tromaktiko: Θάλασσα: Μια πανάρχαια αγαπημένη λέξη

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2018

Θάλασσα: Μια πανάρχαια αγαπημένη λέξη



Επιμέλεια: Παύλος Μεθενίτης
Μία από τις πιο αγαπημένες ελληνικές λέξεις, που την έχουνε στο στόμα τους και στην καρδιά...
τους οι Έλληνες, και όλοι οι άλλοι που ζουν ή περνούν από αυτόν τον τόπο, που παραμένει ίδια και απαράλλαχτη για χιλιάδες χρόνια, είναι αβέβαιης ετυμολογίας! Αλήθεια! Η θάλασσα λοιπόν, η υδάτινη, αλμυρή έκταση που καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της επιφάνειας της γης, σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, είναι αγνώστου ετύμου.

Σίγουρα είναι μια λέξη πανάρχαια, πιθανότατα προελληνική, αφού δεν απαντά σε άλλη συγγενική, δηλαδή ινδοευρωπαϊκή γλώσσα. Σ’ αυτές τις γλώσσες, οι λέξεις για τη θάλασσα σχηματίζονται από το θέμα –mer που δεν υπάρχει στα ελληνικά. Στα λατινικά είναι «mare», στα γαλλικά «mer», στα ιρλανδικά «muir», «meer» στα γερμανικά, κλπ. Τώρα η λέξη «θάλασσα», μπορεί να συνδέεται με τη μακεδονική ιδιωματική λέξη «δάλαγχαν», λέει το Λεξικό.

Τώρα, υπάρχουν διάφορες λέξεις σχεδόν συνώνυμες με τη «θάλασσα» - σχεδόν, καθώς παρουσιάζουν λεπτές εννοιολογικές διαφορές. Ο «ωκεανός», ας πούμε, είναι και αυτή μια λέξη άγνωστης ετυμολογίας, πιθανώς δάνειο από κάποια πανάρχαια γλώσσα. Αρχικά σήμαινε τον μυθικό τεράστιο ποταμό χωρίς αρχή και τέλος, που περιέκλειε τον κόσμο, όπως τον γνώριζαν οι αρχαίοι – σήμερα, ο ωκεανός είναι η ακόμα μεγαλύτερη θαλάσσια έκταση που χωρίζει ηπείρους μεταξύ τους. Ανοιχτή θάλασσα είναι και το «πέλαγος», που η ετυμολογία της τη συνδέει με τις ανοιχτές, αναπεταμένες επιφάνειες της θάλασσας. Έχουμε και τη λέξη «πόντος», που αρχικά σήμαινε «θαλάσσιο πέρασμα, δρόμος», ενώ τώρα είναι η «κλειστή διαπλεύσιμη θάλασσα». Η λέξη σχετίζεται ετυμολογικά με το λατινικό «pons – pontis», που είναι βέβαια η γέφυρα, το πέρασμα...

Αυτές τις μέρες πάντως, που οι μισοί βρίσκονται στην δροσερή αγκαλιά της θάλασσας, με τους άλλους μισούς να περιμένουν ανυπόμονα τη σειρά τους, αξίζει τον κόπο να γνωρίζεις πως η «ακρογιαλιά», ας πούμε, που παίζουν πανευτυχή τα πιτσιρίκια με τα κουβαδάκια τους, είναι η άκρη του «γιαλού», του αρχαίου «αιγιαλού», δηλαδή της ακροθαλασσιάς. Κι αυτός ο αιγιαλός, άκου τώρα, προέρχεται από το «εν αιγί αλός», (στο κύμα της θάλασσας) όπου «αίγες», δηλαδή κατσίκες, έλεγαν οι αρχαίοι μεταφορικά τα μεγάλα κύματα, για την ορμητικότητά τους...

Να πούμε καταλήγοντας, πως η λέξη «θάλασσα» έχει την τιμητική της θέση στη γλώσσα μας, τόσους αιώνες που την χρησιμοποιούμε: για παράδειγμα, «τα κάνω θάλασσα» σημαίνει αποτυγχάνω παταγωδώς, ενώ ακόμα είναι σε χρήση η ρήση του Αισώπου: «πυρ γυνή και θάλασσα (δυνατά τρία)». Ο αρχαίος παραμυθάς εννοούσε πως η γυναίκα ανήκει στα τρία μεγαλύτερα κακά του κόσμου. Μάλλον θα προσπάθησε να ανάψει φωτιά κατά παραγγελίαν της γυναίκας του μέσα σε μια βάρκα, και τα ‘κανε θάλασσα ο κακομοίρης...
Πηγή

     



Εδώ σχολιάζεις εσύ!