Oι χώρες στις οποίες παρατηρείται υψηλή ανεργία για μακρά διαστήματα, υποτονική...
ανάπτυξη και χρονίζοντα δημοσιονομικά προβλήματα χρειάζεται να δημιουργήσουν μια αγορά εργασίας με μεγαλύτερη ευελιξία. Λόγου χάριν, η Βρετανίδα πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ το έκανε αυτό στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980, ενώ το παράδειγμά της ακολούθησε το 2004 και ο Γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Και στις δύο περιπτώσεις αυτοί οι μεταρρυθμιστές πολιτικοί κατόρθωσαν να μεταμορφώσουν τις χειμαζόμενες οικονομίες των χωρών τους σε νέες κινητήριες δυνάμεις ανάπτυξης, έπειτα από κάποιον καιρό. Οντως, οι μεταρρυθμίσεις αποδίδουν καρπούς. Οπότε, εάν η πορεία αντιστραφεί και ακυρωθούν οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, μια χώρα θα δυστυχήσει. Η Ιταλία στην παρούσα στιγμή βρίσκεται ενώπιον αυτής της προοπτικής.Υπενθυμίζεται ότι το 2014-2015 ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Ματέο Ρέντσι έκανε σημαντική πρόοδο με τη νέα εργατική νομοθεσία που προώθησε, καθώς και με μια σειρά επιπλέον μεταρρυθμίσεων.
Βέβαια, δεν ασχολήθηκε με τα άλλα μείζονα προβλήματα της Ιταλίας, την απαρχαιωμένη δημόσια διοίκηση και το δικαστικό σύστημα. Ωστόσο, προώθησε με πυγμή το πρόγραμμά του και απέφερε αποτελέσματα. Το 2016 και το 2017 η συνολική αύξηση της απασχόλησης ήταν μεγαλύτερη από ό,τι σε κάθε άλλη διετία από το 2001 και μετά. Ειδικότερα, ο Ματέο Ρέντσι μείωσε τον κίνδυνο να διωχθεί δικαστικά μια εταιρεία σε περίπτωση απολύσεων και εισήγαγε ενιαίο πρότυπο σύμβασης εργασίας για τις νέες προσλήψεις. Προέβλεψε βραχυχρόνια επιδότηση εργοδοτών για δημιουργία θέσεων μόνιμης απασχόλησης. Οταν έληξε η περίοδος επιδότησης από το 2016 και μετά, παρατηρήθηκε αύξηση στις νέες θέσεις εργασίας που αφορούσαν προσωρινή απασχόληση. Συνήθως, αυτή η εξέλιξη προαναγγέλλει μια μακράς διαρκείας ανάκαμψη στην αγορά εργασίας. Πάντως, οι πιο πολλοί εργαζόμενοι προτιμούν την ασφάλεια και την προστασία της μόνιμης εργασίας. Σε εποχές αβεβαιότητας, όμως, οι επιχειρήσεις δημιουργούν επισφαλείς θέσεις εργασίας σε πρώτη φάση και στη συνέχεια, όταν αισθανθούν πιο σίγουρες, προσφέρουν μονιμότητα. Στη Γερμανία, μετά την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, υπήρξε αρχικά μια αύξηση της επισφαλούς απασχόλησης για μερικά χρόνια, μέχρις ότου να αρχίσει να εδραιώνεται η δημιουργία θέσεων μόνιμης απασχόλησης.
Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού της Ιταλίας, όμως, έκανε μια κακή αρχή. Μία από τις σημαντικές της πρωτοβουλίες ήταν να προωθήσει στις αρχές Ιουλίου μέτρα για τον περιορισμό της προσωρινής απασχόλησης. Η διάρκεια των συμβάσεων για τις θέσεις αυτές παρατείνεται για δύο χρόνια το μέγιστο, αντί για τρία, όπως ήταν επί Ρέντσι. Η υπέρβαση του ορίου τιμωρείται με αύξηση της φορολογίας των εργοδοτών. Ακόμα χειρότερο είναι ότι οι συμβάσεις για την προσωρινή απασχόληση μπορούν συναφθούν σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και μόνον. Με τον τρόπο αυτό διευκολύνονται οι εργαζόμενοι να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη σε περίπτωση απόλυσης.
Επίσης, σε ενδεχόμενη «άδικη απόλυση», η αποζημίωση αυξάνεται από το αντίστοιχο των μισθών 24 μηνών στο αντίστοιχο των μισθών 26 μηνών. Συν τοις άλλοις, επιβάλλονται βαριά πρόστιμα σε εταιρείες που μεταφέρουν την παραγωγή τους εκτός συνόρων σε διάστημα πέντε ετών από τότε που έλαβαν κρατική επιδότηση. Η Ιταλία, όμως, ως η πιο αδύναμη μεταξύ των χωρών-μελών της Ευρωζώνης, δεν έχει την πολυτέλεια να βιώσει μια –έστω και μερική– απόσυρση των μεταρρυθμίσεων.
* Ο κ. Holger Schmieding είναι επικεφαλής οικονομολόγος στην τράπεζα Berenberg Bank.
Πηγή