Δυο εβδομάδες μετά την Ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής... ξεκίνησαν οι αντιδράσεις σε αυτό, που κάποτε χρεώθηκε ως συνάντηση «make or brake» για τις μεταρρυθμίσεις της ευρωζώνης.
Η έλλειψη σημαντικών ανακοινώσεων, ιδιαίτερα μετά τη γαλλογερμανική συμφωνία στο Meseberg, λίγο πριν, έχει αφήσει πολλούς παρατηρητές απογοητευμένους. Πιο χαρακτηριστικό, πιο θετικό και πιο ενδιαφέρον είναι το σαφές συμπέρασμα των 7+7 Γάλλων και Γερμανών οικονομολόγων, που πέρυσι τον χειμώνα δημιούργησαν ένα δυνατό προσχέδιο μεταρρυθμίσεων.
Η πραγματική δοκιμασία της Συνόδου ήταν πάντα εάν οι εθνικοί ηγέτες θα μπορούσαν να ξεκινήσουν να κινούνται προς μία κοινή πολιτική κατανόηση για το τι χρειάζεται η ευρωζώνη. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι επίσης σημαντικό ότι οι 7+7 ερευνητές συνεχίζουν να διατηρούν ένα consensus για το θέμα. Όπως γράφουν στο συμπέρασμά τους για τα αποτελέσματα της Συνόδου, «η δήλωση είναι ένα εποικοδομητικό πρώτο βήμα και έχει σημαντική συμβολική αξία, καθώς διασχίζει κόκκινες γραμμές που θεωρούνταν ταμπού, μόλις πριν από μερικούς μήνες».
Αυτό περιλαμβάνει μία δέσμευση να δουλέψει καλύτερα το πανευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα – μακράν η πιο σημαντική πρόκληση για τη νομισματική ένωση. Εάν αντιμετωπιστεί σωστά, θα μειώσει την ανάγκη για πολιτικά πιο σκληρές προτάσεις όσον αφορά τον καταμερισμό του δημοσιονομικού κινδύνου. Τα συμπεράσματα αναφέρουν ρητά ένα κοινό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων για πρώτη φορά σε επίπεδο ηγετών, ένα σαφές σημάδι πολιτικής προόδου (ακόμη και αν ένα τέτοιο σύστημα δεν είναι τόσο επιτακτικό όσο πιστεύουν πολλοί).
Υπάρχει μία γενική οδηγία για συνέχεια των συνομιλιών όσον αφορά τις αντικρουόμενες ιδέες, που συγκεντρώθηκαν σε μία επιστολή προς τους ηγέτες, από τον Μάριο Σεντένο, Πρόεδρο του Eurogroup.
Για την μεταρρύθμιση του ταμείου διάσωσης της ευρωζώνης, πρέπει «να ενδυναμωθεί η εργασία στη βάση όλων των στοιχείων» αναφέρεται στην επιστολή. Από τους υπουργούς Οικονομικών ζητείται να «συζητήσουν περαιτέρω όλα τα θέματα στην επιστολή». Αυτό σημαίνει, συγκεκριμένα, ότι οι προηγούμενες αμφισβητούμενες ιδέες, όπως οι καλύτεροι μηχανισμοί για την αναδιάρθρωση κρατικού χρέους (πιο αποτελεσματικές «ρήτρες συλλογικής δράσης» σε κρατικά ομόλογα) και μία κοινή αναγνώριση για την ανάγκη μακροοικονομικής σταθερότητας, είναι σήμερα σταθερά στην ατζέντα αντί να αποκλείονται από τους διαφωνούντες.
Οι 7+7 παρουσίασαν επίσης μία «λίστα επιθυμιών», με τα τρία πιο σημαντικά επιπλέον βήματα που πιστεύουν ότι οι ηγέτες έχασαν την ευκαιρία να κάνουν. Το πρώτο είναι να «τελειώσουν τη δουλειά… διάλυσης του φαύλου κύκλου, μεταξύ τραπεζών και εθνικών κυβερνήσεων» βάζοντας όρια στην έκθεση των τραπεζών στο χρέος των δικών τους κυβερνήσεων. Έχουν δίκιο.
Έχουν δίκιο επίσης για τους τρόπους με τους οποίους θα το πετύχουν, για παράδειγμα μέσω κεφαλαιακών χρεώσεων για την υπερβολική έκθεση και νέων τίτλων που συγκεντρώνουν το χρέος διαφόρων χωρών (που πρέπει να εξαιρούνται από τέτοια όρια). Υπάρχουν και πιο εύκολα βήματα, επίσης, όπως η πρόταση του Daniel Gros, να δώσει πιο γενναιόδωρη ρυθμιστική μεταχείριση σε ήδη υπάρχοντες ιδιωτικούς τίτλους που συγκεντρώνουν κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης.
Δεύτερον, το μεγαλύτερο θέμα που απουσιάζει είναι το πώς θα γίνουν οι δημοσιονομικοί κανόνες πιο κατάλληλοι για τον σκοπό. Οι 7+7 δικαίως δηλώνουν ότι αυτοί «έχουν αποδειχθεί υπερβολικά σύνθετοι, δύσκολοι να επιβληθούν, και προκυκλικοί». Δεν έχω πειστεί σχετικά με την προτιμώμενη εναλλακτική ενός κανόνα δαπανών· σε κάθε περίπτωση, η βασική πρόκληση εδώ είναι, ξανά, η πολιτική καθώς και η οικονομική λειτουργία των δημοσιονομικών κανόνων.
Η πολιτική τους λειτουργία – και ως εκ τούτου η ανάγκη για σχεδιασμό κανόνων με τη σκέψη πάνω απ' όλα στην πολιτική οικονομία – είναι σαφής από την πρόσφατη συνεισφορά του Τόμας Βίζερ. Ισως η μεγαλύτερη εθνική αυτονομία, συνδυασμένη με περισσότερη διαφάνεια και λογοδοσία μεταξύ των χωρών για δράσεις που επηρεάζουν άλλους, είναι ένας καλύτερος τρόπος για να προχωρήσουμε, από το να βελτιώσουμε την κωδικοποίηση των πολιτικών επιλογών.
Τέλος, οι 7+7 παραπονιούνται ότι «η δήλωση δεν αναφέρεται στο ζήτημα της μακροοικονομικής σταθερότητας». Πιστεύω ότι είναι λάθος – όπως ανέφερα παραπάνω, η ανάγκη για σταθερότητα είναι σιωπηρά αναγνωρισμένη. Η αρχή, με άλλα λόγια, είναι ευρέως πιο αποδεκτή σε πολιτικό επίπεδο από οποτεδήποτε· είναι η αποδεκτή μορφή της σταθερότητας που αμφισβητείται. Και εδώ δεν είναι εποικοδομητικό να επιμείνουμε, ότι η σταθερότητα πρέπει να λάβει τη μορφή κεντρικού θεσμού, όπως ο κοινός προϋπολογισμός ή ένα κοινό σύστημα ασφάλισης ανεργίας. Η ίδια λειτουργία μπορεί να επιτευχθεί παρέχοντας καλύτερη χρήση της εθνικής της εθνικής δημοσιονομικής πολιτικής (αυτό πηγαίνει πίσω στους κανόνες) και των υπαρχόντων θεσμών, σαν τον προϋπολογισμό της ΕΕ, όπως έχω προτείνει.
Πέρα από την ουσία, είναι λογικό να ανησυχούμε για τη διαδικασία, συγκεκριμένα για τον κίνδυνο ουσιαστικές αποφάσεις να χαθούν πίσω από ατέλειωτες τεχνικές στασιμότητας. Το να περνάει ο χρόνος δεν είναι μόνο αρνητικό. Η όλη συζήτηση για τη μείωση του κινδύνου έναντι διαμοιρασμού του κινδύνου επιλύεται πιο εύκολα, καθώς οι απώλειες από τη χρηματοοικονομική κρίση υποχωρούν.
Μία συγκεκριμένη υπόθεση: Ο Σεντένο ανέθεσε μία μελέτη για την εξέλιξη της επικινδυνότητας στις τράπεζες της ευρωζώνης, σήμερα δημόσια, που δείχνει σε ποσοτικούς όρους, πώς ο κίνδυνος μειώνεται με όλα τα σχετικά μέτρα. Αυτό είναι το είδος της εργασίας που μπορεί να συνδεθεί με τη διαδικασία: Είναι πιο εύκολο να ληφθούν αποφάσεις υπό όρους, δεδομένου ότι κάποιες δυσκολίες εξαφανίζονται.
Γενικά, όσοι είναι στην άρνηση κάνουν λάθος. Η ευρωζώνη είναι σε καλύτερη φόρμα από ότι εδώ και αρκετό καιρό. Όχι μόνο οικονομικά, αλλά πολιτικά – που έχει αρκετά μεγαλύτερη σημασία.