στους άλλους ορισμούς θα μπορούσε να του δώσει κανείς και αυτόν τον πολύ σύντομο, άλλα περιεκτικό: έμφοβο ον πού δεν κουράζεται να ελπίζει. Γιατί σε οποιαδήποτε ηλικία κι’ αν βρίσκεται, όποια κι’ αν είναι η ιδιοσυγκρασία και η αγωγή του, οσαδήποτε οικονομικά μέσα και επαγγελματικά εφόδια κι’ αν διαθέτει — ο άνθρωπος φοβάται.
Και ταυτόχρονα ελπίζει. Φοβάται τα πάντα. Από τα φυσικά απρόοπτα: τη φωτιά, την καταιγίδα, το σεισμό, και τα φυσικά αναπόφευκτα: την αρρώστια, τα γεράματα, το θάνατο, έως τα κοινωνικά δεινά, τα άλλο τόσο απρόοπτα και αναπόφευκτα: τον παραμερισμό και τη φτώχεια, την κλοπή και τη δολοφονία, το φθόνο και τις διώξεις.
Εντούτοις δεν τον εγκαταλείπει ποτέ η ελπίδα ότι θα βρεθεί τρόπος, έστω και την τελευταία στιγμή, να διαφύγει τον κίνδυνο, και αν όχι να σωθεί από το μοιραίο, τουλάχιστο να μαλακώσει τα πλήγματά του. Και δεν παύει να ελπίζει, ακόμα και την ώρα που το παιχνίδι φαίνεται χαμένο, ότι δεν θα του λείψουν αυτά που απόκτησε, ή ότι όλα στο τέλος θα πάνε καλά: θα ζήσει πολύ, θα σταδιοδρομήσει, θα απολαύσει τους κόπους του, θα χαρεί τη φιλία, τον έρωτα, την αναγνώριση.
Ο φόβος είναι έμφυτος. Καταδυναστεύει όλα τα ζωντανά πλάσματα. Αλλά συνάμα τους προσφέρει και μια πολύτιμη υπηρεσία: τα κρατάει άγρυπνα, τα παρακινεί και τους δίνει τη δύναμη ή να πολεμήσουν για ν’ αλλάξουν τους δυσμενείς όρους που απειλούν τη ζωή τους, ή να σωθούν με τη φυγή (ή την απόκρυψη) από ακαταμάχητους εχθρούς.
Το πρώτο πράγμα που μαθαίνει το ζώο, είναι να λογαριάζει σοβαρά το φόβο που ενστικτωδώς αισθάνεται απέναντι σε ότι συναντά για πρώτη φορά, έως ότου βεβαιωθεί ότι τούτο δεν είναι επικίνδυνο. Στον άνθρωπο το ένστικτο του φόβου (όπως και τόσες άλλες φυσικές διαθέσεις και ροπές) πλουτίζεται με τη σκέψη και τη φαντασία και γίνεται, πολύ συχνά, ακαταγώνιστο.
Δεν υπάρχει στον κόσμο άλλο ζώο που να φοβάται, να τρέμει σε τέτοιο βαθμό και για τόσα πράγματα (παράδοξα πολλές φορές και ασήμαντα) όσο ο άνθρωπος. Απόδειξη το πλήθος και ή απερίγραπτη ποικιλία των προλήψεων και των δεισιδαιμονιών του. Θα περίμενε κανείς ότι η εξέλιξη της διάνοιας και ή κοινωνική πρόοδος θα τον έκαναν λιγότερο ευαίσθητο στις παρορμήσεις αυτού του αρχέγονου ένστικτου.
Το αντίθετο συμβαίνει- όσο περισσότερο αναπτύσσεται και προχωρεί στη γνώση, τόσο στυγνότερα τον βασανίζει ο φόβος — μόνο που, επειδή μαζί με τον πολιτισμό προκόβει και η τέχνη του να κρύβει με διάφορα προσωπεία τις διαθέσεις του, δεν τον δείχνει. Ο διορατικός οξύτερα σκεπτόμενος και ο πολυμαθέστερος άνθρωπος είναι πιο πολύ εκτεθειμένος στο φόβο από τον επιπόλαιο, τον απερίσκεπτο και τον αμαθή. Ακριβώς γιατί προβλέπει τους κινδύνους που επέρχονται, και ξέρει πόσο αξίζουν, πόσο μπορούν να είναι αποτελεσματικά τα μέσα που διαθέτει για την προστασία του, ενώ ό μικρόνους ησυχάζει με τη μωρία και την κενότητά του.
Μόνο η άγνοια φαίνεται ότι δίνει σιγουριά στον άνθρωπο· η γνώση φέρνει την αβεβαιότητα και τρέφει το φόβο. Γι’ αυτό το λόγο το παιδί φοβάται λιγότερο από τον ενήλικο, και ο διανοητικά καθυστερημένος λιγότερο από τον ευφυή.
Είναι λάθος να νομίζομε ότι φόβος και δειλία πηγαίνουν πάντοτε μαζί, οτι δηλαδή μόνο οι από ιδιοσυστασία δειλοί φοβούνται. Το φόβο γνωρίζουν, από το φόβο υποφέρουν ακόμα και οι γενναίοι. Οι μαρτυρίες που έχομε από εξομολογήσεις και απομνημονεύματα ποντοπόρων, πολεμιστών, εξερευνητών, τολμηρών γενικά ανθρώπων που έχουν καταπλήξει με τα κατορθώματά τους, επιβεβαιώνουν αυτή την αλήθεια.
Μπορούμε να λέμε απτόητους τους ανδρείους, άλλα όλοι τους (έκτος ίσως από ελάχιστες εξαιρέσεις παθολογικής αναισθησίας) όταν συναντούν κινδύνους (ανάλογους βέβαια προς τις φυσικές και τις ηθικές διαστάσεις τους) φοβούνται. Άλλωστε ανδρείος, καθώς μας έχει διδάξει ο πλατωνικός Σωκράτης, είναι εκείνος πού γνωρίζει τα «δεινά», όχι εκείνος που πέφτει απάνω τους τυφλά σαν το αλόγιστο θηρίο.
Η διαφορά του από τον δειλό βρίσκεται αλλού. Ο δειλός γίνεται έρμαιο του φόβου του· δεν μπορεί να τον δαμάσει, να τον κρατήσει μέσα στα όρια που χαράζουν οι περιστάσεις — πανικοβάλλεται εύκολα και χάνεται ακόμα και εκεί όπου μπορεί με μικρή προσπάθεια να σωθεί. Αντίθετα ο ανδρείος δεν αφήνει το φόβο να παραλύσει και να αχρηστέψει τις (φυσικές και ηθικές) δυνάμεις του, άλλα τον υπερνικάει και αντιμετωπίζει τον κίνδυνο με θάρρος και αποφασιστικότητα. Αυτό θα πει ευψυχία.
Το αντίστροφο συμβαίνει με την ελπίδα. Στην ελπίδα παραδίνονται χωρίς ανασχέσεις οι επιπόλαιοι και οι άκριτοι, οι διανοητικά ανώριμοι· όλα τα περιμένουν από τις υποσχέσεις που δίνει η φαντασία στις επιθυμίες τους. Οι «μυαλωμένοι», αυτοί που στέκονται και με τα δύο τους πόδια απάνω στην πραγματικότητα, είναι στις ελπίδες τους φειδωλοί, επιφυλακτικοί, μετρημένοι·
Για να βεβαιωθούμε, ας προσέξουμε ένα πασίγνωστο γεγονός, ότι ανάμεσα στους φανατικούς πελάτες των γραφείων στοιχημάτων, λαχείων και τυχερών παιχνιδιών τον μεγάλο, τον πολύ μεγάλο αριθμό αποτελούν αυτοί που θυσιάζουν στην πιο ελκυστική μορφή ελπίδας, στην ελπίδα του δίχως κόπους κέρδους, ακόμα και τις λιγοστές υλικές και διανοητικές δυνάμεις τους. Το λάθος τους δεν είναι απλώς ότι δίνουν αδικαιολόγητα μεγάλη σημασία στον παράγοντα «τύχη», άλλα κυρίως ότι υπερθερμαίνονται από μιαν αλόγιστη ελπίδα και αφήνονται με απεριόριστη εμπιστοσύνη στις ακροβασίες της φαντασίας τους.
Δεν πρέπει να συγχέουμε αυτή την τυραννία της ελπίδας με την αισιοδοξία και να νομίζομε ότι ο απαισιόδοξος είναι άνθρωπος χωρίς ελπίδες. Τέτοιος ανθρώπινος τύπος αμφιβάλλω αν υπάρχει. Όλοι έχομε λίγο ως πολύ τις ελπίδες μας. Και μ’ αυτές αναπνέομαι και ζούμε. Με τη διαφορά ότι άλλοι στηρίζουν τις προσδοκίες τους στον έλεγχο τον δεδομένοι και αισιοδοξούν εάν αυτά ευνοούν τις ελπίδες τους, ενώ άλλοι δεν εννοούν με κανένα τρόπο να ψαλιδίσουν τα φτερά των ελπίδων τους, ακόμα και όταν μια πρόχειρη άλλα προσεχτική εκτίμηση των περιστάσεων επιβάλλει την υποστολή τους, επειδή η επιθυμία τους τρέχει γρηγορότερα από την κρίση τους.
Αυτοί είναι που ονομάζουν απαισιόδοξους τους «ρεαλιστές», εκείνους που έχουν πολλές φορές αναμετρηθεί με τις δυσκολίες των πραγματοποιήσεων και επειδή άλλες τόσες φορές διαψεύστηκαν στις ελπίδες τους από την απρόοπτη παρεμβολή παραγόντων πού δεν μπαίνουν (ή μόνο εν μέρει μπαίνουν) υπό έλεγχο, κινούν μελαγχολικά το κεφάλι τους και δηλώνουν ότι «σ’ αυτή τη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τρέφουν πολλές ελπίδες».
Της ελπίδας λοιπόν αναίρεση είναι όχι η απαισιοδοξία, άλλα η απελπισία, η απόγνωση. Που κι’ αυτή (όπως η απαισιοδοξία) δεν είναι ποτέ καθολική και ριζική, γιατί χωρίς την ελπίδα ο ψυχικός οργανισμός χάνει το οξυγόνο του και πεθαίνει από ασφυξία.
Η φυσιολογία και ιδίως η παθολογία του φόβου διαθέτει σήμερα πλούσια και πολύ διαφωτιστική βιβλιογραφία. (Δεν συμβαίνει το ίδιο και με την ελπίδα). Υπάρχει πλήθος περιπτώσεων «ανώμαλου» φόβου το φάσμα των ποικιλιών του αρχίζει από τις ανώδυνες φοβίες και φτάνει έως το άγχος. «Φόβο του φόβου», ονομάζουν μερικοί ψυχίατροι αυτή τη βασανιστική αγωνία.
Ο αγχώδης άνθρωπος φοβάται το φόβο και επειδή τον φοβάται, γίνεται δέσμιός του έως το σημείο να φοβάται πλέον όχι για άλλο λόγο, άλλα για να φοβάται… Πρόκειται για μιαν αποκόλληση της ψυχικής διάθεσης από κάθε φυσικό ή λογικό της αίτιο, που έχει ως συνέπεια όχι μόνο μια παράδοξη ανεξαρτητοποίηση της άλλα και ένα νοσηρό (καρκινοειδή, θα έλεγε κανείς) πολλαπλασιασμό της. Σύστοιχο φαινόμενο, στην κλίμακα της συλλογικής ζωής, είναι ο πανικός, ο φόβος που μεταδίνεται από το ένα στο άλλο μέλος της ομάδας τυφλά και που με αυτή τη μετάδοσή του φουντώνει όλο και περισσότερο σαν την πυρκαγιά.
Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει ο θρησκευτικός, γενικότερα ο μεταφυσικός φόβος (υπάρχει και η θρησκευτική, η μεταφυσική ελπίδα) — φαινόμενο καθαρά και αποκλειστικά ανθρώπινο. Για να τον ξεχωρίζομε από τις άλλες παραλλαγές του φόβου, έχομε φυλάξει ειδικά γι’ αυτόν (στη γλώσσα μας) τον όρο: δέος. Μπροστά στο αινιγματικό, το μυστήριο γεμάτο σύμπαν ο άνθρωπος, όταν ορθώθηκε και σήκωσε ψηλά το κεφάλι του, και ιδίως όταν σάστισε από την αδυσώπητη ρομφαία του θανάτου που τον είδε να παραμονεύει σε κάθε βήμα του, συγκλονίστηκε από ένα ιδιόρρυθμο, βαθύ και αδάμαστο, «ιερό» φόβο, έπεσε και προσκύνησε.
Timor fecit deos, είπε επιγραμματικά ο αρχαίος σκεπτικός. Στη ρίζα της θρησκείας βρίσκεται ο φόβος. Ο κοσμικός, άλλα και ο ηθικός, η αγωνία της αμαρτίας, όπως υπογραμμίζει στις βαθυστόχαστες αναλύσεις του ένας μεγάλος χριστιανός φιλόσοφος του περασμένου αιώνα (ο Kierkegaard). Κοντά στο φόβο πρέπει να βάλομε εδώ και την ελπίδα, την ελπίδα της «σωτηρίας» — εύρημα και τούτο πολύτιμο της χριστιανικής συνείδησης.
«Εστί δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων» (Απόστολος Παύλος). Κλασικός ορισμός πού βεβαιώνει ότι μια εσωτερική συνάφεια υπάρχει μεταξύ φόβου και ελπίδας, αφού οι δύο αυτές ισχυρές διαθέσεις συνυπάρχουν μέσα στο θρησκευτικό βίωμα. Ο πιστός φοβάται το Θεό (τούτο είναι το αρχικό νόημα της «δεισιδαιμονίας»), στην οργή του αποδίνει τα δεινά που περνάει («θεομηνίες» τα λέμε στη γλώσσα μας), άλλα και ελπίζει στη μακροθυμία του και προσπαθεί με ικεσίες να κερδίσει την εύνοιά του. Χωρίς αυτή την ελπίδα δεν εννοείται ή λατρεία, της θρησκείας μέρος αναπόσπαστο.
Ο φόβος (και η ελπίδα) μέσα στο χώρο μιας τέχνης υψηλού ύφους, της δραματικής ποίησης — ιδού ένα ωραίο θέμα για τον ψυχολόγο και τον αισθητικό. Η διερεύνησή του θα μας πήγαινε πολύ μακριά. Περιορίζομαι λοιπόν σε λίγες και σύντομες παρατηρήσεις.
Από το θησαυρό των συναισθημάτων πού δραστηριοποιεί το θέατρο, ο Αριστοτέλης μέσα στον περίφημο ορισμό του της τραγωδίας ονομάζει μόνο το «φόβο» και τον «έλεο». Και όταν σε μιαν άλλη σελίδα της Ποιητικής του θέλει να προσδιορίσει πιο συγκεκριμένα τα δίδυμα αυτά τραγικά «παθήματα», κάνει την εξής αντιδιαστολή: οίκτο αισθανόμαστε όταν βλέπομε (στη σκηνή) να υποφέρει ο «ανάξιος», φόβο όταν πάσχει ο «όμοιος».
Συμπονούμε εκείνον πού βασανίζεται «χωρίς να το αξίζει»· το μαρτύριο όμως του ((επιεικούς», του ηρώα που θαυμάζομε, εμπνέει φόβο. Τρέμομε γιατί δεν ξέρομε τι να σημαίνει για μας και για όλους τους «όμοιους» η σκοτεινή και βίαιη καταφορά της τύχης.
Με την ερμηνεία της η τραγωδία επιτελεί την «κάθαρση» τούτων των συναισθημάτων: ξαναδίνει στον συγκλονισμένο από το δραματικό ποίημα άνθρωπο την ελπίδα ότι υπάρχει μια ηθική τάξη στον κόσμο, που δεν φαίνεται, αλλά από το σκοτεινό βάθος της διευθύνει τα αινιγματικά γεγονότα. Και εδώ λοιπόν, σε μιαν άλλη, άλλα όχι πολύ μακρινή από τη θρησκεία περιοχή, στην περιοχή της ποίησης, συναντώνται (με την ίδια διάστασή τους, τη «μεταφυσική») οι δύο ακατάλυτες ψυχικές διαθέσεις: ο φόβος και η ελπίδα.
Τα λόγια που χαράχτηκαν απάνω στον ερημικό τάφο του, ήσαν, λέγεται, παραγγελία τού ίδιου τού Νίκου Καζαντζάκη:
«Δεν φοβάμαι τίποτα.
Δεν ελπίζω τίποτα.
Είμαι ελεύθερος».
Μεγαλόστομος ο Κρητικός άφησε πίσω του και τούτον το μεγάλο λόγο. Μεγάλο, άλλα και προβληματικό. Είχε λοιπόν στην προσωπική του ζωή κατορθώσει το ακατόρθωτο ο ποιητής της «Οδύσσειας», όπως ο πολύπλαγκτος ήρωας του έπους του; Κατάφερε δηλαδή να σπάσει το ανθρώπινο φράγμα, να καταλύσει τους δύο άξονες της ψυχής, το φόβο και την ελπίδα;
Ας δώσουν την απάντηση όσοι γνώρισαν από κοντά όχι μόνο τον λόγιο, αλλά και τον ασκητή Καζαντζάκη. Έχει και ο λαβύρινθος της ψυχής τούς σκοτεινούς, τους αδιέξοδους δρόμους του, επομένως τίποτα δεν αποκλείεται. Ο ενήμερος όμως και έμπειρος ερευνητής θα παρατηρήσει — πιστεύω — ότι το καθαυτό ανθρώπινο μέσα στον άνθρωπο, ο άθλος που τον υψώνει και τον αγιάζει, είναι να ζητεί και να κατακτά την Ελευθερία όχι πέρα από τη δουλεία, άλλα μέσα στη δουλεία του φόβου και της ελπίδας. «Εις τους θεούς ευρίσκονται τα πέραν», θα έλεγε ο Καβάφης.
Ε. Π.Παπανούτσος, «Το δίκαιο της πυγμής», Δωδώνη, (1975)
Πηγή