Τη δεκαετία του ’70, η Βιρμανία ήταν μια χώρα με σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Σε αυτά δεν έλειπαν και περιστατικά διαφθοράς και διαπλοκής, χειροτερεύοντας τη γενικότερη κατάσταση. Ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής ανάπτυξης οφειλόταν στην καλλιέργεια και διακίνηση ναρκωτικών εντός και εκτός της χώρας, με τον Κουν Σα να είναι ο απόλυτος κυρίαρχος στην παραγωγή και μεταφορά ηρωίνης και οπίου.
Η άνοδος και οι διασυνδέσεις με την κυβέρνηση
Ο Κουν Σα που στα βιρμανικά σημαίνει «Πλούσιος Πρίγκηπας» γεννήθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1934 στις ζούγκλες της Βιρμανίας. Σε μικρή ηλικία έχασε τον κινέζο πατέρα του. Μαθήτευσε ως βουδιστής μοναχός μαθαίνοντας γραφή και ανάγνωση. Σύντομα όμως τα παράτησε. Μετά από λίγα χρόνια έλαβε στρατιωτική εκπαίδευση από τον στρατό της Βιρμανίας και του Κουομιτάνγκ.
Η Βιρμανική Κυβέρνηση εκείνη την περίοδο αντιμετώπιζε απειλές στα σύνορά της από αντάρτικες ομάδες που επιθυμούσαν την αυτονομία διάφορων περιοχών.Ο εφευρετικός στρατι ωτικός δεν άργησε να πάρει εντολή για να καταστείλει τους αντάρτες. Αφού εκτέλεσε με επιτυχία την αποστολή του, πήρε μεγάλα κομμάτια γης ξεκινώντας την παραγωγή ηρωίνης και οπίου με τη συγκατάθεση της κυβέρνησης. Ταυτόχρονα όμως αγόρασε σημαντικό στρατιωτικό εξοπλισμό από τις μαύρες αγορές της Καμπότζης και του Λάος. Σύντομα επέκτεινε τις παράνομες δραστηριότητές του και δημιούργησε ένοπλες ομάδες στις οποίες περιλαμβάνονταν και πολλά παιδιά που διοικούσε ο ίδιος.
Η απόλυτη κυριαρχία και τα προβλήματα με τις αμερικανικές αρχές
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο «βαρώνος», όπως τον αποκαλούσαν, είχε γίνει ένας από τους πιο διαβόητους διακινητές ναρκωτικών στην περιοχή του «Χρυσού Τριγώνου». Η συγκεκριμένη περιοχή, που περιβάλλει τη Βιρμανία, Ταϊλάνδη και το Λάος υπήρξε το κέντρο του εμπορίου ναρκωτικών της ασιατικής ηπείρου. Ο Κουν Σα ήλεγχε πλέον το 70% της παραγωγής ηρωίνης της χώρας ενώ ήλεγχε περίπου τα 3/4 της παγκόσμιας αγοράς οπίου, με κέρδη δεκάδες εκατομμύρια δολάρια. Ένα ποσοστό της τάξης του 45% που μεταφερόταν στην Αμερική, προερχόταν από εκείνον. Για να γίνει η εξαγωγή των ναρκωτικών σε άλλες χώρες δεν δίσταζε να δωροδοκήσει αξιωματικούς της αστυνομίας ακόμα και πράκτορες. Όλα αυτά τον έφεραν στο προσκήνιο της δημοσιότητας. Δεν ήταν λίγοι οι ξένοι δημοσιογράφοι που κατέφθασαν στο αρχηγείο του ώστε να του πάρουν συνέντευξη. Μάλιστα είχε δηλώσει ότι: «Οι άνθρωποί μου καλλιεργούν όπιο και ηρωίνη, όχι γιατί τους αρέσει, αλλά για να μπορούν να αγοράσουν ρύζι να φάνε και ρούχα να ντυθούν». Λέγεται ότι είχε στείλει επιστολές στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ,Μπιλ Κλίντον, κάνοντας του την πρόταση να πουλήσει ή να καταστρέψει τις μονάδες παραγωγής ναρκωτικών ουσιών με αντάλλαγμα 300 εκατομμύρια δολάρια. Ο Αμερικανός Πρόεδρος φυσικά αρνήθηκε.
Το γεγονός αυτό τον έβαλε στο στόχαστρο των αμερικανικών αρχών οι οποίες ήθελαν άμεσα την έκδοσή του. H Αμερικανική Δίωξη Ναρκωτικών (DEA) μέσω της Μπανγκόγκ άρχισε να χρηματοδοτεί την κυβέρνηση της Βιρμανίας ώστε να ξεκινήσει ένα « πόλεμο εναντίον των ναρκωτικών ». Στην πραγματικότητα όμως οι Αμερικανοί ξεγελάστηκαν, καθώς ο Κουν Σα δεν ενοχλήθηκε ποτέ από την κυβέρνηση της χώρας του αφού στη μεγαλύτερη διάρκεια της ζωής του διατηρούσε καλές σχέσεις με υψηλόβαθμα κρατικά στελέχη.
Η απόσυρση και η χλιδάτη ζωή
Στα μέσα της δεκαετίας του ’90 η δύναμη του «Πλούσιου Πρίγκηπα» είχε μειωθεί. Έμπιστοι συνεργάτες του σταδιακά τον εγκατέλειψαν ενώ αρκετοί δολοφονήθηκαν. Παράλληλα, είχαν δημιουργηθεί νέοι «δρόμοι» προς την Κίνα και την Ινδία για τη διακίνηση ναρκωτικών, στους οποίου ο Κουν Σα δεν είχε πρόσβαση. Υπό την απειλή σύλληψης από την «DEA», η οποία τον επικήρυξε με 2 εκατομμύρια δολάρια, το 1996 αποφάσισε να εγκαταλείψει την παράνομη δραστηριότητά του και παραδόθηκε στις Αρχές της Βιρμανίας. Μετά την παράδοσή του, λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του. Ορισμένοι υποστήριξαν ότι ο πρώην «βαρώνος» ζούσε σε κατ΄οίκον περιορισμό, ενώ άλλες αναφορές έκαναν λόγο για μια ήσυχη, αλλά πολυτελέστατη ζωή με τη σύζυγό του και τα 8 παιδιά τους. Ο Κουν Σα πέθανε το 2007. Όλα του τα παιδιά σπούδασαν στο εξωτερικό και τα περισσότερα από αυτά είναι σήμερα επιτυχημένοι επιχειρηματίες στη Μιανμάρ (σημερινή Βιρμανία).
Το κείμενο είναι του Αναστάση Βασιλάκου
Πηγή