«Οι εξωτερικές αλυσίδες τοποθετήθηκαν απλά µέσα στον άνθρωπο. Οι επιθυµίες και οι σκέψεις...
µε τις οποίες τον γεµίζει ο µηχανισµός της κοινωνίας τον αλυσοδένουν πολύ περισσότερο από όσο οι εξωτερικές αλυσίδες. Αυτό συµβαίνει γιατί ο άνθρωπος µπορεί να συνειδητοποιεί τις εξωτερικές του αλυσίδες αλλά όχι και τις εσωτερικές, έχοντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι είναι ελεύθερος. Μπορεί να προσπαθήσει να αποτινάξει τις εξωτερικές αλυσίδες, αλλά πώς µπορεί να απαλλαγεί από τις εσωτερικές όταν δεν γνωρίζει καν ότι υπάρχουν;» (Fromm, 1992, σ. 7)
Στο πλαίσιο της οικονοµικής κρίσης του καπιταλισµού που έχει προκαλέσει µια δίχως όρια ανθρωπιστική, κοινωνική και πολιτισµική κρίση διεθνώς µε χαρακτηριστικό παράδειγµα την Ελλάδα, είναι επιτακτική ανάγκη να ξανασκεφτούµε την κριτική παιδαγωγική σε επίπεδο θεωρητικό, σε επίπεδο κατευθύνσεων και στόχων, αλλά και σε σχέση µε τον τρόπο που επαναπροσδιορίζει το ρόλο των εκπαιδευτικών και επιχειρεί να επηρεάσει τις ζωές των µαθητών. Η συνεχιζόµενη οικονοµική κρίση έχει πλήξει µε ιδιαίτερα σκληρό τρόπο όχι µόνο την εκπαίδευση ως θεσµό, αλλά κυρίως τους ανθρώπους οι οποίοι εµπλέκονται στην εκπαιδευτική διαδικασία: από τον συρρικνούµενο προϋπολογισµό για την παιδεία, τις περικοπές στους µισθούς των εκπαιδευτικών, τις συγχωνεύσεις σχολείων, τις απολύσεις και τη διαθεσιµότητα µέχρι τις υλικές υποδοµές (σχολικά κτίρια, συντήρηση, καθαριότητα, φύλαξη, αναλώσιµα, πετρέλαιο θέρµανσης), αλλά και την καθηµερινότητα και επιβίωση των οικογενειών των µαθητών και των εκπαιδευτικών (ανεργία, φτώχεια, υποσιτισµός). Είναι φανερό ότι η µνηµονιακή κυβέρνηση θέτει ως προτεραιότητα µια διαφορετικού τύπου εκπαίδευση. Η νέα κατεύθυνση της εκπαιδευτικής πολιτικής ευθυγραµµίζεται πλήρως µε τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποσκοπεί στη µηχανοποίηση, αυτοµατοποίηση και ποσοτικοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, επιβάλλοντας ένα νέο καθεστώς καταπίεσης. Η τάση ποσοτικοποίησης και η εµµονή στην αποτελεσµατικότητα και τα µετρήσιµα µεγέθη κάθε άλλο παρά έχουν ως στόχο να βελτιωθεί η δηµόσια εκπαίδευση. Το σχολείο, λειτουργώντας όλο και περισσότερο σαν φυλακή ή σαν εργοστάσιο µετατρέπεται σταδιακά σε µια µορφή νεκρού χρόνου (Giroux, 2007) όπου δολοφονείται η φαντασία, η δηµιουργικότητα και η ελεύθερη σκέψη µαθητών και εκπαιδευτικών.
Σ’ αυτό λοιπόν το πλαίσιο, στο οποίο έχει καταλυθεί κάθε έννοια νοµιµότητας και συνταγµατικότητας, µε επιστροφή σ’ ένα εργασιακό µεσαίωνα για τους εκπαιδευτικούς και σ’ ένα σχολικό µεσαίωνα για τους µαθητές, τι µπορεί να προσφέρει η κριτική παιδαγωγική;
Υπογραµµίζω µε πολύ σύντοµο τρόπο ότι στα πλαίσια της θεωρίας της κριτικής παιδαγωγικής θεωρούµε ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εγγενώς και εξ’ ορισµού παρεµβατικός τόσο στο σχολικό όσο και στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο εκπαιδευτικός δεν είναι ένας ουδέτερος υπάλληλος που µεταδίδει γνώσεις και δεξιότητες υλοποιώντας το αναλυτικό πρόγραµµα. Στο πλαίσιο της κριτικής παιδαγωγικής, καταρρίπτεται η ιδέα του εκπαιδευτικού ως απόλυτης πηγής γνώσης στη µαθησιακή διαδικασία. Η διδασκαλία δεν είναι απλή µεταφορά γνώσεων, αλλά δηµιουργία εκείνων των συνθηκών στις οποίες µπορεί να παραχθεί ή να κατασκευαστεί η γνώση. Η σχέση ανάµεσα στη διδασκαλία και τη µάθηση είναι αµφίδροµη και διαµορφώνεται µε διαλεκτικό τρόπο από εκπαιδευτικούς και µαθητές. O εκπαιδευτικός είναι ενεργός στην εκπαιδευτική διαδικασία, η οποία ασφαλώς δεν περιορίζεται στους τέσσερις τοίχους της σχολικής αίθουσας. Η παιδαγωγική, µε την ευρύτερη έννοια, βρίσκεται παντού και λειτουργεί σε πολλαπλές σφαίρες ανθρώπινης ζωής και δράσης. Συµπεριλαµβάνει τις πρακτικές λόγου, τις γνώσεις και τις κουλτούρες που παράγονται και αναπαράγονται µέσα και έξω από τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα. Ένας από τους βασικούς στόχους της κριτικής παιδαγωγικής είναι να δηµιουργήσει τις συνθήκες στις οποίες οι µαθητές, στις επαφές µεταξύ τους, µε τους εκπαιδευτικούς και µε το ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, θα έχουν τη δυνατότητα να βιώνουν τους εαυτούς τους ως κοινωνικά, ιστορικά, σκεπτόµενα, επικοινωνιακά,µετασχηµατιστικά, δηµιουργικά όντα.
Εφόσον λοιπόν ο ρόλος του εκπαιδευτικού είναι εξ’ ορισµού παρεµβατικός, σε συνθήκες οξείας οικονοµικής, κοινωνικής και πολιτικής κρίσης αυτός ο ρόλος δοκιµάζεται ακόµη περισσότερο, αφού δεν µπορεί να περιοριστεί απλά και µόνο στην επαγγελµατική του ιδιότητα. Ο εκπαιδευτικός δραστηριοποιείται σε πολλαπλές σφαίρες, µέσα και έξω από τα εκπαιδευτικά ιδρύµατα, όχι µόνο ως εκπαιδευτικός αλλά και ως ενεργός συνειδητοποιηµένος πολίτης. Συνεπώς, ο ρόλος του πρέπει να αναζητηθεί όχι µόνο στην εγγενή φύση των πνευµατικών δραστηριοτήτων που περιλαµβάνει η εργασία του, αλλά στο σύνολο του συστήµατος σχέσεων, µέσα στις οποίες αυτές οι δραστηριότητες (και άρα και οι οµάδες εκπαιδευτικών που τις εκπροσωπούν) τοποθετούνται στο γενικό σύµπλεγµα των κοινωνικών σχέσεων. Ο χαρακτήρας του σώµατος των εκπαιδευτικών θα πρέπει να αναζητηθεί στα πεδία δράσης τους, καθώς και στους τρόπους µε τους οποίους η εκάστοτε ιστορικο-κοινωνική και πολιτική πραγµατικότητα τούς ωθεί σε θέσεις υποκειµενικής δράσης, τις οποίες επιλέγουν. Οι εκπαιδευτικοί ανήκουν στην εποχή τους και κάνουν τις επιλογές τους µε βάση τα κρίσιµα θέµατα που αντιµετωπίζουν οι κοινωνίες τους.
Χαρακτηριστικά αναφέρω ότι από την αρχή της κρίσης στην Ελλάδα, µε την όξυνση των αντιθέσεων και την ολοµέτωπη επίθεση στην παιδεία στο σύνολό της, εάν εξαιρεθεί µια έξαρση συµµετοχής το 2011-2012 που συµβάδιζε µε γενικότερες κινητοποιήσεις και απεργίες σε διάφορους κλάδους, δεν µπορούµε να ισχυριστούµε ότι καταγράφεται συσπείρωση ή αύξηση συµµετοχής και ενεργές παρεµβάσεις από τους εκπαιδευτικούς (ή το φοιτητικό κίνηµα). Με δεδοµένες την απληστία και την επιθετικότητα µε τις οποίες εφαρµόζονται οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αυτή τη στιγµή στην Ελλάδα για να υλοποιηθεί η καπιταλιστική αναδιάρθρωση, ο φόβος και η δύναµη χρησιµοποιούνται για τη διατήρηση της υπακοής και της συναίνεσης. Η υπακοή και η συναίνεση είναι δυστυχώς ορατές στις τάξεις των εκπαιδευτικών όλων των βαθµίδων. Οι Έλληνες, µε λίγες εξαιρέσεις (αντιφασιστικά κινήµατα, αντικαπιταλιστικά αριστερά µέτωπα, οµάδες αλληλεγγύης κ.ο.κ.), έγιναν συνεργοί στην ίδια τους την απανθρώπιση, επειδή η υπακοή τους έκανε να νιώθουν ασφαλείς και προστατευµένοι: «η υπακοή µου µε κάνει µέτοχο της εξουσίας που λατρεύω και γι’ αυτό νιώθω δυνατός. ∆εν µπορώ να κάνω λάθος, αφού αυτή αποφασίζει για µένα» (Fromm, 1981: 8).
Από τις προηγούµενες σύντοµες εισαγωγικές παρατηρήσεις αναδύονται οι κεντρικές έννοιες της εργασίας µου, έννοιες που θεωρώ θεµελιώδεις στην παιδαγωγική: η ελευθερία, η ανυπακοή και η ελπίδα. Και οι τρεις έννοιες έχουν κεντρική σηµασία για την ανατροπή της παρούσας νεκροφιλικής πολιτικής των µνηµονιακών κυβερνήσεων – η καλύτερη κατανόησή τους µπορεί να συµβάλει στην προβολή και υλοποίηση νέων προγραµµάτων ανατροπής µέσα και έξω από το σχολείο. Και οι τρεις έννοιες έχουν αναλυθεί διεξοδικά από τον κορυφαίο Βραζιλιάνο παιδαγωγό Paulo Freire. Ωστόσο, είναι πιθανώς λιγότερο γνωστό πόσο βαθιά επηρεασµένος υπήρξε ο Freire από τον Γερµανό ψυχαναλυτή και κοινωνικό φιλόσοφο Erich Fromm (1900-1980).
O Freire επισκέφθηκε τον Fromm στα τέλη της δεκαετίας του 1960 στην Κουεβαρνάκα στο Μεξικό, σε µια συνάντηση την οποία οργάνωσε ο Ivan Illich. Ο Freire αναφέρει µια συζήτηση που είχε σε εκείνη τη συνάντηση µε τον Fromm σχετικά µε «τη δυσκολία των καταπιεζόµενων να τοποθετήσουν τον καταπιεστή έξω από τους ίδιους» (1995: 105). Εδώ βρίσκεται µία από τις κεντρικές συλλήψεις του έργου του Fromm, όπως εύγλωττα εκφράζεται στο εισαγωγικό απόσπασµα που παρέθεσα το οποίο αναφέρεται στις εσωτερικές και εξωτερικές αλυσίδες. Ο Freire παραπέµπει στον Fromm όταν αντιπαραθέτει τη «βιοφιλία», δηλαδή την αγάπη για τη ζωή, µε τη «νεκροφιλία» την οποία θεωρεί βασική αιτία αποδοχής της καταπίεσης. Σύµφωνα µε τον Freire, οι καταπιεζόµενοι, για να ξεπεράσουν την καταπιεστική κατάσταση στην οποία βρίσκονται, «πρέπει πρώτα να συνειδητοποιήσουν κριτικά τις αιτίες της έτσι ώστε µέσα από τη µετασχηµατιστική δράση, να µπορέσουν να δηµιουργήσουν µια νέα κατάσταση, µια κατάσταση που να καθιστά δυνατή την αναζήτηση µιας πιο ολοκληρωµένης ανθρωπιάς» (2003: 47), αλλά συχνά φοβούνται να πάρουν το ρίσκο που συνδέεται τόσο µε τη δική τους απελευθέρωση όσο και µε το να πείσουν τους άλλους να το κάνουν, αφού οι ίδιοι φοβούνται την ελευθερία. Ο Freire αναγνωρίζει ότι αυτό το είδος φόβου περιορίζει τις επιλογές για τους καταπιεζόµενους.
Τόσο ο Erich Fromm όσο και ο Paulo Freire ασχολήθηκαν µε το ζήτηµα της Ελευθερίας: ο Freire στην Αγωγή του Καταπιεζόµενου και αργότερα στην Παιδαγωγική της Ελευθερίας και ο Fromm στο σύνολο της εργογραφίας του µε πιο εκτεταµένες αναφορές και ανάλυση στον Φόβο για την Ελευθερία. Είναι φανερό ότι ο Freire βασίστηκε σε πολύ µεγάλο βαθµό στη θεωρητική προσέγγιση του Fromm, αν και δεν το αναγνωρίζει πάντα ούτε κάνει απαραίτητα τις αναφορές που θα έπρεπε στο έργο του Fromm.
Υπακοή
Αξιοποιώντας το έργο του Erich Fromm θεωρώ ότι το νεοφιλελεύθερο πείραµα που βιώνουµε από το 2008 στην Ελλάδα, το οποίο γεννάει καταστροφή και θάνατο, είναι ένα παράδειγµα «κοινωνικής νεκροφιλίας». Τι εννοώ µ’ αυτό: αναφέροµαι στην ωµή, οργανωµένη προσπάθεια εκ µέρους του εγχώριου πολιτικού συστήµατος και των ξένων νεοφιλελεύθερων κέντρων να εφαρµόσουν οικονοµικές πολιτικές που έχουν ως αποτέλεσµα τη σωµατική, υλική, φυσική, κοινωνική και οικονοµική καταστροφή του ανθρώπου. Πολιτικές οι οποίες προωθούν το θάνατο, είτε σωµατικό είτε συµβολικό. Ο στόχος της συνεχιζόµενης νεοφιλελεύθερης επέλασης είναι η φυσική και συµβολική καταστροφή των πιο ευάλωτων στρωµάτων του πληθυσµού. Επιδιώκει να θέσει ολόκληρη την κοινωνία σε ηµιθανή κατάσταση ώστε να εφαρµόσει σκληρότατα µέτρα λιτότητας χωρίς προηγούµενο, που θα αποφέρουν κέρδη για τις κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις διεθνώς.
Η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα έχει µετατρέψει την εκπαίδευση σε «πράγµα», σε «αντικείµενο» και µέσα από στοχευµένες πολιτικές την απογυµνώνει σιγά-σιγά από τον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα. ∆ιαπιστώνουµε, δηλαδή, µια εκπαιδευτική «νεκροφιλία» µε γενικευµένες τάσεις ποσοτικοποίησης, µηχανοποίησης και αυτοµατισµού που µετατρέπει την εκπαιδευτική διαδικασία σε απλή µετάδοση γνώσεων και δεξιοτήτων, ένα «τραπεζικό µοντέλο» εκπαίδευσης, όπως θα το αποκαλούσε ο Freire. Όλα αυτά, βέβαια, στο όνοµα της ελευθερίας, στο όνοµα της προόδου και του κυβερνητικού «success story». Πώς γίνεται στο όνοµα της ελευθερίας να αλυσοδένεται ακόµη περισσότερο ο άνθρωπος; Πως γίνεται να είναι σκλάβος χωρίς αλυσίδες; «Ο φόβος για την ελευθερία είναι το τραγικό δίληµµα του καταπιεζόµενου τον οποίο (φόβο) η εκπαίδευση πρέπει να λάβει υπόψη της» απαντά ο Freire. Χτίζουµε ένα σχολείο µε τυµπανοκρουσίες «αποτελεσµατικότητας» για να µην ακούγεται ο θόρυβος από τις αλυσίδες που σέρνουµε: αλυσίδες ιδεολογικές, που σκοτώνουν τη φαντασία, που βλέπουν τους δασκάλους και τους µαθητές σαν πράγµατα. Και ενώ οι άνθρωποι µετατρέπονται σε πράγµατα, τα πράγµατα µε τη σειρά τους µετατρέπονται σε ανθρώπους. Τα άψυχα παίρνουν ψυχή και τα έµψυχα χάνουν την ψυχή τους.
Έχουµε µπροστά µας µια κοινωνία στην οποία κυριαρχεί εκείνο που ο Fromm αποκαλεί «το έχειν ως τρόπος ύπαρξης», µια κατάσταση για την οποία ευθύνονται οι σύγχρονες καπιταλιστικές κοινωνίες. Στον τρόπο ύπαρξης µε βάση το έχειν δεν υπάρχει ζωντανή σχέση ανάµεσα σε εµένα και σε αυτό που έχω. Αυτό και εγώ έχουµε γίνει πράγµατα, και εγώ το έχω αυτό επειδή έχω τη δύναµη να το κάνω δικό µου […] Ο τρόπος ύπαρξης του έχειν δεν καθιερώνεται µε µία ζωντανή, παραγωγική διαδικασία ανάµεσα σε υποκείµενο και αντικείµενο· κάνει τα πράγµατα και αντικείµενο και υποκείµενο. Η σχέση αυτή είναι σχέση θανάτου και όχι ζωής (Fromm, 1976: 77-78).
Και τελικά αν είµαι αυτό που έχω, αν δηλαδή η ταυτότητά µου είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε τα πράγµατα που µου ανήκουν, τι θα είµαι εάν χάσω αυτά που έχω; Όσο περισσότερο αποδίδονται ανθρώπινες ιδιότητες στα πράγµατα τόσο απογυµνώνεται ο άνθρωπος από τη δική του ανθρώπινη υπόσταση. Φαίνεται ότι το σύστηµα πρέπει να εξαθλιώσει τους ανθρώπους και να τους απανθρωπίσει, προκειµένου να εξανθρωπίσει άψυχα πράγµατα και στη συνέχεια, ενδεχοµένως να ξαναδώσει στον άνθρωπο εκ νέου την υπόστασή του, στη νέα κοινωνία της αγοράς. Εννοούµε, όµως, ένα νέο είδος ανθρώπου που, πλέον, θα έχει στερηθεί κάθε έννοια υποκειµενικότητας: Το άτοµο γίνεται ένας αριθµός, µετατρέπει τον εαυτό του σε ένα πράγµα. Αλλά επειδή δεν υπάρχει κάποια ξεκάθαρη αρχή, επειδή δεν είναι «αναγκασµένο» να υπακούει, το άτοµο έχει την ψευδαίσθηση ότι ενεργεί αυτοβούλως και ακολουθεί την αρχή της «λογικής». Ποιος µπορεί να δείξει ανυπακοή στο «λογικό»; […] ποιος µπορεί να δείξει ανυπακοή όταν δεν κατανοεί καν πως υπακούει; (Fromm, 1981: 22).
Η ανάλυση του Fromm για την υπακοή και την ελευθερία µπορεί να χρησιµεύσει ως σηµαντικό ερµηνευτικό εργαλείο για την απάθεια της πλειονότητας των Ελλήνων µπροστά στην καταστροφή της ζωής τους. Το είδος της υπακοής που απαιτείται από τον «πειθαρχηµένο» Ευρωπαϊκό Βορρά χρειάζεται µια «αυταρχική συνείδηση», δηλαδή, την εσωτερικευµένη φωνή µιας εξουσίας, την υπακοή σε εξωτερικές σκέψεις και δυνάµεις, µια υπακοή που τείνει να αποδυναµώσει την «ανθρωπιστική συνείδηση», δηλαδή τη διαισθητική γνώση «γύρω από το τι είναι ανθρώπινο και τι δεν είναι, την ικανότητα να είµαστε ο εαυτός µας και να τον αξιολογούµε, τη φωνή που καλεί πίσω στον εαυτό µας και στην ανθρωπιά µας» (Fromm, 1981: 7). Με άλλα λόγια, απαιτεί από τον ελληνικό λαό να υποκύψει εκούσια στην καταστροφή του, να χάσει την ικανότητα της ανυπακοής, έτσι ώστε να µην έχει καν επίγνωση του γεγονότος ότι υπακούει απόλυτα.
Ο Fromm χρησιµοποιεί δύο εύγλωττα παραδείγµατα ανυπακοής, τους µύθους του Αδάµ και της Εύας και του Προµηθέα. Και τα δύο καταδεικνύουν πως από µια πράξη ανυπακοής, είτε µε τη Χριστιανική είτε µε τη µυθολογική έννοια, ξεκίνησε η ανθρώπινη ιστορία. Ισχυρίζεται ότι οι άνθρωποι αναπτύχθηκαν πνευµατικά και διανοητικά ακριβώς επειδή ήταν σε θέση να πουν όχι στην εκάστοτε εξουσία. Συνεπώς, η υποταγή στην εξουσία µπορεί να σηµαίνει µόνο τον πνευµατικό και διανοητικό θάνατο. Όπως λέει ο Fromm (1981) «Η ανθρώπινη ιστορία άρχισε µε µια πράξη ανυπακοής και δεν είναι απίθανο ότι θα τερµατιστεί µε µια πράξη υπακοής» (σ. 1). Η υπακοή και η ανυπακοή βρίσκονται σε µια διαλεκτική σχέση, όπως δείχνει, για παράδειγµα, η ιστορία της Αντιγόνης: µέσα από την ανυπακοή της στους απάνθρωπους νόµους του κράτους, υπάκουσε στους νόµους της ανθρωπότητας. Κάθε πράξη ανυπακοής περιλαµβάνει µια πράξη υπακοής σε κάτι άλλο. Αυτό το είδος ανυπακοής, λοιπόν, συνδέεται µε την έννοια της υποκειµενικότητας:
Ένα πρόσωπο µπορεί να ελευθερωθεί µέσω πράξεων ανυπακοής, µαθαίνοντας να λέει όχι στην εξουσία. Αλλά δεν είναι µόνο η ικανότητα για ανυπακοή προϋπόθεση για την ελευθερία: η ελευθερία αποτελεί επίσης προϋπόθεση για την ανυπακοή. Αν φοβάµαι την ελευθερία, δεν τολµώ να πω «όχι», δεν µπορώ να βρω το θάρρος να είµαι ανυπάκουος.
Πράγµατι, η ελευθερία και η ικανότητα για ανυπακοή είναι αδιαχώριστες· εποµένως, κάθε κοινωνικό, πολιτικό και θρησκευτικό σύστηµα που διακηρύσσει την ελευθερία, αλλά καταπνίγει την ανυπακοή, δεν µπορεί να λέει την αλήθεια (Fromm 1981: 9).
Με βάση τα προηγούµενα, γίνεται σαφές ότι η ανυπακοή σηµαίνει διαφορετικά πράγµατα για το κυρίαρχο σύστηµα και τις ελίτ της εξουσίας και διαφορετικά για το λαό. Η ανυπακοή απελευθερώνει τον άνθρωπο, ενσαρκώνει το τι σηµαίνει να είσαι άνθρωπος. Στην κυρίαρχη αφήγηση, στερεί από το πρόσωπο την ανθρώπινη υπόστασή του και το αυτοµατοποιεί. Από τη µια πλευρά έχουµε την υπακοή σε ένα άτοµο, θεσµό ή εξουσία (ετερόνοµη υπακοή), που µεταφράζεται σε υποτέλεια: «υπονοεί την παραίτηση από την αυτονοµία µου και την αποδοχή µιας ξένης βούλησης ή κρίσης στη θέση της δικής µου» (Fromm, 1981:5). Από την άλλη πλευρά, η «υπακοή στη δική µου λογική ή πίστη (αυτόνοµη υπακοή), δεν είναι µια πράξη υποτέλειας, αλλά επιβεβαίωσης» (σ. 5). Ασφαλώς, η ετερόνοµη υπακοή δεν είναι η ιδανική κατάσταση για την επιβίωση κάθε αυταρχικού συστήµατος, αφού ακόµη και αν η υπακοή µπορεί να επιβληθεί µε τη δύναµη, υπάρχουν πολλά µειονεκτήµατα σε αυτή τη µέθοδο, γιατί α) η διαµόρφωση της δύναµης θα µπορούσε να µετατοπιστεί στα χέρια των πολλών και β) πολλά είδη εργασίας δεν µπορούν να γίνουν κανονικά εάν πίσω από την υπακοή δεν βρίσκεται τίποτε άλλο εκτός από φόβο. Εποµένως, «η υπακοή πρέπει να ριζωθεί µέσα στην καρδιά και όχι να επιβληθεί από φόβο. Ο άνθρωπος πρέπει να θέλει, ακόµη και να χρειάζεται να υπακούει, αντί απλά και µόνο να φοβάται να δείξει ανυπακοή» (σ. 10).
Στην περίπτωση της Ελλάδας έχουµε ένα αυταρχικό πολιτικό σύστηµα που περιλαµβάνει την υπακοή ως ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξής του: αυξηµένη καταστολή, παρακολούθηση (κάµερες σε δηµόσιους χώρους), µιλιταρισµός και αυξηµένη αστυνόµευση, άνοδος νεοναζισµού. Τι θα σήµαινε λοιπόν για τον Ελληνικό λαό να παρακούσει αυτή την παράλογη αρχή; Γιατί οι άνθρωποι προσκολλώνται στην υποτέλεια και υποκύπτουν όταν θα µπορούσαν να έχουν επιλέξει την ελευθερία; Ο Fromm (1976) είναι και πάλι διαφωτιστικός σε αυτό το σηµείο. Υπογραµµίζει ότι οι άνθρωποι δεν προσκολλώνται στη ζωή όταν αυτή απειλείται. Για παράδειγµα, πολύ συχνά παραµένουν σε πλήρη αδράνεια µπροστά στην καταστροφή: «ενώ στην ιδιωτική µας ζωή κανείς εκτός από έναν τρελό δεν θα παρέµενε παθητικός στη θέα µιας απειλής για τη συνολική µας ύπαρξη, εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για τις δηµόσιες υποθέσεις δεν κάνουν πρακτικά τίποτε και εκείνοι που έχουν εµπιστευτεί τη µοίρα τους σε αυτούς συνεχίζουν να µην κάνουν τίποτε» (σ.10). Παρ’ όλο που σε συνθήκες οξείας κρίσης οι άνθρωποι αναπτύσσουν συχνά θυµό και οργή, η Arendt (1971) επισηµαίνει πως η οργή δεν είναι µια αυτόµατη αντίδραση στη µιζέρια και στον πόνο. ∆ηλαδή, η οργή δεν προκύπτει σε όλες τις απάνθρωπες συνθήκες. Μόνο όπου «υπάρχει λόγος να υποπτευόµαστε ότι οι συνθήκες θα µπορούσαν να αλλάξουν, αλλά αυτό δεν συµβαίνει, προκύπτει οργή. Μόνο όταν προσβάλλεται το αίσθηµα της δικαιοσύνης αντιδράµε οργισµένα» (σ. 63).
Στην αναζήτηση του ελληνικού λαού να βρει τη χαµένη του αφήγηση, να «ξανα-αφηγηθεί» τον εαυτό του µε συλλογικό τρόπο, όπως χαρακτηριστικά λέει η Klein (2012), η ικανότητα α) να παρακούσει συνειδητά και β) να δώσει περιεχόµενο στην έννοια της ελπίδας µε ένα πραγµατικό, εφικτό πολιτικό σχέδιο αποτελούν δύο πολύ σηµαντικά προτάγµατα. Για να παραφράσω τον Fromm, σ’ αυτό το σηµείο της ελληνικής ιστορίας «η ικανότητα να αµφιβάλλει κανείς, να ασκεί κριτική και να δείχνει ανυπακοή» ίσως να στέκεται ανάµεσα στο µέλλον της χώρας και στο τέλος της (1981). Βέβαια, η ανυπακοή πρέπει να διακρίνεται από την εξεγερτικότητα ως αντίδραση χωρίς ξεκάθαρο πολιτικό περιεχόµενο. Η ικανότητα να είναι κανείς ανυπάκουος έγκειται στην ικανότητά του να υπακούει στη συνείδηση και στις αρχές που έχει επιλέξει.
Στο σηµείο αυτό θεωρώ αναγκαίο να διατυπώσω µερικές παρατηρήσεις για ορισµένα προβλήµατα της σύγχρονης κριτικής παιδαγωγικής:
α) Η κριτική παιδαγωγική έχει σε πολλές περιπτώσεις καταντήσει το «αλατοπίπερο» άλλων επιστηµονικών πεδίων εντός και εκτός παιδαγωγικής. Πολλοί «κάνουν ολίγη» κριτική παιδαγωγική, επειδή είναι της µόδας, επειδή θεωρείται επαναστατική, επειδή εξυπηρετεί. Γι’ αυτό αναφέρθηκα προηγουµένως στη διαφορά της εξεγερτικότητας από την ανυπακοή. Συχνά η κριτική παιδαγωγική χρησιµοποιείται ως επίχρισµα ψευτοεπαναστατικότητας και εξεγερτικότητας χωρίς να έχει σαφές πολιτικό και παιδαγωγικό περιεχόµενο. Λίγοι από τους αυτο-αποκαλούµενους κριτικούς παιδαγωγούς έχουν εµβαθύνει µε ειλικρίνεια στο γνωστικό αντικείµενο και την ιστορικότητα αυτού του θεωρητικού ρεύµατος. Οι περισσότεροι κινούνται επιφανειακά και οικειοποιούνται µε αυθαίρετο τρόπο τους κεντρικούς της άξονες, διαστρεβλώνοντας συχνά τόσο το πολιτικό της πρόγραµµα όσο και τους στόχους της. Θεωρώ λοιπόν ότι είναι αναγκαία µια µεγαλύτερη επιστηµονική καθαρότητα και οριοθέτηση, η οποία όχι µόνο θα προστατεύσει την ως τώρα πορεία και ιστορία της κριτικής παιδαγωγικής, αλλά θα δηµιουργήσει και τις συνθήκες για παραγωγή νέας θεωρίας στους κόλπους της.
β) Συχνά παρατηρείται το φαινόµενο του κριτικού παιδαγωγού-αστέρα. Ασφαλώς, το φαινόµενο αυτό παρατηρείται και σε άλλα γνωστικά πεδία, αλλά θα έλεγε κανείς ότι στην κριτική παιδαγωγική, µία εξ ορισµού ριζοσπαστική θεωρητική κατεύθυνση, δεν υπάρχει χώρος για τέτοια φαινόµενα. Εννοώ την κατασκευή µιας συγκεκριµένης οµάδας κριτικών παιδαγωγών-αστέρων, τα ονόµατα των οποίων βλέπουµε να παρελαύνουν σε συνέδρια και δηµοσιεύσεις και να γίνονται σε µια νύχτα ειδικοί σε θέµατα για τα οποία έχουν πλήρη άγνοια. Θα επαναλάβω εκείνο που λέω στις φοιτήτριες και τους φοιτητές µου κάθε χρόνο: όταν θεοποιείτε τον οποιοδήποτε ακαδηµαϊκό, φιλόσοφο, θεωρητικό, βρίσκεστε ήδη εκτός κριτικής παιδαγωγικής. Κανένας δεν είναι υπεράνω κριτικής και οι άνθρωποι αξιολογούνται µε βάση το έργο τους.
γ) Σε αντίθεση µε αυτό το µοντέλο των κριτικών παιδαγωγών που καταλήγουν να αναπαράγουν µορφές καταπίεσης, αντιπροτείνω µια µορφή πνευµατικής εργασίας η οποία εγγυάται όχι µόνο το κριτικό πνεύµα αλλά και την αναγκαία ανεξαρτησία σκέψης. ∆εν αρκεί να αντι-προτείνει κάποιος έναν κόσµο ελπίδας, δυνατότητας και προοπτικής, πρέπει και να τον βιώνει µε το παράδειγµα και τον τρόπο ζωής του. Οι ακαδηµαϊκοί που υπηρετούν την ανώτατη εκπαίδευση, ως ενεργοί κοινωνικοί φορείς, έχουν ένα τροµακτικό βάρος κοινωνικής ευθύνης που αναπόφευκτα συνίσταται στη συνεχή άσκηση κριτικής στη διακυβέρνηση, στα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, στις κοινωνικές δοµές, στην κατασκευή ιεραρχιών γνώσης, στις πρακτικές λόγου και στην αναπαραγωγή των κοινωνικών ανισοτήτων. Για να σηκώσουν αυτό το βάρος χρειάζεται να έχουν σπάσει τις εσωτερικές τους αλυσίδες.
H Ελπίδα µέσα στις Πολιτικές της Απελπισίας
Στην τρέχουσα κυριαρχία της πολιτικής της απελπισίας, της κατήφειας και του αφανισµού στην Ελλάδα, «οι περισσότεροι άνθρωποι είναι σχεδόν έτοιµοι να καταγγείλουν την πίστη στη βελτίωση των ανθρώπων ως µη ρεαλιστική» (Fromm, 1973: 484). Πιστεύω ότι οποιαδήποτε ανάλυση βασίζεται στη θεωρία του Erich Fromm µπορεί να αποκτήσει νόηµα µόνο όταν περιλαµβάνει µια συζήτηση για την ελπίδα στην κατεύθυνση ενός σοσιαλιστικού ανθρωπισµού. Ο σοσιαλισµός δεν είναι ένα αφηρηµένο κοινωνικοοικονοµικό και πολιτικό πρόγραµµα, είναι ένα πρόγραµµα που αφορά τους ανθρώπους. Με αυτή την έννοια ο σοσιαλισµός πρέπει να είναι ριζοσπαστικός, αφού το να είσαι ριζοσπάστης σηµαίνει να φτάνεις στη ρίζα και η «τελική ρίζα» είναι ο άνθρωπος.
Ο Fromm προσφέρει ένα θεωρητικό πλαίσιο για την ελπίδα, µια έννοια που είναι άρρηκτα συνδεδεµένη µε την ανθρώπινη υποκειµενικότητα, ως: ικανότητα να απελευθερώνει κανείς τον εαυτό του από οτιδήποτε µοιάζει µε το µοιραίο ιστό των περιστάσεων που έχει δηµιουργήσει. Είναι η θέση όχι των αισιόδοξων ούτε των απαισιόδοξων, αλλά των ριζοσπαστών που έχουν λογική πίστη στην ικανότητα του ανθρώπου να αποφύγει την απόλυτη καταστροφή. Αυτός ο ουµανιστικός ριζοσπαστισµός αναφέρεται στις ρίζες και κατά συνέπεια στις αιτίες· τείνει να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τις αλυσίδες των ψευδαισθήσεων (Fromm, 1973α: 485).
Αυτό που είναι σηµαντικό και πολύτιµο στην ανάλυση της ελπίδας στον Fromm είναι ότι δεν την παρουσιάζει σαν µια «χαριτωµένη» έννοια που περιγράφει αόριστα τι σηµαίνει να σκεφτόµαστε θετικά. Είναι µια οργανική κατασκευή, θεµελιωµένη στις διαλεκτικές σχέσεις ανάµεσα στο κοινωνικό και το ατοµικό, στις υλικές συνθήκες και τις κοινωνικές προσδοκίες. Στο έργο του, η ελπίδα αποτελεί ένα παράδοξο. ∆εν είναι ούτε ένας νυσταγµένος ρεφορµισµός ούτε µια µορφή ψευτο-περιπέτειας. ∆εν είναι µια παθητική ελπίδα που υποτάσσεται στις απαγορεύσεις και απλώς περιµένει να της επιτραπεί να υπάρξει σε µια καλύτερη κατάσταση. ∆εν είναι µια ελπίδα για χρόνο, ούτε η λατρεία για το µέλλον δεν ζητά παράταση χρόνου για ό,τι πρόκειται να συµβεί (αυτό θα αποτελούσε ουσιαστικά την αλλοτρίωση της ελπίδας). Η ελπίδα δεν υφίσταται χωρίς την ανθρώπινη παρέµβαση και η παθητική προσµονή συνιστά µια µορφή κεκαλυµµένης απελπισίας και ανικανότητας (Fromm, 1973, 1973α, 1976, 1978). Το να έχεις ελπίδα, ισχυρίζεται ο Fromm, σηµαίνει να πάψεις να είσαι παρατηρητής. Είµαστε µέρος των καταστάσεων που παρατηρούµε, είµαστε δεσµευµένοι και η πίστη µας έχει τις ρίζες της στη σχέση µας µε την κατάσταση, «είναι µία µίξη γνώσης και συµµετοχής. Ο οπτιµισµός είναι µια αλλοτριωµένη µορφή πίστης, ο πεσιµισµός µια αλλοτριωµένη µορφή απελπισίας» (1973α: 483).
Ο Fromm συνεχίζει κάνοντας µια σηµαντική διάκριση µεταξύ οπτιµιστών και πεσιµιστών που θα µπορούσε να πει κανείς ότι ισχύει στην τρέχουσα κατάσταση στην Ελλάδα. Οι οπτιµιστές, από τη µια µεριά, είναι οι πιστοί στο δόγµα της συνεχούς προόδου. Θεωρούν την τρέχουσα ανθρωπιστική κρίση ως ένα αναγκαίο βήµα προς την πρόοδο και ταυτίζουν τα ανθρώπινα επιτεύγµατα µε τα οικονοµικά επιτεύγµατα, την ανθρώπινη ελευθερία µε την ελευθερία από τον καταναγκασµό, από το κράτος και την ελευθερία των αγορών να ρυθµίζονται όπως εκείνες θέλουν. ∆εν ανησυχούν τόσο για το κοινωνικό κόστος, επειδή «βλέπουν» µια καλύτερη κοινωνία να αναδύεται από το χάος. ∆εν είναι σε θέση να δουν την υποταγή τους στην ίδια τους την καταστροφή ως µέρος του «success story». Από την άλλη µεριά έχουµε τους πεσιµιστές οι οποίοι νοµίζουν πως η µοίρα αυτής της χώρας και της ανθρωπότητας, γενικά, δεν τους απασχολεί παρά ελάχιστα. ∆εν αισθάνονται απελπισία επειδή θα επηρέαζε τις άνετες ζωές τους. Γίνονται κυνικοί ώστε να παραµείνουν γερά κλεισµένοι στην απάθεια και την εσωστρέφειά τους. Ο Fromm τονίζει ότι «ενώ η απαισιοδοξία τους λειτουργεί σε µεγάλο βαθµό για να προστατέψει τους πεσιµιστές από κάθε εσωτερική απαίτηση να κάνουν κάτι µε το να προβάλλουν την ιδέα πως τίποτε δεν µπορεί να γίνει, οι οπτιµιστές υπερασπίζονται τους εαυτούς τους ενάντια στην ίδια εσωτερική απαίτηση µε το να πείθουν τους εαυτούς τους ότι όλα κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση ούτως ή άλλως, οπότε τίποτε δεν χρειάζεται να γίνει» (1973, 485).
Προφανώς, και οι δύο απόψεις είναι εγγενώς προβληµατικές γιατί, στην ουσία, δεν ωθούν τους ανθρώπους σε υποκειµενικές τοποθετήσεις µε βάση τις οποίες ενδέχεται να παρέµβουν στην τρέχουσα κατάσταση. Η ζοφερή πραγµατικότητα των Ελλήνων και οι τρόποι µε τους οποίους έχει κατασκευαστεί στο πεδίο του λόγου, τους έχουν εµποδίσει να σκέφτονται πέρα από τα όρια της επιβαλλόµενης νεοφιλελεύθερης τάξης πραγµάτων. Η συνεχιζόµενη δυσαρέσκεια, δυστυχία και απελπισία, ως µια γενικευµένη αρνητική κατάσταση, δεν έχει εµφυσήσει την επιθυµία για νέες κατευθύνσεις, για αναπροσανατολισµό των ιδεών, για ανανέωση αξιών, για τη λήξη της απανθρώπισης.
Στη διαµόρφωση ενός πολιτικού σχεδίου και µιας αφήγησης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη νεκροφιλία είναι ανάγκη να προχωρήσουµε πέρα από το δίπολο του οπτιµισµού και του πεσιµισµού και να θέσουµε στο κέντρο την κριτική και ριζοσπαστική σκέψη η οποία, όταν συντίθεται µε την πιο πολύτιµη αξία του ανθρώπου -την αγάπη για τη ζωή- θα αποδώσει καρπούς. Αντί να περιορίζεται στην αναµόρφωση ή την τροποποίηση της υφιστάµενης κατάστασης, ο άνθρωπος πρέπει να προσπαθήσει να φανταστεί αυτό που δεν υπάρχει, να το επιθυµήσει και να εργαστεί σκληρά για να το πραγµατώσει: «Οι ιδέες γίνονται πανίσχυρες µονάχα όταν είναι ζωντανές. Μια ιδέα που δεν οδηγεί στη δράση, ατοµική και συλλογική, παραµένει στην καλύτερη περίπτωση µια παράγραφος ή µια υποσηµείωση ενός βιβλίου» (Φροµ, 1973: 196).
Συµπεράσµατα
Η ανυπακοή µε σαφές πολιτικό περιεχόµενο µπορεί να λειτουργήσει σε πολλά επίπεδα της δηµόσιας ζωής διότι δεν είναι πρωταρχικά µια στάση που κατευθύνεται ενάντια σε κάτι, αλλά για κάτι: για τη δυνατότητα του ανθρώπου να δει, να πει τι βλέπει και να αρνηθεί να πει κάτι που δεν βλέπει. Για να το επιτύχει αυτό δεν είναι αναγκαίο να γίνει επιθετικός ή εξεγερτικός· χρειάζεται να έχει τα µάτια του ανοιχτά, να είναι εντελώς ξύπνιος και πρόθυµος να αναλάβει την ευθύνη να ανοίξει τα µάτια όσων βρίσκονται σε κίνδυνο να πεθάνουν επειδή µισοκοιµούνται (1981: 24). Είναι σηµαντικό για ένα λαό όχι µόνο να νιώθει έντονα την τραγωδία αλλά και να την καταλαβαίνει, να εντοπίζει τα αίτιά της και να είναι σε θέση να αναγνωρίσει ότι υπάρχουν τρόποι να αλλάξει η κατάσταση εάν η ελπίδα αποκτήσει νόηµα, περιεχόµενο και δράσεις. Όπως σηµειώνει ο Fromm (1973): να έχεις πίστη σηµαίνει να τολµάς, να σκέφτεσαι το αδιανόητο, όµως να δρας µέσα στα όρια του ρεαλιστικά δυνατού· […] Αυτή η ελπίδα δεν είναι παθητική και υποµονετική· αντίθετα, είναι ανυπόµονη και ενεργητική, ψάχνοντας για κάθε πιθανότητα δράσης µέσα στην περιοχή των αληθινών πιθανοτήτων (σ. 485).
∆υστυχώς, η κυρίαρχη µνηµονιακή αφήγηση έχει στερήσει αυτό ακριβώς: την ικανότητα να απορούµε, την ανάγκη να προσπαθούµε να καταλάβουµε. Έχουµε χάσει την επαναστατική φύση της σκέψης µας. Όπως πολύ σωστά σηµειώνει ο Bertrand Russell (στο Φροµ, 1981), οι άνθρωποι φοβούνται τη σκέψη περισσότερο απ’ όσο φοβούνται οτιδήποτε άλλο στον κόσµο -περισσότερο από την καταστροφή, ακόµη περισσότερο και από το θάνατο: Η σκέψη είναι ανατρεπτική και επαναστατική, καταστροφική και τροµερή, η σκέψη είναι ανελέητη µε τα προνόµια, τους καθιερωµένους θεσµούς και τις άνετες συνήθειες. Η σκέψη είναι αναρχική και άνοµη, αδιάφορη για την εξουσία, απρόσεκτη. Η σκέψη κοιτάζει µέσα στο πηγάδι της κόλασης και δεν φοβάται τη σοφία των αιώνων. Βλέπει τον άνθρωπο, ένα αδύναµο µόριο, περιτριγυρισµένο από ασύλληπτα βάθη σιωπής. Ωστόσο, στέκεται µε περηφάνια, ασυγκίνητος σα να ήταν ο άρχοντας του σύµπαντος. Η σκέψη είναι σπουδαία και ταχεία και ελεύθερη, το φως του κόσµου και το βασικό µεγαλείο του ανθρώπου.
Θέλω να τελειώσω µε µια φράση του David Harvey από την πρόσφατη οµιλία του στο πρόσφατο Left Forum στη Νέα Υόρκη, στις αρχές αυτού του Ιούνη (2014). Είπε λοιπόν ο Harvey: «Όταν κοιτάξεις στον καθρέφτη και δεις ότι έχεις αρχίσει να µοιάζεις µε αυτό που πολεµάς, σπάσε τον καθρέφτη!”
*Η Παναγιώτα Γούναρη είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια εφαρµοσµένης γλωσσολογίας στο University of Massachusetts Boston των ΗΠΑ. Η ερευνητική της δραστηριότητα είναι συνυφασµένη µε την Κριτική Παιδαγωγική και επικεντρώνεται στην πολιτική της γλώσσας, καθώς και στην κατασκευή του νεοφιλελεύθερου λόγου στην εκπαίδευση και στην κοινωνία.
Πηγή