Ο συνταγματάρχης του σοβιετικού στρατού στη λιθουανική πόλη... Κλαϊπέντα ήταν κατηγορηματικός: «Χρειαζόμαστε έναν Πινοσέτ» τόνισε. Μόνο ένας τέτοιος δικτάτορας, υποστήριξε ο Βιτάλι Γιεγκόροφ, θα μπορούσε να σταματήσει τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης από αγώνες ανεξαρτησίας σαν αυτόν της Λιθουανίας.
Ως ανταποκρίτρια των Financial Times στη Ρωσία και την Τουρκία στο τέλος της χιλιετίας, συνήθιζα να υποστηρίζω σε τέτοιες συζητήσεις ότι η δημοκρατία είναι η καλύτερη επιλογή. Είναι εύκολο να το λέει αυτό μια Αγγλο-Αμερικανή της μεταπολεμικής γενιάς. Όπως και πολλοί της γενιάς μου, δεν περίμενα ποτέ ότι θα δω να δοκιμάζονται τα λεγόμενα μου στην ίδια μου τη χώρα.
Η έκβαση των πραγμάτων ήταν καλή για τη Λιθουανία, η οποία κέρδισε την ανεξαρτησία και στη συνέχεια εντάχθηκε στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Αλλά μια σύντομη περίοδος χαοτικής δημοκρατικής διακυβέρνησης στη μετα-σοβιετική Ρωσία έδωσε σύντομα τη θέση της στην αυταρχική εποχή του Βλαντιμίρ Πούτιν. Εν τω μεταξύ, δεκαέξι χρόνια αφότου κάλυψα τον πρώτο εκλογικό θρίαμβο του Ταγίπ Ερντογάν – ο οποίος εκμεταλλεύτηκε τη λαϊκή οργή για την αβάσταχτη υποτίμηση της λίρας το 2001 — ο Τούρκος πρόεδρος αναμένεται μετά την τελευταία του νίκη να καταπνίξει ότι έχει απομείνει από την τουρκική δημοκρατία.
Ως δύο από τους πιο επιτυχημένους αυταρχικούς ηγέτες στον κόσμο, οι κύριοι Πούτιν και Ερντογάν έχουν κατανοήσει εδώ και καιρό πόσο σημαντικό είναι να χρησιμοποιούν το λαϊκό αίσθημα και να επικοινωνούν με τρόπο ξεκάθαρο πάνω σε ζητήματα που απασχολούν τους ψηφοφόρους.
Ο κ. Πούτιν παρουσιάστηκε ως ο αποκαταστάτης της εθνικής υπερηφάνειας και της τάξης. Η απουσία για χρόνια ενός χαρισματικού αντιπάλου, έδωσε στον κ. Ερντογάν ελεύθερο πεδίο για να εδραιώσει τη δημοτικότητα του, προσφέροντας δωρεάν καθολική υγειονομική περίθαλψη, οικονομική ανάπτυξη και μεταρρυθμίσεις όπως ο έλεγχος του στρατού από την πολιτική ηγεσία. Στη συνέχεια εργάστηκε για να παραμείνει επ' αόριστον στην εξουσία, εξαλείφοντας τους αδύναμους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας.
Το 2002, ορισμένοι κοσμικοί Τούρκοι φίλοι, φοβούμενοι μια ισλαμοποίηση παρά έναν εκκολαπτόμενο δικτάτορα, φώναζαν για την άμεση απομάκρυνση του άλλοτε φλογερού ισλαμιστή αμέσως μόλις το κόμμα του Δικαιοσύνη και Ανάπτυξη (ΑΚP) κέρδισε την εξουσία. Η θέση μου ήταν ότι η δημοκρατία δεν θα εξελιχθεί ποτέ, αν μετά από τέσσερα πραξικοπήματα τον 20ο αιώνα, οι Τούρκοι συνέχιζαν να βασίζονται σε στρατηγούς για την ανατροπή των κυβερνήσεων. Αλλά μόλις φέτος κατάφερε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό κόμμα ή CHP, να επιλέξει ως προεδρικό υποψήφιο έναν σοβαρό διεκδικητή όπως ο Μουχαρέμ Ιντσέ. Ο πρώην καθηγητής φυσικής κέρδισε το 31% των ψήφων, ένα αξιοσημείωτο επίτευγμα δεδομένης της ισχνής κάλυψης από την κρατικά ελεγχόμενη τηλεόραση. Για πολύ καιρό, το CHP, όπως και τα υπόλοιπα παραδοσιακά κόμματα, συμπεριφέρονταν ως το προσωπικό φέουδο ενός μέτριου ηγέτη. Ο Κεμάλ Κιλισντάρογυλου, προς τιμήν του, έκανε τουλάχιστον στην άκρη για να ανακηρυχθεί ο κ. Ινστέ προεδρικός υποψήφιος.
Οπότε τι προκάλεσε την αλλαγή αυτή; «Είμαστε απελπισμένοι τώρα» εξήγησε στέλεχος του CHP την παραμονή των εκλογών. «Άνθρωποι που δεν περίμενες ποτέ στο παρελθόν να ενώσουν τις δυνάμεις τους είναι τώρα ενωμένοι, γιατί θέλουμε να διατηρήσουμε την δημοκρατία στην Τουρκία».
Η ενότητα αυτή άργησε πολύ να έρθει. Όποτε η οικονομία ή η δημοτικότητα τους αντιμετώπιζαν προβλήματα, οι ηγέτες της Τουρκίας κατεύθυναν την λαϊκή δυσαρέσκεια προς έναν εξωτερικό εχθρό. Όταν οι ψήφοι υπέρ ενός προηγούμενου χαρισματικού υποψηφιου, του Σελαχατίν Ντεμιτράς, ενός Κούρδου με το πρωσονύμιο ο «Τούρκος Ομπάμα», οδήγησαν το AKP κάτω από το 50% το 2015, τον ξεφορτώθηκαν πολύ γρήγορα. Ο πρώην δικηγόρος με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα φυλακίστηκε καθώς ο κ. Ερντογάν μεταλασσόταν από δημοκρατικό μεταρρυθμιστή σε ακραίο εθνικιστή. Επικαλούμενος την αναζοπύρωση του πολέμου στην νοτιοανατολική Τουρκία κατά των κουρδικών πολιτοφυλακών, ο κ. Ερντογάν έπεισε τους βουλευτές των παραδοσιακών κομμάτων - συμπεριλαμβανομένου του ηγέτη του CHP αλλά όχι και του κ. Ιντσέ - να αρθεί η βουλευτική αμνηστία των Κούρδων βουλευτών. Η προσπάθεια του διευκολύνθηκε από αυτό που αποκάλεσε «δώρο από το Θεό», το αποτυχημένο πραξικοπημα του 2016 που χρησιμοποίησε ο κ. Ερντογάν για να φυλακίσει 50.000 Τούρκους και να φιμώσει οποιοδήποτε ανεξάρτητο μέσο ενημέρωσης. Είναι δύσκολο να μην δει κανείς την δημοκρατία παρά ως πλήρως ηττημένη.
Τον περασμένο μήνα, ο κ. Πούτιν ορκίστηκε για την τέταρτη θητεία του. Μετά την νίκη της Κυριακής, ο κ. Ερντογάν θα παραχωρήσει στον ευαυτό του το δικαίωμα να διορίζει δικαστές σε μια νεά εκτελεστική προεδρία. Ενώ ο ακροδεξιός ηγέτης του MHP, Ντεβλέτ Μπαχτσελί, μπορεί να μετανιώσει την εκλογική του συμμαχία με έναν πρόεδρο που κάποτε παρομοίασε τη δημοκρατία με ένα λεοφωρείο στο οποίο επιβαίνεις όσο καιρό το έχεις ανάγκη.