Τον εφιάλτη που έζησε πριν από μερικά χρόνια, στα χέρια Σομαλών απαγωγέων, μαζί με το σύντροφό της...
για 15 ολόκληρους μήνες, περιέγραψε, προκαλώντας σοκ και αποτροπιασμό, μια Καναδή δημοσιογράφος - Η μεταφυσική εμπειρία της και η συμπάθεια στο βιαστή της.
Η Αμάντα Λίνταουτ έπεσε θύμα απαγωγής στη Σομαλία όταν ήταν μόλις 26 ετών. Έίχε ταξιδέψει στο Μογκαντίσου εν μέσω πολιτικών αναταραχών για λόγους εργασίας, συνοδευόμενη από τον 36χρονο Αυστραλο Νάιτζελ Μπρέναν, με τον οποίο διατηρούσε σχέση.
Και ενώ το ζευγάρι βρίσκονταν μόλις τρεις ημέρες στη χώρα της ανατολικής Αφρικής, στις 23 Αυγούστου του 2008, μία συμμορία τους απήγαγε, ενώ στη συνέχεια κάλεσε τους δικούς τους, ζητώντας λύτρα ύψους 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων για τον καθένα τους.
Ακολούθησαν 15 μήνες μαρτυρίου, κατά τη διάρκεια των οποίων η άτυχη γυναίκα και ο σύντροφός της υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και ταπεινώσεις, ενώ οι απαγωγείς ίσα που τους παρείχαν τα απολύτως απαραίτητα για να κρατηθούν στη ζωή και να μπορούν να ικανοποιούν τις αρρωστημένες ορέξεις τους.
Δεν δίσταζαν μάλιστα να κακοποιούν την Καναδή σχεδόν καθημερινά, μέχρι την απελευθέρωσή της.
Εννέα περίπου χρόνια μετά το τέλος του εφιάλτη και τη φυλάκιση των απαγωγέων της, η Λίνταουτ μίλησε στο Channel Seven της Αυστραλίας για όλα όσα έζησε τότε, αποκαλύπτοντας πως έφθασε στο χείλος της αυτοκτονίας, αλλά και τι ήταν τελικά που την κράτησε ζωντανή.
Αυγούστου 2018
Τα βασανιστήρια ήταν τόσο έντονα που κάποια στιγμή η Αμάντα σκέφτηκε να αφαιρέσει τη ζωή της με ξυραφάκι. Της είχαν δώσει ένα ώστε να ξυρίσει όλες τις τρίχες από το σώμα της και εκείνη σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει ώστε να αυτοκτονήσει.
«Είχαν περάσει 13 μήνες από τότε που με είχαν πιάσει και σκεφτόμουν σοβαρά να αυτοκτονήσω. Ένα πρωί, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, μια ανεπαίσθητη κίνηση τράβηξε το βλέμμα μου. Στο παράθυρο του κελιού μου είδα ένα μικρό πουλί να χοροπηδάει στις ακτίνες του ήλιου. Πάντα πίστευα στους οιωνούς και αυτό ήταν ένα σημάδι που μου έλεγε να συνεχίσω να ελπίζω. Εκείνο το πουλί ήταν ένας αγγελιοφόρος. Η επιθυμία να βάλω τέλος στη ζωή μου εξαφανίστηκε από τότε και δεν επέστρεψε ποτέ. Ένα εκπληκτικό συναίσθημα με πλημμύρισε απ' άκρη σ' άκρη: ήταν η βούληση να επιβιώσω πάση θυσία. Θα αποκτούσα ξανά την ελευθερία μου και θα έβλεπα ξανά την οικογένειά μου», αναφέρει, προκαλώντας ανατριχίλα η 36χρονη σήμερα δημοσιογράφος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Λίνταουτ και ο Μπρέναν μεταφέρονταν συνεχώς σε νέα κρησφύγετα από τους απαγωγείς τους, προκειμένου να μην τους εντοπίσουν.
Ελπίζοντας ωστόσο σε μια ευνοϊκότερη μεταχείριση, υποκρίθηκαν ότι ήθελαν να ασπαστούν το Ισλάμ, ωστόσο ούτε αυτό άλλαξε τη φρικιαστική αντιμετώπιση που είχαν από τα μέλη της αδίστακτης συμμορίας.
Αντιθέτως, έπειτα από μία αποτυχημένη απόπειρα του ζευγαριού να δραπετεύσει τον πέμπτο μήνα της αιχμαλωσίας τους, η σεξουαλική κακοποίηση από όλους τους απαγωγείς έγινε ακόμα και συχνή και άγρια.
«Καταφέραμε να πηδήξουμε έξω από το παράθυρο επειδή είχαμε καταλάβει ότι εκεί κοντά υπήρχε ένα τζαμί. Τρέξαμε μερικές εκατοντάδες μέτρα αλλά μας κατάλαβαν. Οι απαγωγείς μας μπήκαν στο τζαμί με τα όπλα τους», εξομολογήθηκε η Λίνταουτ, συμπληρώνοντας:
«Μετά από αυτό με κρατούσαν σε ένα σκοτεινό βρόμικο κελί και οι βιασμοί μου αυξήθηκαν κατακόρυφα σε συχνότητα. Αυτή ήταν η τιμωρία μου» .
Η στιγμή της απαγωγής
«Ήμουν μια νέα, freelance δημοσιογράφος. Το έβλεπα σαν ευκαιρία αυτό το ταξίδι. Όταν πήγαμε στη Σομαλία με τον Brennan είχαμε σκοπό να μείνουμε μια εβδομάδα», ανέφερε η Lindhout, συμπληρώνοντας:
«Οδηγούσαμε σε ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Η Σομαλία είναι τόσο φτωχή χώρα. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν οχήματα. Κάποια στιγμή είδαμε ένα αυτοκίνητο να σταματά στην άκρη του δρόμου και επειδή ήταν το μοναδικό άλλο όχημα, μάς τράβηξε την προσοχή. Μέσα σε λίγα λεπτά, ξεκίνησε ο εφιάλτης. Μια ντουζίνα οπλισμένων ανδρών βγήκε στο δρόμο και μας σημάδευε με όπλα. Δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπά τους. Ήταν νέοι και τα είχαν καλυμμένα με φουλάρια. Μας περικύκλωσαν, άνοιξαν τις πόρτες και μας έβγαλαν έξω με το ζόρι».
Ο αρχηγός των απαγωγέων, ένας άνδρας που ονομαζόταν Adam, ζήτησε από την Amanda και τον Brennan να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους. Ζητούσε 1,5 εκατομμύριο δολάρια λύτρα για τον καθένα.
«Οι κυβερνήσεις της Αυστραλίας και του Καναδά δεν πληρώνουν λύτρα. Προέρχομαι από μια πολύ φτωχή οικογένεια. Η οικογένεια του Nigel δεν είναι πλούσια», σχολίασε και συνέχισε:
«Σχεδόν από την πρώτη ημέρα που μας χώρισαν, ξεκίνησε η σεξουαλική κακοποίηση. Ήμουν συντετριμμένη και τόσο τρομαγμένη. Όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση χειροτέρευε. Τους κόστιζε χρήματα να μας ταΐζουν και έτσι λιγόστεψαν το φαγητό που μας έδιναν».
Το βράδυ στην έρημο
«Μια νύχτα ήρθαν, με ξύπνησαν και με πήγαν στο αυτοκίνητο. Όχι όμως και τον Nigel. Τρόμαξα πολύ. Με οδήγησαν στη έρημο και φοβήθηκα το χειρότερο. Με έβγαλαν από το αυτοκίνητο και με έσπρωξαν με το κεφάλι ψηλά σε ένα δέντρο βάζοντας μου το μαχαίρι στο λαιμό».
Τότε απαίτησαν να καλέσει τη μητέρα της και να την πείσει να πληρώσει τα λύτρα μέσα σε επτά ημέρες.
Το σκοτάδι και οι βιασμοί
Το μέρος όπου τους κρατούσαν αιχμάλωτους βρισκόταν συνεχώς βυθισμένο στο σκοτάδι, καθώς δεν είχε παράθυρα παρά μόνο ποντίκια και κατσαρίδες.
Ο Abdulla, ο άνθρωπος που τη βίαζε πιο συχνά, έμπαινε καθημερινά και την κακοποιούσε.
«Άφησα» το σώμα μου
«Είχα μια πραγματική εκπληκτική εμπειρία μια μέρα που ο Abdulla με βίαζε. Έφυγα από το σώμα μου. Μας έβλεπα στο πάτωμα. Εκείνον από πάνω μου. Ένιωθα τόσο μεγάλο πόνο που μέσα από τον πόνο μου κατάλαβα πράγματα για αυτόν» περιγράφει η 36χρονη, εξηγώντας ότι ο Abdulla από μικρός είχε μείνει ορφανός και είχε βρει το πόδι της θείας του σε μια έκρηξη που τη σκότωσε.
«Εκείνη τη στιγμή ένιωσα συμπάθεια γι΄ αυτόν το νέο άνδρα που ήταν από πάνω μου και με πονούσε. Συνειδητοποίησα ότι το μυαλό μου είχε πολλή δύναμη ώστε να με βοηθήσει να επιβιώσω. Ένιωθα ότι ήμουν κάτι περισσότερο από το σώμα μου που ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Αισθανόμουν συνδεδεμένη με κάτι μεγαλύτερο. Έζησα μια πνευματική εμπειρία με πολλούς τρόπους και αυτό με στήριξε», ανέφερε.
Το τέλος του εφιάλτη
Μετά από 460 μέρες αιχμαλωσίας, οι απαγωγείς τούς πούλησαν σε μια άλλη συμμορία Σομαλών, ενώ η Αμάντα και ο σύντροφός της απελευθερώθηκαν όταν οι οικογένειές τους πλήρωσαν χιλιάδες δολάρια…
Και μπορεί οι πληγές στο σώμα της να έχουν επουλωθεί, ωστόσο αυτές στην ψυχή της Αμάντα δεν θα κλείσουν ποτέ.
Διαγνώστηκε με μετατραυματική διαταραχή, υποφέρει από κρίσεις άγχους, ενώ ακόμα ξυπνά ουρλιάζοντας. Παράλληλα, η αιχμαλωσία τής προκάλεσε προβλήματα στο πεπτικό της σύστημα, στα δόντια της αλλά και στις ορμόνες της.
Όπως ωστόσο τονίζει, η ίδια ξέρω πως «είμαι μια survivor». Και το απέδειξε…
για 15 ολόκληρους μήνες, περιέγραψε, προκαλώντας σοκ και αποτροπιασμό, μια Καναδή δημοσιογράφος - Η μεταφυσική εμπειρία της και η συμπάθεια στο βιαστή της.
Η Αμάντα Λίνταουτ έπεσε θύμα απαγωγής στη Σομαλία όταν ήταν μόλις 26 ετών. Έίχε ταξιδέψει στο Μογκαντίσου εν μέσω πολιτικών αναταραχών για λόγους εργασίας, συνοδευόμενη από τον 36χρονο Αυστραλο Νάιτζελ Μπρέναν, με τον οποίο διατηρούσε σχέση.
Και ενώ το ζευγάρι βρίσκονταν μόλις τρεις ημέρες στη χώρα της ανατολικής Αφρικής, στις 23 Αυγούστου του 2008, μία συμμορία τους απήγαγε, ενώ στη συνέχεια κάλεσε τους δικούς τους, ζητώντας λύτρα ύψους 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων για τον καθένα τους.
Ακολούθησαν 15 μήνες μαρτυρίου, κατά τη διάρκεια των οποίων η άτυχη γυναίκα και ο σύντροφός της υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και ταπεινώσεις, ενώ οι απαγωγείς ίσα που τους παρείχαν τα απολύτως απαραίτητα για να κρατηθούν στη ζωή και να μπορούν να ικανοποιούν τις αρρωστημένες ορέξεις τους.
Δεν δίσταζαν μάλιστα να κακοποιούν την Καναδή σχεδόν καθημερινά, μέχρι την απελευθέρωσή της.
Εννέα περίπου χρόνια μετά το τέλος του εφιάλτη και τη φυλάκιση των απαγωγέων της, η Λίνταουτ μίλησε στο Channel Seven της Αυστραλίας για όλα όσα έζησε τότε, αποκαλύπτοντας πως έφθασε στο χείλος της αυτοκτονίας, αλλά και τι ήταν τελικά που την κράτησε ζωντανή.
Αυγούστου 2018
Τα βασανιστήρια ήταν τόσο έντονα που κάποια στιγμή η Αμάντα σκέφτηκε να αφαιρέσει τη ζωή της με ξυραφάκι. Της είχαν δώσει ένα ώστε να ξυρίσει όλες τις τρίχες από το σώμα της και εκείνη σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει ώστε να αυτοκτονήσει.
«Είχαν περάσει 13 μήνες από τότε που με είχαν πιάσει και σκεφτόμουν σοβαρά να αυτοκτονήσω. Ένα πρωί, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, μια ανεπαίσθητη κίνηση τράβηξε το βλέμμα μου. Στο παράθυρο του κελιού μου είδα ένα μικρό πουλί να χοροπηδάει στις ακτίνες του ήλιου. Πάντα πίστευα στους οιωνούς και αυτό ήταν ένα σημάδι που μου έλεγε να συνεχίσω να ελπίζω. Εκείνο το πουλί ήταν ένας αγγελιοφόρος. Η επιθυμία να βάλω τέλος στη ζωή μου εξαφανίστηκε από τότε και δεν επέστρεψε ποτέ. Ένα εκπληκτικό συναίσθημα με πλημμύρισε απ' άκρη σ' άκρη: ήταν η βούληση να επιβιώσω πάση θυσία. Θα αποκτούσα ξανά την ελευθερία μου και θα έβλεπα ξανά την οικογένειά μου», αναφέρει, προκαλώντας ανατριχίλα η 36χρονη σήμερα δημοσιογράφος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Λίνταουτ και ο Μπρέναν μεταφέρονταν συνεχώς σε νέα κρησφύγετα από τους απαγωγείς τους, προκειμένου να μην τους εντοπίσουν.
Ελπίζοντας ωστόσο σε μια ευνοϊκότερη μεταχείριση, υποκρίθηκαν ότι ήθελαν να ασπαστούν το Ισλάμ, ωστόσο ούτε αυτό άλλαξε τη φρικιαστική αντιμετώπιση που είχαν από τα μέλη της αδίστακτης συμμορίας.
Αντιθέτως, έπειτα από μία αποτυχημένη απόπειρα του ζευγαριού να δραπετεύσει τον πέμπτο μήνα της αιχμαλωσίας τους, η σεξουαλική κακοποίηση από όλους τους απαγωγείς έγινε ακόμα και συχνή και άγρια.
«Καταφέραμε να πηδήξουμε έξω από το παράθυρο επειδή είχαμε καταλάβει ότι εκεί κοντά υπήρχε ένα τζαμί. Τρέξαμε μερικές εκατοντάδες μέτρα αλλά μας κατάλαβαν. Οι απαγωγείς μας μπήκαν στο τζαμί με τα όπλα τους», εξομολογήθηκε η Λίνταουτ, συμπληρώνοντας:
«Μετά από αυτό με κρατούσαν σε ένα σκοτεινό βρόμικο κελί και οι βιασμοί μου αυξήθηκαν κατακόρυφα σε συχνότητα. Αυτή ήταν η τιμωρία μου» .
Η στιγμή της απαγωγής
«Ήμουν μια νέα, freelance δημοσιογράφος. Το έβλεπα σαν ευκαιρία αυτό το ταξίδι. Όταν πήγαμε στη Σομαλία με τον Brennan είχαμε σκοπό να μείνουμε μια εβδομάδα», ανέφερε η Lindhout, συμπληρώνοντας:
«Οδηγούσαμε σε ένα μεγάλο αυτοκινητόδρομο. Η Σομαλία είναι τόσο φτωχή χώρα. Πολλοί άνθρωποι δεν έχουν οχήματα. Κάποια στιγμή είδαμε ένα αυτοκίνητο να σταματά στην άκρη του δρόμου και επειδή ήταν το μοναδικό άλλο όχημα, μάς τράβηξε την προσοχή. Μέσα σε λίγα λεπτά, ξεκίνησε ο εφιάλτης. Μια ντουζίνα οπλισμένων ανδρών βγήκε στο δρόμο και μας σημάδευε με όπλα. Δεν μπορούσα να δω τα πρόσωπά τους. Ήταν νέοι και τα είχαν καλυμμένα με φουλάρια. Μας περικύκλωσαν, άνοιξαν τις πόρτες και μας έβγαλαν έξω με το ζόρι».
Ο αρχηγός των απαγωγέων, ένας άνδρας που ονομαζόταν Adam, ζήτησε από την Amanda και τον Brennan να επικοινωνήσουν με τις οικογένειές τους. Ζητούσε 1,5 εκατομμύριο δολάρια λύτρα για τον καθένα.
«Οι κυβερνήσεις της Αυστραλίας και του Καναδά δεν πληρώνουν λύτρα. Προέρχομαι από μια πολύ φτωχή οικογένεια. Η οικογένεια του Nigel δεν είναι πλούσια», σχολίασε και συνέχισε:
«Σχεδόν από την πρώτη ημέρα που μας χώρισαν, ξεκίνησε η σεξουαλική κακοποίηση. Ήμουν συντετριμμένη και τόσο τρομαγμένη. Όσο περνούσε ο καιρός, η κατάσταση χειροτέρευε. Τους κόστιζε χρήματα να μας ταΐζουν και έτσι λιγόστεψαν το φαγητό που μας έδιναν».
Το βράδυ στην έρημο
«Μια νύχτα ήρθαν, με ξύπνησαν και με πήγαν στο αυτοκίνητο. Όχι όμως και τον Nigel. Τρόμαξα πολύ. Με οδήγησαν στη έρημο και φοβήθηκα το χειρότερο. Με έβγαλαν από το αυτοκίνητο και με έσπρωξαν με το κεφάλι ψηλά σε ένα δέντρο βάζοντας μου το μαχαίρι στο λαιμό».
Τότε απαίτησαν να καλέσει τη μητέρα της και να την πείσει να πληρώσει τα λύτρα μέσα σε επτά ημέρες.
Το σκοτάδι και οι βιασμοί
Το μέρος όπου τους κρατούσαν αιχμάλωτους βρισκόταν συνεχώς βυθισμένο στο σκοτάδι, καθώς δεν είχε παράθυρα παρά μόνο ποντίκια και κατσαρίδες.
Ο Abdulla, ο άνθρωπος που τη βίαζε πιο συχνά, έμπαινε καθημερινά και την κακοποιούσε.
«Άφησα» το σώμα μου
«Είχα μια πραγματική εκπληκτική εμπειρία μια μέρα που ο Abdulla με βίαζε. Έφυγα από το σώμα μου. Μας έβλεπα στο πάτωμα. Εκείνον από πάνω μου. Ένιωθα τόσο μεγάλο πόνο που μέσα από τον πόνο μου κατάλαβα πράγματα για αυτόν» περιγράφει η 36χρονη, εξηγώντας ότι ο Abdulla από μικρός είχε μείνει ορφανός και είχε βρει το πόδι της θείας του σε μια έκρηξη που τη σκότωσε.
«Εκείνη τη στιγμή ένιωσα συμπάθεια γι΄ αυτόν το νέο άνδρα που ήταν από πάνω μου και με πονούσε. Συνειδητοποίησα ότι το μυαλό μου είχε πολλή δύναμη ώστε να με βοηθήσει να επιβιώσω. Ένιωθα ότι ήμουν κάτι περισσότερο από το σώμα μου που ήταν πεσμένο στο πάτωμα. Αισθανόμουν συνδεδεμένη με κάτι μεγαλύτερο. Έζησα μια πνευματική εμπειρία με πολλούς τρόπους και αυτό με στήριξε», ανέφερε.
Το τέλος του εφιάλτη
Μετά από 460 μέρες αιχμαλωσίας, οι απαγωγείς τούς πούλησαν σε μια άλλη συμμορία Σομαλών, ενώ η Αμάντα και ο σύντροφός της απελευθερώθηκαν όταν οι οικογένειές τους πλήρωσαν χιλιάδες δολάρια…
Και μπορεί οι πληγές στο σώμα της να έχουν επουλωθεί, ωστόσο αυτές στην ψυχή της Αμάντα δεν θα κλείσουν ποτέ.
Διαγνώστηκε με μετατραυματική διαταραχή, υποφέρει από κρίσεις άγχους, ενώ ακόμα ξυπνά ουρλιάζοντας. Παράλληλα, η αιχμαλωσία τής προκάλεσε προβλήματα στο πεπτικό της σύστημα, στα δόντια της αλλά και στις ορμόνες της.
Όπως ωστόσο τονίζει, η ίδια ξέρω πως «είμαι μια survivor». Και το απέδειξε…