Έκτη Κυριακή του Ματθαίου και ο Χριστός ξανάρχεται στην Καπερναούμ όπου...
συναντά έναν παράλυτο άνθρωπο «ἐπί κλίνης βεβλημένον». Η συνάντηση του Ιησού με τον παράλυτο, φέρνει τον πρώτο αντιμέτωπο με δύο εντελώς αντίθετες πνευματικές στάσεις. Από τη μία ο Ιησούς θαυμάζει την πίστη τόσο του παράλυτου όσο και αυτών που τον κουβαλούσαν και από την άλλη αντικρύζει την απανθρωπιά και την αθεΐα στο μεγαλείο τους στο πρόσωπο των Γραμματέων.
Η στάση των Φαρισαίων προκλητική και ειρωνική όπως πάντα δεν τους επιτρέπει να αναγνωρίσουν την εξουσία του Θεανθρώπου έναντι της ψυχικής και βιολογικής ασθένειας. Με το που ακούουν τον Ιησού να δίνει άφεση αμαρτιων στον παράλυτο, μιας που αυτό είχε πρώτιστα ανάγκη, δεν χάνουν χρόνο να τον χαρακτηρίσουν σαν «βλάσφημο». Τόση πολλή ήταν η απιστία και η άρνησή τους να αναγνωρίζουν τον Χριστό ως Κύριο του νόμου, στον οποίο έμεναν άρρωστα προσκολημμένοι! Αυτή η κακή στροφή στο γράμμα του νόμου ήταν και η αιτία που δεν αναγνώριζαν τον Χριστό ως τον Κύριο και Θεό που μπορεί να δώσει άφεση αμαρτιών.
Αυτή λοιπόν η λανθασμένη ερμηνευτική του νόμου, η ακολουθία και η επίκληση του τους κατέστησε τελικά σκληροκάρδιους, μνησίκακους, απάνθρωπους και τελικά οντολογικά άθεους. Και τους χαρακτηρίζουμε άθεους γιατί ο κάθε άνθρωπος που στερεύει απο αγάπη στερεύει και από θεογνωσία. Γίνεται υπαρξιακά άθεος μιας που ο Θεός είναι μόνο Αγάπη και συναντάται μέσα σ’ αυτήν. Οι Γραμματείς με το που αντικρύζουν την προσωποποιημένη αγάπη του Θεανθρώπου να αγγίζει τους αναγκεμένους διπλανούς τους, την φθονούν. Κι αυτό γιατί οι ίδιοι ήταν πραγματικά κενοί από έργα πραγματικής αγάπης. Τόσος ηταν ο φθόνος που τους διακατείχε που αντί να αναγνωρίζουν τα τόσα καλά και άγια πράγματα και θαύματα που έκανε ανάμεσα τους ο Χριστός, αυτοί διαμαρτύρονταν εναντίον του, εξετάζοντάς τα βάσει του νόμου αν ήταν επιτρεπτά η όχι.
Άδειοι λοιπόν οι Γραμματείς από, το μεγαλείο της «ανυπόκριτης» αγάπης όπως σημειώνει και το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα που όλα τα στεγάζει, απροϋπόθετα και γενναιόδωρα, ήταν όντως ψυχικά ασθενείς περισσότερο απο κάθε άλλον ασθενή που θεράπευε ο Χριστός. Ποτέ δεν μπόρεσαν δηλαδή να αγαπήσουν τον Χριστό γιατί ποτέ δεν αγάπησαν πραγματικά τον άνθρωπο. Αντί να ευαισθητοποιηθούν από την παρουσία Του που έθεται προτεραιότητα την αγάπη προς τον άνθρωπο, αυτοί έμεναν εγκλωβισμένοι στο γράμμα του νόμου και του θεσμού.
Ο άγιος Πορφύριος ονόμαζε την αγάπη προς τον Χριστό και τον άνθρωπο που φέρνει μόνον εσωτερική ειρήνη, «ψυχική υγεία», την οποία στερούνταν οι Γραμματείς του ευαγγελίου. Ο άνθρωπος ζώντας αγαπητικά στο περιβάλλον του είναι ψυχικά υγιής και «ζει όλα τα ωραία και τα υγιή». Ζώντας την αγάπη στο μεγαλείο της τα πάντα είναι εύκολα. Δέχεσαι τους πάντες με αγάπη, διακονείς με αγάπη την ανάγκη του άλλου, «ευλογείς» αυτούς που σε διώκουν, μιμείσαι, όσο περισσόερο μπορείς, την αγάπη που επέδειξε ο Χριστός στον άνθρωπο. Και τότε η χάρις του Χριστού σε μεταμορφώνει και είσαι όντως ψυχικά υγιής. Η βάση όπως δίδασκε ο άγιος είναι η ψυχική υγεία της οποίας έπεται η βιολογική και σωματική. Γι’ αυτό παρατηρούμε ότι στην ευαγγελική περικοπή, ο Ιησούς πρώτα δίνει άφεση αμαρτιών, δηλαδή την ψυχική υγεία στον παράλυτο και έπειτα του αποκαθιστά και την βιολογική του ασθένεια. Οι Γραμματείς αντίθετα επειδή ζουν χωρίς την αγάπη του Θεού που πραγματικά ο νόμος την εστερείτο, δεν μπορούν να κατανοήσουν τον Χριστό έναντι ενός ψυχικά και σωματικά ασθενούς που ζητά επίμονα θεραπεία, που ζητά να γεμίσει από τη θεία αγάπη.
Σήμερα που οι ασθένειες, βιολογικές και ψυχικές, βρίθουν, η αποφυγή της στάσης των Γραμματέων είναι επιβλητική. Η Ψυχική υγεία ως προτεραιότητα πρέπει να είναι η πρώτη μας αναζήτηση. Και για να καταφέρουμε κάτι τέτοιο οφείλουμε να αγωνιζόμαστε αγωνιωδώς για την καλλιέργεια της πραγματικής αγάπης και την εξάλειψη της εγωιστικής νοοτροπίας του κοσμικού ανταγωνισμού. Όλες οι ασθένειες, κατά τον άγιο Πορφύριο, προέρχονται από την έλλειψη εμπιστοσύνης και αγάπης στο Θεό η οποία δημιουργεί άγχος. Το άγχος ως θείο κενό καταργεί το αληθινό θρησκευτικό αίσθημα το οποίο δεν μας διακατέχει όταν συμπεριφερόμαστε φαρισαϊκά και εγωιστικά. Η δε σύναψη οντολογικής σχέσης με τον Χριστό και την Εκκλησία είναι ίσως το ισχυρότερο φάρμακο έναντι της δικής μας πνευματικής και ψυχικής παραλυσίας. Με την αγάπη είμαστε ψυχικά υγιείς και το άγχος ως αιτία κακού χάνει τη δύναμή του και έτσι η βιολογική ασθένεια αντιμετωπίζεται διαφορετικά. Το άγχος ως έλλειψη του Θεού από μέσα μας δεν μπορεί να αναπληρωθεί αν δεν μας πληρώσει στο έπακρο η σιγουριά και η χάρις του Θεού. Διαφορετικά θα βιώσει τον σωματικό πόνο ο ψυχικά υγιής, δηλαδή ο έπλεος της αγάπης του Θεού, και αλλιώς ο άνθρωπος που είναι άδειος από την αγάπη του Θεού. Εκεί είναι πραγματικά που ο πόνος σε καθιστά απαρηγόρητο και απέλπιδο καθώς δεν μπόρεσες να βιώσεις έστω και ελάχιστα τη θεία αγάπη.
Πηγή