Ο Πρωτεσίλαος μνημονεύεται ως ένας από τους μνηστήρες της Ωραίας Ελένης και ως τέτοιος έλαβε μέρος στην εκστρατεία κατά της Τροίας με 40 πλοία επικεφαλής των Θεσσαλών των πόλεων Φυλάκης, Ανδρώνας Πυράσου και Πτελεού.Σύμφωνα με άλλες παραδόσεις, είχε συμμετάσχει και στην πρώτη εκστρατεία των Ελλήνων, στη Μυσία.
Αφήνοντας πίσω τους το νησί Τένεδος, οι Αχαιοί έφτασαν επιτέλους στο ακρογιάλι της Τροίας. Η Τροία, γνωστή ως Ίλιον, ήταν ένα μέρος φονικότατων μαχών, το οποίο προστάτευε ο θεός Απόλλωνας με το ασημένιο του τόξο. Είχε πάρει το όνομά της από τον Ίλο, γιο του Τρώα, ο οποίος είχε κτίσει τα απόρθητα κάστρα που το περιέβαλλαν. Υπήρξε ο πρώτος που σκοτώθηκε στον Τρωικό Πόλεμο από την πλευρά των πολιορκητών.
Λέγεται μάλιστα ότι είχε δοθεί χρησμός ότι ο πρώτος που θα έβγαινε από τα πλοία κατά την άφιξη του στόλου στην Τροία θα σκοτωνόταν και ο Πρωτεσίλαος δέχθηκε να βγει αυτός πρώτος γνωρίζοντας τον συγκεκριμένο χρησμό. Μάλιστα κατά τη μεταγενέστερη παράδοση το αρχικό του όνομα ήταν Ιόλαος και για την «ακραία» του αυτή προθυμία μετονομάσθηκε σε «Πρωτεσίλαο».
Όταν λοιπόν έφτασαν στα παράλια,κανείς τους, όμως, δεν τολμούσε να αποβιβαστεί και να πατήσει το πόδι του στην τρωική γη, γιατί όλοι τους ήξεραν την προφητεία της Θέτιδας ότι ο πρώτος Αχαιός που θα πατούσε τη γη της Τροίας θα πέθαινε αμέσως. Ο Οδυσσέας, πολυμήχανος όπως πάντα, πέταξε την ασπίδα του και μετά πήδηξε πάνω της, επιτυγχάνοντας να μην πατήσει στο τρωικό χώμα. Ξεθαρρεύοντας, ο αρχηγός των Θεσσαλών, Πρωτεσίλαος, πήδηξε δεύτερος, νομίζοντας ότι ο χρησμός θα επαληθευόταν με το θάνατο του Οδυσσέα. Τρίτος ακολούθησε ο Αχιλλέας και μετά οι υπόλοιποι.
Ο Πρωτεσίλαος πολέμησε γενναία και σκότωσε αρκετούς από τους Τρώες που είχαν μαζευτεί για να δυσκολέψουν τους Αχαιούς κατά την αποβίβαση. Λίγο αργότερα, όμως, έπεσε νεκρός από το χέρι του Έκτορα, για να επαληθευτεί ο χρησμός που σωστά είχε ερμηνεύσει ο Οδυσσέας.
Ο θάνατος του Πρωτεσίλαου, γιου του Ίφικλου, βασιλιά της Φυλακής της Θεσσαλίας, λύπησε πολύ τους Αχαιούς, γιατί ήταν σ’ όλους γνωστό πως ο Πρωτεσίλαος έφυγε για την Τροία την επόμενη μέρα του γάμου του με τη Λαοδάμεια, κόρη του Άκαστου.
Πριν από την αναχώρησή του από την Ελλάδα, ο Πρωτεσίλαος είχε πάρει ως σύζυγό του τη Λαοδάμεια (στα «Κύπρια έπη» ως σύζυγός του μνημονεύεται η Πολυδώρα, κόρη του Μελεάγρου). Οι θεοί λυπήθηκαν τη Λαοδάμεια για τη χηρεία της και τον έφεραν πίσω από τον Άδη για να τον δει. Εκείνη χάρηκε πάρα πολύ, νομίζοντας ότι ο Πρωτεσίλαος είχε επιστρέψει από την Τροία, αλλά όταν οι θεοί τον πήγαν πάλι στον Κάτω Κόσμο, ήταν απαρηγόρητη.
Παράγγειλε και της έφτιαξαν ένα μπρούτζινο άγαλμά του, και αφοσιώθηκε σε αυτό. Ο πατέρας της ανησύχησε με τη συμπεριφορά της και διέταξε την καταστροφή του αγάλματος, αλλά τότε η Λαοδάμεια έπεσε στη φωτιά και κάηκε μαζί με το άγαλμα.
Μετά τον θάνατό του, ο Πρωτεσίλαος λατρευόταν ως ήρωας στον Ελεούντα της Χερσονήσου (Θράκη), όπου βρισκόταν και ο «τάφος» του, του οποίου τα αφιερώματα λεηλατήθηκαν κατά τους περσικούς πολέμους (5ος αι. π.Χ.), αλλά οι Έλληνες τελικώς συνέλαβαν και εξετέλεσαν τον σατράπη που τα λεηλάτησε και επέστρεψαν τον θησαυρό στη θέση του.
Ο τάφος αναφέρεται μετά όταν πέρασε από εκεί ο Μέγας Αλέξανδρος στην αρχή της εκστρατείας του κατά των Περσών, οπότε και προσέφερε θυσία πάνω στον τάφο ελπίζοντας να αποφύγει τη μοίρα του Πρωτεσιλάου όταν θα πρωτοπατούσε το πόδι του στην Ασία.
Ο Φιλόστρατος το περιγράφει στις αρχές του 3ου μ.Χ. αιώνα, γράφοντας ότι υπήρχε εκεί ένα άγαλμα του Πρωτεσιλάου «ιστάμενο σε βάση παρόμοια με την πλώρη πλοίου». Αναφέρονται και νομίσματα του Ελεούντα από τη ρωμαϊκή εποχή με παρόμοια αναπαράσταση.
Πηγή