Η τέχνη είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, μία γλώσσα για να εκφραστούμε, να διδάξουμε, να...
παιδαγωγήσουμε, να μορφώσουμε και να μορφωθούμε. Η παραγνώριση αυτού του παράγοντα, και η άγνοια της παιδείας, της πολιτικής και διπλωματικής ιστορίας, οδηγεί τους λαούς σε επαναλαμβανόμενα λάθη.
Ιδιαίτερα δε η βυζαντινή ζωγραφική είναι μια γλώσσα που εκφράζεται με σχήματα και χρώματα και μιλά τόσο καλά όσο και ο προφορικός λόγος, ίσως και καλύτερα, γιατί έχει αποδειχθεί ότι η διαχρονικότητα της ζωγραφικής και κυρίως της βυζαντινής τέχνης μένει ανεπηρέαστη από κάθε είδους επεμβάσεις και διαβολές, μέσα στην ιστορία.
Η ζωή του ανθρώπου εμφανίζεται σαν μία αδιάκοπη αλληλουχία εικόνων, που προσδιορίζουν τις νοητικές αντιλήψεις, τις προσδοκίες, τις ψυχικές μας αναπνοές, ακόμη και τις αναζητήσεις και τις αποκαλύψεις του πνεύματός μας. Μέσα από την εικόνα έχουμε τη δυνατότητα να βρούμε το γεγονός της υπάρξεώς μας, σαφές και κατηγορηματικό, ενώ χωρίς αυτή θα παραμέναμε ακυβέρνητοι και χωρίς προσανατολισμό μέσα στη σύγχυση του κόσμου.Ο άνθρωπος ποτέ δεν έχει εκφραστεί, μόνο διαμέσου του εαυτού του. Πολλές φορές λοιπόν χρησιμοποιεί και την εικόνα για να υπερβεί τον αντικειμενισμό των φαινομένων, αλλά και τη φθορά του κόσμου και των αξιών.
Η βυζαντινή ζωγραφική έχει τη δύναμη να διατηρεί τη συλλογική μνήμη των γενεών και επομένως να στηρίζει και να διαφυλάσσει τον πολιτισμό μας.Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος λέει πως “ ζωγραφία σιωπώσα εν τοίχω λαλεί πλείονα και ωφελιμοτερα”˙ όμως χρειάζονται, φαίνεται, κατάλληλα μάτια και κατάλληλα αυτιά να διαβάσει κανείς μία εικόνα, να ακούσει την ιστορία της και το μήνυμά της. Ο Ρώσος ζωγράφος Β. Καντύνσκι γράφει πως “ η τέχνη είναι παιδί της εποχής της και μητέρα των αισθημάτων μας”˙ όμως πόσοι από τους βόρειους γείτονές μας δέχονται αυτές τις σκέψεις με νηφαλιότητα;
Είναι ιστορικά αναντίρρητο γεγονός ότι λαοί που κατοικούν στις βόρειες χώρες της Βαλκανικής πέρασαν από την αφάνεια στην ιστορική επιφάνεια όταν ήλθαν σε επαφή με το Βυζάντιο.Και σήμερα ακόμη αναγνωρίζουν το βυζαντινό πολιτισμό σαν τροφό της “νηπιακής ηλικίας” του έθνους των. Η βυζαντινή τέχνη και ο πολιτισμός ξεδιπλώθηκαν με μία θαυμαστή οικουμενική δραστηριότητα στον χώρο των Βαλκανίων και της ανατολικής Ευρώπης. Η Τουρκική επιβολή στην περιοχή αυτή, όπως και στην Ελλάδα, ετόνωσε ακόμη περισσότερο τους δεσμούς των λαών˙ όμως μόλις τον 19ο αιώνα οι ορθόδοξοι αυτοί λαοί του παλαιού βυζαντινού πνευματικού χώρου,με παρεμβάσεις άλλων δυνάμεων, γίνονται εθνικά κράτη και οι δεσμοί αρχίζουν να χαλαρώνουν χαρακτηριστικά.
Τα τρία βαλκανικά κράτη, που με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 μοιράστηκαν τη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας – ( η Ελλάδα (34. 602,5 τ.Χ.), η Γιουγκοσλαβία (25.774 τ.Χ.) και η Βουλγαρία (6.789,2 τ.Χ.), απόκτησαν σύμφωνα με το διεθνές δημόσιο δίκαιο και τίτλους κυριότητας πάνω στα καλλιτεχνικά μνημεία που βρέθηκαν στα νέα εδάφη τους.
Έτσι βρέθηκαν κληρονόμοι μιας “περιουσίας” που δεν ίδρωσαν για να τη δημιουργήσουν και φυσικό ήταν να φερθούν όπως όλοι όσοι κληρονομούν ξένο ιδρώτα˙ Όσο η Ορθοδοξία ήταν γι’ αυτούς κριτήριο της ζωής και της υπόστασης τους όλα ήταν καλά˙ όταν όμως ο εθνισμός έγινε κυρίαρχη ιδεολογία και των Σλαυϊκών λαών και η Ορθοδοξία το “όπιο”, τότε τα πράγματα άλλαξαν ριζικά.
Στα 1961, τον Σεπτέμβριο μήνα, γίνεται στην Αχρίδα το ΙΒ’ Διεθνές Συνέδριο Βυζαντινών Σπουδών. Σ’ αυτό λοιπόν το συνέδριο παρουσιάζεται πρώτη φορά η ενδοβαλκανική αρχαιολογική έριδα γύρω από την “Μακεδονική” τέχνη, με την ανακοίνωση του πιο έγκριτου ιστορικού της βυζαντινής τέχνης στο πανεπιστήμιο της Μόσχας, του καθηγητού B. N. Lazarev. Εκεί ο Lazarev αποπειράται μία χρονολογική μετατόπιση των μνημείων του ΙΔ’ αιώνα στον ΙΑ’ και, παραμερίζοντας τις εθνικές διαφορές Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας, προβάλλει σαν φορέα της “ Μακεδονικής σχολής” τη “φυλή” των Σλαύων και την αντιτάσσει κατά της Ελληνικής τέχνης της Κωνσταντινουπόλεως. Τον όρο “Μακεδονική Σχολή” της βυζαντινής ζωγραφικής χρησιμοποιεί για πρώτη φορά στα 1916 ο μεγάλος βυζαντινολόγος G. Millet, για να χαρακτηρίσει ένα ρεύμα ζωγραφικής που παρουσιάζεται το ΙΔ’ αιώνα στα Βαλκάνια και στη Ρωσία.
Ο όρος λοιπόν “Μακεδονική Σχολή” είχε για τον Millet εικονογραφικό και όχι εθνικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι ο κύριος εκπρόσωπός της, ο Μανουήλ Πανσέληνος καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και λίγο αργότερα ο ίδιος όρος του Millet θα αντικατασταθεί από τον Talbot Rice με τον όρο “σχολή της Θεσσαλονίκης”.
Αυτό γίνεται γιατί στα 1916 δεν είχαν καθαριστεί και συντηρηθεί ακόμη οι τοιχογραφίες της περιβλέπτου της Αχρίδας και του Πρωτάτου του Αγίου Όρους, όπου πλέον καθαρά φαίνεται η σχέση των μνημείων και η επίδραση της Θεσσαλονίκης στα υπόλοιπα μνημεία της Βαλκανικής.9
Ίσως ο Lazarev δεν ήταν ο πρώτος που ανακίνησε το θέμα αυτό. Στα 1911 εκδίδεται στα ρωσικά το έργο “Εικονογραφία της Θεοτόκου” του διάσημου ιστορικού της τέχνης Kondakov ο οποίος για πρώτη φορά θέτει θέμα εθνικότητας των ζωγράφων των τοιχογραφιών της Σερβίας.Από τότε αρχίζει σαφώς η προσπάθεια επιροής και καπελώματος της ιστορικής πραγματικότητας, με τις ευλογίες της Ρωσίας.
“Βέβαια, γράφει ο Kondakov, υπήρχαν Έλληνες ζωγράφοι στην Σερβία, αλλά ποιος άλλος από τους Σέρβους θα εκτελούσε στη Ντέτσανη, στην Γκρατσάνιτσα κ.ά. τις τοιχογραφίες με τις σλαυϊκές επιγραφές, ασφαλώς στη βάση υπάρχει η ελληνική τεχνοτροπία, αλλά δεν οφείλεται μόνο στους Έλληνες η ανανέωση του ΙΔ’ και ΙΕ’ αιώνα”.
Όμως η απάντηση έρχεται από τον Γάλλο G. Millet που γράφει: “Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε την εθνικότητα των καλλιτεχνών, σύμφωνα με τη γλώσσα των επιγραφών, θα πρέπει να αποδίδουμε εξ ολοκλήρου στους Έλληνες το θαυμάσιο σύνολο της Ναγκόριτσα και πολλά μέρη της Γκρατσάνιτσα, της Ματέιτσας, του Λέσνοβο και άλλων. Θα πρέπει επίσης να θυμόμαστε ότι πολλές φορές ξαναγράφτηκαν και άλλαξαν οι επιγραφές…”. Δέκα χρόνια μετά την άποψη αυτή του Millet ένας άλλος Γάλλος Βυζαντινολόγος, ο Charles Diehe, επιβεβαιώνει τις αντιλήψεις του Millet για τον ελληνικό χαρακτήρα της Μακεδονικής Σχολής, αλλά και το ελληνικό χέρι που ιστόρησε τα περισσότερα μνημεία της Γιουγκοσλαβίας.
Η εθνικότητα των ζωγράφων
Στα 1930 το θέμα των ελληνικών ή σλαυϊκών επιγραφών στις τοιχογραφίες επαναφέρει ο Γιουγκοσλάβος καθηγητής VI. Petkovic.
Ενώ ο Kondakov ισχυρίζεται πως οι σλαυϊκές επιγραφές είναι στοιχείο αποδεικτικό της εθνικότητας των ζωγράφων, άσχετα αν ο ζωγράφος υπογραφή ελληνικά, ο Petkovic, μπροστά στο πρόβλημα με τις τοιχογραφίες, που φέρουν επιγραφές στα ελληνικά, δηλώνει πως “θα ήταν λάθος να κρίνουμε από τις επιγραφές την εθνικότητα των ζωγράφων των σερβικών εκκλησιών”. Έτσι άρχισε ένας αγώνας να μεταβληθεί η εθνικότητα των ζωγράφων που επιγράφανε και υπογράφανε ελληνικά τα έργα τους στις εκκλησίες της Σερβίας και της ελληνικής Μακεδονίας σε Σέρβους, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν την ελληνική ως ιερή δήθεν γλώσσα.
Οι Θεσσαλονικείς Μιχαήλ και Ευτύχιος Αστραπάς λοιπόν χαρακτηρίζονται ως Σέρβοι καθώς και αρκετοί άλλοι ζωγράφοι, όπως ο Ιωάννης, όποιος επιγράφει μεν Σερβικά τα έργα του στα μνημεία της Σερβίας, υπογράφει όμως ελληνικότατα με την υπογραφή “Θέου το δώρον εκ χειρός Ιωάννου”. Ελληνικά υπογράφει και επιγράφει τα έργα του στη Backovo της Βουλγαρίας ο Ιωάννης Ιβηρόπουλος, Έλληνας ζωγράφος στο Kurbinovo (1191), με ελληνικές επιγραφές που έχουν άμεση σχέση με τους Αγίους Αναργύρους της Καστοριάς, Έλληνας ο ιστορήσας το ναό της Θεοτόκου στη Studenica, Έλληνας στο Dec (1317-1325) κ.ά.
Σίγουρα η επιγραφή μόνο δεν αποτελεί τεκμήριο εθνικότητας του ζωγράφου, όμως η υπογραφή νομίζουμε πως δε μπορεί να συζητηθεί. Πολλοί Έλληνες ζωγράφοι φρονίμως ποιούντες, όταν απευθύνονται σε ένα λαό που έχει τη δική του γλώσσα γράφουν τις επιγραφές στην τοπική γλώσσα και υπογράφουν ελληνικά, αλλού όπου το ελληνικό στοιχείο υπερτερεί χρησιμοποιούν την Ελληνική και στις επιγραφές. Άλλωστε το ίδιο κάνει και ο Σέρβος Μητροπολίτης Prilep Ιωάννης ο οποίος το 1382 ζωγραφίζει τον ναό του Αγίου Ανδρέα στην Treska κοντά στα Σκόπια και επειδή εκεί πλεονάζει το ελληνικό στοιχείο σε κλήρο και λαό γράφει τους τίτλους των έργων ελληνιστί και υπογράφει σερβιστί.
Όμως η αγωνία των στρατευμένων «ειδικών» δε σταματά μόνο τη μεταγραφή των Ελλήνων ζωγράφων ως Σέρβων, αλλά και στην αλλοίωση της ιστορίας των μνημείων αφού σε πολλά μέρη σβήστηκαν οι ελληνικές επιγραφές και αντικαταστάθηκαν με σερβικές ή βουλγαρικές. Πρώτος το υπενθύμισε ο Millet, το δε Μάιο του 1969 οι εμπειρογνώμονες της “ΟΥΝΕΣΚΟ” “πληροφορούνται ότι στη Βουλγαρία καταβάλλεται προσπάθεια για την εξαφάνιση όλων των ελληνικών επιγραφών από τους παλαιούς βυζαντινούς ναούς και μονές και τοποθετούνται βουλγαρικές για να εμφανίζονται ως βουλγαρικά μνημεία”.Το ίδιο έκαναν οι Βούλγαροι και σε πολλά μέρη της Μακεδονίας κατά την περίοδο όπου οργανωμένες ομάδες Κομιτατζήδων και ψευδοκληρικών Βουλγάρων όργωναν τα χωριά της Μακεδονίας. Ενδεικτικά θα πρέπει να αναφερθεί ότι έχουμε εντοπίσει αρκετές εικόνες στην περιοχή της Βορείου Ελλάδος και ειδικώτερα του Λαγκαδά όπου κάτω από τις βουλγαρικές επιγραφές υπάρχει το πρώτο στρώμα των ελληνικών επιγραφών τις οποίες ελπίζουμε να δημοσιεύσουμε εν καιρώ.
Λίγα χρόνια μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913, ο καθηγητής της μεσαιωνικής Αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Σόφιας Bogdan Filow, δημοσίευσε μία μελέτη με τη συνεργασία έξι ακόμη αρχαιολόγων, για να υποστηρίξει ότι από τα παράλια της Μαύρης Θάλασσας ως την Αλβανική ακτή της Αδριατικής, οι Βούλγαροι χάρη στην επέκταση της κυριαρχίας του κράτους του Συμεών (888- 927), του Σαμουήλ (977- 1014) και του Ασάν Β’ (1218- 1241), είχαν δημιουργήσει μια εθνική τέχνη ανεξάρτητη από το Βυζάντιο, ξεχνώντας ότι μόλις τον 8ο αιώνα απέκτησαν γραφή και αλφάβητο. Όμως τα παραδείγματα που επικαλέστηκε ο Filow, όπως της Αγίας Σοφίας και της Περιβλέπτου της Αχρίδας, ήταν άστοχα διαλεγμένα γιατί και οι δύο αυτές εκκλησίες ήταν έργα Ελλήνων ζωγράφων με ελληνικές επιγραφές. Οι απόψεις του Filov ακούγονταν μέχρι τον β΄παγκόσμιο πόλεμο οπότε τουφεκίστηκε από το καθεστώς, αλλά έμειναν τα γραπτά του να πληγώνουν την ιστορία.
Το 1946 ο Βούλγαρος καθηγητής Mavrodinov,ως νέο καθεστωτικό όργανο, επανήλθε δριμύτερος υποστηρίζοντας πως και οι Άγιοι Ανάργυροι Καστοριάς και άλλα μνημεία της Μακεδονίας ανήκουν στην βουλγαρική τέχνη.Όμως τότε συνάντησε και την αντίδραση και αυτού του Lazarev του πρώτου διδάξαντος παρόμοιες ιστορίες παραχάραξης. Βεβαίως οι απαντήσεις στα προβλήματα που έθεσαν οι Βούλγαροι και Σέρβοι επιστήμονες υπήρχαν και από τον MIllet, και από τον A. Grabar ο οποίος λέγει πως “η ζωγραφική των Σλαύων, των Ρουμάνων και ως ένα μέρος και τον Γεωργιανών, παραμένει βυζαντινή…” και από τον δικό μας Αν. Ξυγγόπουλο ο οποίος στο ίδιο συνέδριο της Αχρίδας το 1961 μιλώντας για το μωσαϊκό της Ανάληψης στον τρούλο της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης, που χρονολογείται στο 886, αποδεικνύει πόσο ο ελληνικός αρχαϊσμός στη βυζαντινή τέχνη έχει μακρά ιστορία, ξεπερνώντας τη βασιλεία του Σαμουήλ και μέσα από την τέχνη της Καππαδοκίας, της Θεσσαλονίκης, της τέχνης της μονής Λατόμου και της Ροτόντα του Αγίου Γεωργίου αφήνει πολύ πίσω τις ρίζες του αρχαϊσμού της τέχνης του προπατορικού πολιτισμού των Σλαύων.
Καταφανής η συγγένεια
Ο χώρος δεν επιτρέπει ίσως να αναφερθούμε διεξοδικά, στα συγκεκριμένα μνημεία και να εξετάσουμε τις τεχνοτροπίες ομοιότητες και την καταφανή συγγένεια των έργων της Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας με αντίστοιχα έργα της Θεσσαλονίκης, της Καστοριάς, της Βέροιας, του Αγίου Όρους κ.λ.π.
Υπάρχουν δε κάποια θέματα τα οποία ταυτίζονται απόλυτα μεταξύ των και ως προς το σχήμα και ως προς το χρώμα και ως προς τον γραφικό ακόμη χαρακτήρα των επιγραφών.
Δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στη συγγένεια του Αγίου Παντελεήμονος του Nerezi (1164) με τους Αγίους Αναργύρους της Καστοριάς όπως και του Αγίου Γεωργίου του Kurbinovo με τον ίδιο ναό. Ο Επιτάφιος Θρήνος είναι η παράσταση που συνδέει καταφανώς αυτά τα μνημεία. Εξάλλου στο Bachkovo της Βουλγαρίας όπου η ιστόρηση του ναού γίνεται από τον Ιωάννη τον Ιβηρόπουλο, η παράσταση του οράματος του προφήτου Ιεζεκιήλ έχει πολλά κοινά σημεία με την ίδια παράσταση του Οσίου Δαβίδ Θεσσαλονίκης, φανερώνοντας έτσι την επίδραση της συμβασιλεύουσας στην τέχνη της περιοχής. Ο διάκοσμος της Αγίας Σοφίας Αχρίδας ομοιάζει κατά πολύ με τον της Αγίας Σοφίας Θεσσαλονίκης και της Παναγίας των Χαλκέων. Τα δε πρόσωπα, τα σώματα και οι πτυχώσεις οδηγούν προς την τέχνη του Οσίου Λουκά στη Λιβαδειά και στα μνημεία της Καππαδοκίας. Τα έργα των Αστραπάδων πέραν πάσης αμφιβολίας συνδέονται από πολλές απόψεις με τη Θεσσαλονίκη και το Άγιο Όρος.
Ένα μεγάλο πλήθος από μεμονωμένα θέματα αλλά και ολόκληρες πολυπρόσωπες παραστάσεις γίνονται μάρτυρες της ταυτότητας και της συγγένειας των μνημείων της Βαλκανικής, προς αυτά της ελληνικότητατης Μακεδονίας και της Θεσσαλονίκης. Η βυζαντινή τέχνη στο λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα έχει τις δικές της αποδείξεις που κραυγάζουν˙ Η αρχαιολογική σκαπάνη καθημερινά φέρνει στο φως νέα στοιχεία- απαντήσεις στους όποιους “άσπονδους φίλους” της αλήθειας και της ιστορίας.
Η μελέτη του καθηγητού Κ. Καλοκύρη: “Προέλευση των βυζαντινών μνημείων του γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας, Σερβίας, Βουλγαρίας” και του καθηγητού Αγ. Προκοπίου “Το μακεδονικό ζήτημα στη Βυζαντινή ζωγραφική”, παρέχουν αρκετά στοιχεία, που αξίζει να μελετηθούν. Η γνώση ποτέ δεν έβλαψε αυτούς που θέλουν να υπηρετήσουν την αλήθεια και να αρματωθούν πνευματικά για την υπεράσπιση της αλήθειας της πατρίδας και της ιστορίας. Δυστυχώς όμως είναι φτωχή η πολιτική μας ζωή, από ανθρώπους που αγαπούν την γνώση και την ιστορική αλήθεια. Στην Ελλάδα και στην Μακεδονία, μιλούν και κραυγάζουν τα μνημεία και οι τάφοι, οι πέτρες και τα αγκωνάρια των αρχαίων ναών και πόλεων, Ηράκλεια, Ιουστινιανή, Μοναστήρι, Αχρίδα, κάποτε έσφυζαν από ελληνισμό. Σήμερα οι πέτρες αυτές και τα ερείπια, οι τοιχογραφίες και τα αρχιτεκτονήματα φωνάζουν για την ιστορία και τη διδάσκουν άφωνα, σε ανθρώπους τυφλούς, κωφούς και ανεπίδεκτους ιστορικής μαθήσεως.
Αναρωτιέμαι, και ρωτώ τους «περήφανους» Έλληνες πολιτικούς: Τι άλλαξε άραγε από το 1913, από τότε που οι Δυτικοί συμμαχοί μας, μοίραζαν τη γη μας και κομμάτιαζαν την ιστορία μας; Τι άλλαξε σήμερα, όταν οι ίδιοι πάλι ξένοι, επιβάλλουν την δική τους θέληση στις ιστορίες των λαών της Βαλκανικής; Τι μπορεί να αλλάξει σε μια πατρίδα, όταν οι ξένοι αποφασίζουν για την υπόθεση του Σκοπιανού, ακόμα και για το πότε η αντιπολίτευση θα καταθέσει την πρόταση μομφής στο ελλήνικό κοινοβούλιο!!! «Δειλοί μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» όπως έγραψε κάποτε ο Βάρναλης!
Είναι να ντρέπεσαι για την κατάντια της χώρας μας!!!
Πηγή