για την παθολογική αγάπη που είχε ο κατηγορούμενος στη σύζυγο του. Και εκείνος με τη σειρά του ισχυρίστηκε πως δεν είχε πρόθεση να την σκοτώσει, αλλά θόλωσε όταν εκείνη του είπε: «Σε μισώ, σε σιχαίνομαι, δεν θέλω να σε βλέπω».
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την καταδίκη του κατηγορούμενου εκφράζοντας την πεποίθηση πως είχε πρόθεση να σκοτώσει τη σύζυγο του, ενώ μίλησε και για «ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος». Ο εισαγγελέας, μάλιστα, επέκρινε τη στάση του 39χρονου απέναντι στη σύζυγο του και τον εραστή της καθώς, όπως είπε, δεν αντέδρασε όταν εκείνη τον εγκατέλειψε και τον παρομοίωσε με «σκυλάκι που έτρεχε συνεχώς πίσω της».
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία από πρόθεση με τα ελαφρυντικά της μέτριας συγχύσεως, του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 10 ετών και 15 ημερών.
Ο ιδιοκτήτης του συνεργείου αυτοκινήτων που βρισκόταν ακριβώς απέναντι σταμάτησε τη δουλειά του και στράφηκε προς το ζευγάρι. Η γυναίκα φώναζε βοήθεια και προσπαθούσε να ξεφύγει από τα χέρια του άνδρα ο οποίος κρατούσε ένα μαχαίρι. Τότε έτρεξε προς το μέρος τους για να τους χωρίσει…
«Η γυναίκα κρατούσε το οπλισμένο χέρι κι εγώ έτρεξα και το άρπαξα. Πάλεψα μαζί του για να τον αφοπλίσω, αλλά εκείνος κατάφερε να κατεβάσει το χέρι του κοντά στην κοιλιά μου έτοιμος να με χτυπήσει με τη λεπίδα. Του έδωσα μια γροθιά στο πρόσωπο, αλλά δεν κατάφερα να τον σταματήσω. Ξέφυγε από τα χέρια μου και αγκαλιάζοντας τη γυναίκα της έδωσε απανωτές μαχαιριές και την ξέκανε», θα περιέγραφε, λίγο αργότερα, στην αστυνομία ο αυτόπτης μάρτυρας της επίθεσης, συμπληρώνοντας πως επιχείρησε και δεύτερη φορά να αφοπλίσει τον δράστη χτυπώντας τον με ένα σίδερο:
«Έπεσα πάλι πάνω του χτυπώντας τον με ένα σίδερο στο χέρι που κρατούσε το μαχαίρι και φοβέριζε όσους τον πλησίαζαν. Το μαχαίρι έφυγε από τα χέρια του και πετάχτηκε μακριά. Τότε έπεσε επάνω του ο κόσμος για να τον τσακίσει κι αν δεν έμπαινα στη μέση θα τον είχαν λιντσάρει. Τον τράβηξα στο γραφείο μου, στο συνεργείο, και τον προφύλαξα».
Το ασθενοφόρο που έφτασε, λίγα λεπτά αργότερα, μετέφερε τη γυναίκα στο νοσοκομείο, όπου απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατός της. Είχε δεχθεί 16 μαχαιριές στο κεφάλι, την κοιλιά και το στήθος. Την ίδια ώρα, ο δράστης του φονικού μεταφερόταν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Ήταν αιμόφυρτος, σε άθλια κατάσταση από τα χτυπήματα που, όπως ισχυρίστηκε, δέχτηκε από τους περαστικούς, αλλά και τους αστυνομικούς που τον συνέλαβαν.
Όπως αποκαλύφθηκε, πίσω από το άγριο φονικό κρυβόταν μια οικογενειακή τραγωδία. Ο 39χρονος Κ.Σ. και η 32χρονη Ε.Σ. ήταν παντρεμένοι για περίπου μια δεκαετία σε νησί του Ιονίου και γονείς μιας 8χρονης κόρης.
Η γυναίκα, τον Ιανουάριο του 1966, είχε εγκαταλείψει το σπίτι τους στο νησί για την Αθήνα, παίρνοντας μαζί της και το παιδί. Η 32χρονη ήρθε στην Αθήνα για να αρχίσει μια νέα ζωή, καθώς ήταν ερωτευμένη με έναν άλλο άνδρα. Δεν ήταν, όμως, η πρώτη φορά που εγκατέλειπε το σύζυγο της, το είχε κάνει άλλες δυο φορές. Φίλοι και συγγενείς, αλλά κυρίως ο άνδρας της, είχαν καταφέρει στο παρελθόν να την πείσουν να αλλάξει την απόφαση της και να επιστρέψει στη συζυγική στέγη για το καλό του παιδιού.
Αυτή τη φορά, όμως, η απόφαση της ήταν οριστική και την είχε ανακοινώσει σε όλους. Για το λόγο αυτό έφυγε από το νησί για την Αθήνα, όπου νοίκιασε ένα δωμάτιο, έγραψε τη μικρή στο σχολείο και έπιασε δουλειά σε μια βιοτεχνία, αφού γνώριζε την τέχνη, καθώς διατηρούσε με το σύζυγο της ανάλογη επιχείρηση που κατασκεύαζε γάντια.
Ο ρόλος του μονόχειρα
Ο 39χρονος, όμως, δεν δεχόταν σε καμία περίπτωση την απόφαση της. Έκλεισε τη βιοτεχνία του και την ακολούθησε στην Αθήνα, όπου έπιασε δουλειά ως οικοδόμος. Πίστευε πως θα καταφέρει να την μεταπείσει και να επιστρέψει στο σπίτι τους, όπως και τις προηγούμενες φορές.
Ωστόσο, η μοιραία στιγμή άλλαξε τα δεδομένα με το δράστη να ισχυρίζεται, ενώπιον της αστυνομίας, πως δεν είχε πρόθεση να σκοτώσει τη γυναίκα του την οποία, όπως είπε, λάτρευε, αλλά τον μονόχειρα εραστή της που του την είχε κλέψει.
«Τις προηγούμενες φορές ξαναγύρισε. Την αγαπούσα, τη λάτρευα. Πέσαμε κοντά όλοι οι συγγενείς, οι φίλοι κι εγώ κατέβαλα προσπάθειες για να την πείσω, έπεσα στα πόδια της, ταπεινώθηκα τόσο, όσο ούτε και αυτός ο Χριστός, και η άπιστη ξαναγύρισε και έμεινε κοντά μας», είπε ο 39χρονος στον αστυνομικό διευθυντή ισχυριζόμενος πως η ζωή τους στο νησί ήταν «περίφημη», καθώς η βιοτεχνία τους είχε πολλή δουλειά και έβγαζαν καλά χρήματα.
Ο γάμος τους είχε γίνει μετά από συνοικέσιο, αλλά, όπως είπε, «δεν αργήσαμε να αγαπηθούμε τόσο, όσο να ξεπερνάμε τα ζευγάρια που είχαν παντρευτεί από έρωτα και μας ζήλευαν όλοι. Αλλά τη ζωή αυτή που έμοιαζε με ποίημα την φθόνησαν οι εχθροί μας…»
Η αλλαγή στη ζωή τους, σύμφωνα με τον δράστη του στυγερού εγκλήματος, ήρθε όταν μπήκε ανάμεσα τους ένας μονόχειρας άνδρας. «Από εκείνη τη στιγμή ενώ η ζωή μας ήταν παράδεισος έγινε κόλαση. Κόλαση μάτια μου, δεν σου λέω ψέματα», είπε απευθυνόμενος στον αστυνομικό διευθυντή και συνέχισε:
«Αυτός μας τσάκισε, μας διέλυσε το σπίτι μας. Δεν είχε πια μυαλό ούτε για εμένα, ούτε για το παιδί μας. Όλα για εκείνον. Θα μου πείτε γιατί δεν την χώριζα; Μα πώς να το κάνω που την αγαπούσα και την λάτρευα; Για τούτο μάτια μου έπεφτα στα πόδια της και ταπεινώθηκα τόσες φορές, για να τη φέρω πίσω, γιατί την αγαπούσα και δεν μπορούσα να κάνω χωρίς αυτήν».
Ο 39χρονος παραδέχτηκε πως πρόθεση του ήταν να σκοτώσει τον εραστή της γυναίκας του, καθώς ήταν πλέον πεπεισμένος πως, όσο εκείνος ζούσε, ο ίδιος δεν είχε καμία ελπίδα. «Ζητούσα να τον σκοτώσω, αλλά εκείνος κρυβόταν, ο δειλός. Είχε μαζί του περίστροφο και απειλούσε ότι θα με σκοτώσει… Το μαχαίρι το είχα για να τον ξεκάνω μάτια μου, σας το λέω σοβαρά. Δεν το κρύβω γιατί μόνο έτσι θα ησύχαζα και εγώ και εκείνη».
Αστυνομικός: Μα θα σε έκλειναν στη φυλακή, αν τον σκότωνες...
Δράστης: Μα θα τον έβγαζα από τη μέση κι έτσι η γυναίκα μου θα κολλούσε κοντά μου σαν θα έβγαινα από τη φυλακή.
Αστυνομικός : Και αφού αυτός δεν έβγαινε από τη μέση, έβγαλες τη γυναίκα σου.
Δράστης: Δεν είχα σκοπό να τη σκοτώσω. Θέλω να με πιστέψετε. Εκείνο το μεσημέρι έψαχνα να βρω το σχολείο του παιδιού μου για να το δω… Σκέφτηκα από εκεί και οι δυο μαζί να πάμε στο σπίτι και να της ζητήσουμε να ξαναγυρίσει. Όμως ψάχνοντας για το σχολείο έπεσα επάνω της και όταν με είδε, μου φώναξε:
«Τι θέλεις;»
«Τι να θέλω, να σου μιλήσω για το ζήτημα μας για να ξαναγυρίσεις πίσω», της είπα.
«Δεν τα είπαμε ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω; Καλά ζούμε χωριστά και θα σε παρακαλέσω να μην με ξαναενοχλήσεις. Θέλω να με αφήσεις ήσυχη, δεν θέλω πια καμία κουβέντα μαζί σου».
Προσπαθούσα να την μεταπείσω, ταπεινώθηκα τόσο πολύ μπροστά της για το παιδί μας , γιατί τη λάτρευα. Τίποτα, όμως εκείνη επέμενε. Μου είπε να μην ξαναπατήσω σε εκείνα τα μέρη και πως δεν επρόκειτο να δω ποτέ το παιδί μου. Τούτο ήταν πολύ σκληρό για εμένα, το μυαλό μου θόλωσε και τότε δεν ήξερα τι έκανα.
Ο 39χρονος ξέσπασε σε λυγμούς και μονολογώντας έλεγε «γιατί να μου το κάνει αυτό, γιατί να με φέρει σε αυτή τη θέση να κάνω αυτό το κακό; Εγώ που τη λάτρευα να της κάνω αυτό το κακό…».
Το αποκαλυπτικό ημερολόγιο
Στην κατοχή του 39χρονου συζυγοκτόνου βρέθηκε ένα ημερολόγιο στο οποίο ο ίδιος κατέγραφε τις σκέψεις και τα σχέδια του. Σε αυτό αναφερόταν ένα σχέδιο στο οποίο ο κατηγορούμενος είχε δώσει το όνομα «Περικλής», καθώς έτσι έλεγαν τον εξάδελφο του στον οποίο είχε ζητήσει να μεσολαβήσει, για να μεταπείσει τη γυναίκα του να επιστρέψει στο σπίτι τους.
Η προσπάθεια, όμως, απέτυχε και στο ημερολόγιο καταγραφόταν ένα δεύτερο σχέδιο το οποίο έφερε τον τίτλο «σχέδιο εκδίκησης». Όπως έγραφε ο 39χρονος, «το "σχέδιο Περικλής" ήταν μοιραίο να αποτύχει κι εκείνη να μείνει στην οδό της αμαρτίας. Δεν υπάρχει τόσο για εκείνη, όσο και για εμένα, άλλη λύση από τον αφανισμό. Και αφανισμός σημαίνει εκδίκηση. Θα εφαρμοστεί λοιπόν το "σχέδιο εκδίκησης" για την προστασία της τιμής μου, την οποία εκείνη θέλησε να διασύρει. Δεν φταίω εγώ εάν αποφάσισα να την τιμωρήσω σκληρά».
Εννέα μήνες μετά το φονικό, τον Ιανουάριο του 1967, ο Κ.Σ. κάθισε στο εδώλιο του κακουργιοδικείου της Αθήνας. Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκαν φίλοι και συγγενείς του ζευγαριού οι οποίοι μίλησαν για την παθολογική αγάπη που είχε ο κατηγορούμενος στη σύζυγο του. Και εκείνος με τη σειρά του ισχυρίστηκε πως δεν είχε πρόθεση να την σκοτώσει, αλλά θόλωσε όταν εκείνη του είπε: «Σε μισώ, σε σιχαίνομαι, δεν θέλω να σε βλέπω».
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε την καταδίκη του κατηγορούμενου εκφράζοντας την πεποίθηση πως είχε πρόθεση να σκοτώσει τη σύζυγο του, ενώ μίλησε και για «ανάρμοστη συμπεριφορά του θύματος». Ο εισαγγελέας, μάλιστα, επέκρινε τη στάση του 39χρονου απέναντι στη σύζυγο του και τον εραστή της καθώς, όπως είπε, δεν αντέδρασε όταν εκείνη τον εγκατέλειψε και τον παρομοίωσε με «σκυλάκι που έτρεχε συνεχώς πίσω της».
Τελικά, το δικαστήριο έκρινε ένοχο τον κατηγορούμενο για ανθρωποκτονία από πρόθεση με τα ελαφρυντικά της μέτριας συγχύσεως, του πρότερου έντιμου βίου και της ανάρμοστης συμπεριφοράς του θύματος και τον καταδίκασε σε κάθειρξη 10 ετών και 15 ημερών.