το οποίο χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα γλυκόζης (σακχάρου) στο αίμα. Στις μέρες μας, το νόσημα αυτό εμφανίζεται όλο και πιο συχνά, όχι μόνο στους ενήλικες αλλά και στα παιδιά. Στο παρόν άρθρο θα πραγματευτούμε κάποια στοιχεία που αφορούν τον σακχαρώδη διαβήτη στα παιδιά.
Ο σακχαρώδης διαβήτης διακρίνεται σε δύο βασικούς τύπους: Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 προκύπτει όταν το πάγκρεας δεν παράγει καθόλου ινσουλίνη, ενώ ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 προκύπτει όταν η παραγόμενη ινσουλίνη δεν δρα αποτελεσματικά. Και στις δύο περιπτώσεις παρατηρούνται υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, επειδή η ινσουλίνη είναι μια απαραίτητη ορμόνη για να εισέλθει η γλυκόζη που προσλαμβάνεται μέσω της τροφής στα κύτταρα του οργανισμού και να αξιοποιηθεί για την παραγωγή ενέργειας.
Μέχρι πρόσφατα, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 θεωρούνταν ο μόνος τύπος διαβήτη που εμφανίζεται στα παιδιά, καθώς μόνο το 1-2% αυτών εμφάνιζε σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Εντούτοις, τις τελευταίες δύο δεκαετίες φαίνεται ότι ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2, παρόλο που θεωρούταν ασθένεια που εμφανίζεται σε άτομα άνω των 40 ετών, διαγιγνώσκεται πια και στα παιδιά, και μάλιστα με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των παιδιών που εμφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 στις μέρες μας ανέρχεται στο 8-45% αυτών. Ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1 διαγιγνώσκεται στα παιδιά σε ηλικία από 6 μηνών μέχρι και 20 ετών, ενώ τα παιδιά με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 διαγιγνώσκονται συνήθως σε ηλικία άνω των 10 ετών. Μάλιστα, όσο αυξάνεται η συχνότητα του υπέρβαρου και της παχυσαρκίας στα παιδιά, ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 αναμένεται να εμφανίζεται σε όλο και μικρότερη ηλικία, ακόμα και πριν την εφηβεία.
Στην περίπτωση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 τα συμπτώματα είναι πιο έντονα και σοβαρά και εμφανίζονται συνήθως απότομα, ενώ ο σακχαρώδης διαβήτης τύπου 2 εξελίσσεται συνήθως πιο αργά και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και να μην έχει εμφανή συμπτώματα.
Στον Πίνακα 1 φαίνονται τα κύρια κριτήρια για τη διάγνωση της νόσου τόσο στους ενήλικες όσο και στα παιδιά, σύμφωνα με την Αμερικανική Διαβητολογική Εταιρεία.
Πίνακας 1. Διαγνωστικά κριτήρια σακχαρώδη διαβήτη.
Συμπτωματολογία διαβήτη [πολυφαγία, πολυδιψία, πολυουρία και αναστολή της ανάπτυξης (στα παιδιά)], σε συνδυασμό με τυχαία εύρεση γλυκόζης αίματος πάνω από 200 mg/dL.
ή Γλυκόζη αίματος νηστείας πάνω από 126 mg/dL.
ή Γλυκόζη αίματος 2 ώρες μετά τη χορήγηση 75 γραμμαρίων γλυκόζης σε μορφή διαλύματος πάνω από 200 mg/dL, στο πλαίσιο της δοκιμασίας ανοχής στη γλυκόζη.
Πολύ σημαντικό είναι η νόσος να αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά, παρότι κάποιες από τις επιπλοκές αυτής μπορεί να μην εμφανισθούν στην παιδική ηλικία, αλλά αργότερα στην ενήλικη ζωή. Το πρώτο βήμα είναι βεβαίως να οριστεί κατά τη διάγνωση ο τύπος του σακχαρώδη διαβήτη, διότι διαφέρει τόσο η θεραπεία, όσο και η εκπαίδευση του παιδιού και της οικογένειάς του. Η διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1 βασίζεται στην εξωγενή χορήγηση ινσουλίνης, ενώ παράλληλα απαιτείται ένα ισορροπημένο και προσεκτικά σχεδιασμένο διατροφικό πλάνο, το οποίο εξαρτάται αποκλειστικά από το σχήμα της ινσουλίνης που χορηγείται στο παιδί, και ως εκ τούτου μπορεί να είναι είτε πιο δομημένο είτε πιο «ελεύθερο». Πάντως, εφόσον επιτυγχάνεται καλός γλυκαιμικός έλεγχος, δεν υπάρχουν ουσιαστικά απαγορευμένα τρόφιμα για ένα παιδί με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 1.
Αντιθέτως, η διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 περιλαμβάνει αλλαγές στον τρόπο ζωής του παιδιού, με σκοπό την αύξηση της ευαισθησίας στη δράση της ινσουλίνης. Συγκεκριμένα, συστήνεται η υιοθέτηση μιας ισορροπημένης δίαιτας, ουσιαστικά όχι διαφορετικής από αυτή που γενικά συστήνεται να καταναλώνεται από τα παιδιά, καθώς και η υιοθέτηση σωματικής δραστηριότητας για τουλάχιστον 60 λεπτά την ημέρα, με παράλληλο περιορισμό των καθιστικών δραστηριοτήτων, το πολύ σε 2 ώρες την ημέρα. Στην περίπτωση που δεν επιτυγχάνονται τα επιθυμητά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα, μπορεί να χρειαστεί επικουρικά η λήψη φαρμακευτικής αγωγής.
Πάντως, για τη διαχείριση της νόσου αυτής αναγκαία είναι η πιστή εφαρμογή, από την πλευρά του παιδιού, των εξατομικευμένων οδηγιών που θα του δοθούν, καθώς και η συνεργασία μεταξύ της οικογένειας και του σχολείου του παιδιού.
Πηγή