φρουτοπαρασκευάσματα του βάζου γεννήθηκαν σε μια εποχή που το γλυκό δεν ήταν μέρος του ημερήσιου διαιτολογίου. Η ζάχαρη ήταν ακριβή, εξ ου και θεωρούνταν είδος πολυτελείας, το ίδιο και η σοκολάτα, που ήταν σχεδόν ανύπαρκτη έξω από τα αστικά κέντρα. Στις αγροτικές περιοχές οι επιλογές σε γλυκό ήταν μετρημένες.
Μπορεί όμως να έλειπαν οι πάστες, οι μους, τα μιλφέιγ και οι τούρτες, είχαν όμως άλλα πλεονεκτήματα: αφθονία φρούτων και λαχανικών. Ιδίως το καλοκαίρι, που τα δέντρα γέμιζαν καρπούς, οι κερασιές και οι μηλιές κοκκίνιζαν ολούθε και τα ροδάκινα έπεφταν σωρηδόν στο χώμα από το βάρος των χυμών τους, η ανάγκη και -κυρίως- η καλλιεργηθείσα αίσθηση της οικιακής οικονομίας, ανάγκασε τις νοικοκυρές να αναζητήσουν τρόπους συντήρησης για την πλεονάζουσα παραγωγή, ώστε τίποτε να μην πάει χαμένο. Όσα φρούτα δεν πωλούνταν, όσα δεν προλάβαιναν να φαγωθούν, μεταποιούνταν ποικιλοτρόπως. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος συντήρησης ήταν το βράσιμο σε ζάχαρη, που, εκτός από το ότι βοηθούσε να διατηρηθούν τα φρούτα (σε άλλη βέβαια μορφή), έδινε και μια λύση στην ανάγκη για γλυκό.
Τα προϊόντα μεταποίησης
Φρούτα και ζάχαρη. Αυτά είναι τα βασικά υλικά, ο κοινός παρονομαστής σε όλες αυτές τις παραδοσιακές πρακτικές μεταποίησης που γέννησε η ανάγκη.
Ανάλογα με τα φρούτα που παρήγε κάθε τόπος και τις συνήθειές του, έχουν διασωθεί διάφορες σπεσιαλιτέ, όπως το γλυκό φιρίκι Βόλου, το γλυκό κουφέτο της Μήλου με κολοκύθα, που σέρβιραν σε γάμους, το γλυκό μελιτζανάκι του Λεωνιδίου ή το γλυκό ελιά, στις ελαιοπαραγωγούς περιοχές. Το ίδιο ισχύει και με τις μαρμελάδες. Ο,τι φρούτο ευδοκιμούσε βραζόταν με ζάχαρη για να γίνει γλυκό, μαρμελάδα και κομπόστα, ή με πετιμέζι, για να γίνει ρετσέλι.
Πηγή