Η εκτεταμένη χρήση του όρου «μεταρρυθμίσεις», στη διάρκεια εφαρμογής των μνημονίων τα τελευταία οκτώ χρόνια, για τη...
σταθεροποίηση της χώρας και της οικονομίας της, δεν προκύπτει ότι οδήγησε σε κάποιες ειδικές προσεγγίσεις και συμπεράσματα γι’ αυτές. Ενώ, δηλαδή, ο όρος δεν έχασε ούτε κατ’ ελάχιστον την επικαιρότητά του, την εκτεταμένη χρήση και τη μεγάλη σημασία του, δεν έγινε ή δεν γίνεται κάτι σημαντικό γι’ αυτές στο κράτος, στην κοινωνία και στα πανεπιστήμια. Το ζήτημα, προφανώς, δεν είναι πρόσφατο ή σημερινό. Είναι παλαιό και οργανικό μέρος της νεοελληνικής πολιτικής και διοικητικής πραγματικότητας. Για το οποίο, όμως, δεν γίνεται ιδιαίτερη συζήτηση, δεν αναδεικνύονται η ιστορία και οι δυσκολίες του, και έτσι όπως εξελίσσονται τα πράγματα, δεν αναμένονται πρόοδος και βελτιώσεις.
Εννοούμε ότι αν πρόκειται για μια έννοια τόσο μεγάλης σημασίας, όσο μαρτυρά η εκτεταμένη χρησιμοποίησή της και το βαθύτερο νόημά της, ότι μέσω αυτών γίνονται οι μεγάλες και μικρές αλλαγές, θα αναμενόταν να έχουν οδηγήσει σε εμφανείς και οργανωμένες παρεμβάσεις της πολιτείας, του κράτους και της κοινωνίας των πολιτών.
Σε μια κατεύθυνση περαιτέρω γνώσης για αυτές και εμβάθυνσης στις ιδιαιτερότητες και τις δυσκολίες τους. Τις μεθοδολογικές τους διαστάσεις, την οργάνωση και τη διοίκησή τους, τους τρόπους εξοικείωσης μαζί τους στην προσπάθεια εκπλήρωσής τους και τόσα άλλα. Σε πορεία ανάδειξης κάποιου είδους εξειδικευμένης τεχνολογίας των μεταρρυθμίσεων και οργανωτικών και διοικητικών προσεγγίσεων γι’ αυτές. Που συνήθως εκκινούν από τα πανεπιστήμια, τη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης και επεκτείνονται αργότερα στη χώρα, με παραδειγματικές πρωτοβουλίες της πολιτείας και της κοινωνίας.
Υποστηρίζεται εδώ με επιχειρήματα ότι ενώ οι ελληνικές κυβερνήσεις και η Ε.Ε. δίνουν έμφαση, και πολύ σωστά, στην εφαρμογή των μνημονίων και πολλών άλλων πρωτοβουλιών, επαφίεται στις μικρές και περιορισμένες δυνατότητες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, όχι μόνον να εκτελέσει και να εφαρμόσει τις αποφάσεις για τις μεταρρυθμίσεις. Αλλά κυρίως, το σπουδαιότερο και δυσκολότερο, να αναδείξει την εμπειρία και να τη μετασχηματίσει σε νέα γνώση, που είναι τόσο απαραίτητες στις τρέχουσες συνθήκες για αναδημιουργία και πρόοδο. Υποστηρίζεται ακόμα ότι η εμπειρία των μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, που είναι παραδόξως μεγάλη και πολύ εκτεταμένη, αλλά άγνωστη ευρύτερα, μαζί με θεωρία που είναι γνωστή και διαθέσιμη, πρέπει να βρεθεί τρόπος να τεθεί στη διάθεση του κράτους και όλων των ενδιαφερομένων. Κάτι που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και μπορεί εύκολα να γίνει πραγματικότητα. Ακόμα και στις σχεδόν πάντοτε απρόσφορες ελληνικές συνθήκες. Χρειάζεται, όμως, μια επανατοποθέτηση αυτού του ζητήματος στις τρέχουσες συνθήκες, η οποία απαιτεί ελάχιστες προϋποθέσεις και είναι πραγματοποιήσιμη και τώρα.
Μεταρρυθμιστική εμπειρία
Η αναζήτηση και καταγραφή της ελληνικής μεταρρυθμιστικής εμπειρίας δεν προκύπτει ότι έγινε μέχρι σήμερα με τρόπους που είναι επιστημονικά τεκμηριωμένοι και θεμελιωμένοι με τα δεδομένα της αντίστοιχης χρονικής περιόδου. Από την υπάρχουσα, πάντως, επιστημονική καταγραφή σε επιστημονικά περιοδικά αλλά κυρίως από άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, αλλά και βιβλία, πολλών έγκριτων Ελλήνων ερευνητών και δημοσιογράφων, που έλαβαν δημοσιότητα για τις μεταρρυθμίσεις που επιχειρήθηκαν μετά την πτώση της δικτατορίας το 1974, προκύπτουν κάποια συμπεράσματα που είναι άξια προσοχής. Αναφερόμαστε σε μεταρρυθμίσεις του τύπου η αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση το 1978, οι συνταγματικές αναθεωρήσεις από τότε, το ΕΣΥ, οι εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν, η είσοδος στην ΕΟΚ, η είσοδος στην ΟΝΕ και πολλές άλλες μέχρι σήμερα. Συνολικά, περισσότερες από εβδομήντα περιπτώσεις.
Τα επιμέρους στοιχεία προέκυψαν, μέσω σειράς αναλυτικών εργαλείων που αναζητήθηκαν στη βιβλιογραφία και εξέτασαν τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες με βάση σειρά ποιοτικών χαρακτηριστικών, όπως αν αυτές ήταν μέρος μιας πολιτικής ατζέντας και ενός κυβερνητικού προγράμματος, αν είχαν σχεδιαστεί με στρατηγικό προσανατολισμό και για την αποφυγή του κινδύνου χαοτικών καταστάσεων, αν αντιμετώπισαν υπερβολικές δυσκολίες και εμπόδια, αν υπήρχαν στενότερα ή ευρύτερα πολιτικά κίνητρα και ικανότητες εκπλήρωσης μεταρρυθμίσεων, αν υπήρχαν οι διαστάσεις φωτισμένης ηγεσίας και πολιτιστικές αξίες και τέλος αν υπήρχαν ασάφειες στους ορισμούς και στις προθέσεις της πολικής εξουσίας. Ολα αυτά τοποθετημένα σε μια κλίμακα από τη μεγάλη «αποτυχία» μέχρι τη μεγάλη «επιτυχία».
Η πολιτική διάσταση είναι κυρίαρχη, υπάρχουν πάντοτε καθυστερήσεις στην εκκίνηση των μεταρρυθμίσεων, η πολυπλοκότητα και οι συγκρούσεις παραμένουν στις μεταρρυθμίσεις ακόμα και μετά το θεωρητικό τέλος τους. Για παράδειγμα, το ασφαλιστικό, η ανωτάτη εκπαίδευση και τα μνημόνια. Υπάρχει εγγενής η διάσταση της αυτοαναφορικότητας, δηλαδή η τάση επανόδου σε προηγούμενους συλλογισμούς και επανορισμού και διεύρυνσης εννοιών που έχουν ήδη οριστεί. Δηλαδή, ύπαρξη φαύλου κύκλου. Η σχέση των «τι» και των «πώς» στις μεταρρυθμίσεις είναι καθοριστική. Με την έννοια ότι χρειάζεται να είναι κάπως σαφές αυτό που πρέπει να γίνει σε μια μεταρρύθμιση και οι τρόποι με τους οποίους θα μπορούσε να γίνει. Αυτά συνδέονται με το «από ποιους» αυτά θα μπορούσαν να γίνουν, παραπέμποντας στο μεταρρυθμιστικό τρίγωνο «τι - πώς - από ποιους» που περιέχει τα πάντα για τη μεταρρύθμιση. Με την παρουσία σε κάθε βήμα της Ε.Ε., που συνετέλεσε όσο τίποτε άλλο στον εκσυγχρονισμό της χώρας και της πολιτείας.
Οι μεταρρυθμίσεις μέχρι σήμερα στην Ελλάδα είναι συνήθως «καθ’ υπέρβασιν». Δηλαδή, η γνωστή αδυναμία του κράτους, λόγω αδυναμίας λειτουργίας των θεσμών, να σχεδιάσει και να εκπληρώσει μεταρρυθμίσεις, οδηγεί στην αναζήτηση προσώπων στα οποία ανατίθεται η μεταρρύθμιση. Τα οποία επιστρατεύουν όλες τις διαθέσιμες δυνατότητες για να τις εκπληρώσουν (ή να μην τις εκπληρώσουν). Για παράδειγμα, ο Κ. Καραμανλής το 1974 για την επάνοδο της Δημοκρατίας στη χώρα, ο Π. Αυγερινός για το ΕΣΥ το 1983, ο Κ. Σημίτης για την είσοδο στην ΟΝΕ ΤΟ 2001 και άλλοι.
Τα δεδομένα της μεταρρύθμισης, οι μέθοδοι επεξεργασίας τους, η μεταρρυθμιστική διαδικασία με την έννοια του πληροφοριακού και υπολογιστικού ιστού που διασυνδέει όλα τα αριθμητικά και οικονομικά στοιχεία μιας μεταρρύθμισης, και η σύγχρονη εμπειρία των αλγορίθμων, δημιουργούν αυτό που ονομάζεται augmented reality (επαυξημένη πραγματικότητα). Οι μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμιστές μπορούν σήμερα να έχουν στη διάθεσή τους ένα σύγχρονο οπλοστάσιο γνώσεων και εργαλείων, με απεριόριστες δυνατότητες σχεδιασμού και εφαρμογής.
Η σύνθεση των παραπάνω ως προϋπάρχουσα εμπειρία για τις μεταρρυθμίσεις στη χώρα, κατάλληλα συνδυασμένη με την τρέχουσα γνώση για την Ιστορία της, τη θεωρία της πολυπλοκότητας, τις αρχές λειτουργίας της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας, την αξία και σημασία των θεσμών, κ.ά., θα μπορούσε να διαμορφώσει ένα πρόγραμμα εκπαίδευσης στα ελληνικά πανεπιστήμια και μετεκπαίδευσης των στελεχών του κράτους και της δημόσιας διοίκηση. Με κεντρικό σημείο αναφοράς την εκπλήρωση των μεταρρυθμίσεων ως τέχνης με απαιτήσεις, ειδικές ικανότητες και εξειδίκευση.
* Ο κ. Δημήτρης Παπούλιας είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή