Ένα ατυχές μοτίβο που εμφανίστηκε πρόσφατα στο διάλογο για τις δημόσιες πολιτικές που...
αφορούν την οικονομική κινητικότητα (ένας δείκτης των απολαβών ενός ατόμου σε σύγκριση με τις απολαβές των γονέων τους όταν βρίσκονταν στην ίδια ηλικία) είναι η πλέον συχνή σύμφυρση των εννοιών της οικονομικής κινητικότητας, της φτώχειας και της εισοδηματικής ανισότητας. Αυτά τα ζητήματα δεν ταυτίζονται, και οι πολιτικές δράσεις για την αντιμετώπισή τους διαφέρουν μεταξύ τους. Η σύγχυση μεταξύ αυτών των διακριτών εννοιών δεν είναι μόνο παραπλανητική, αλλά μπορεί και να δημιουργήσει αρνητικές μακροχρόνιες απρόθετες συνέπειες που υπονομεύουν τις προσπάθειες να ενισχυθεί η κοινωνική κινητικότητα και να αντιμετωπιστεί η φτώχεια.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η μείωση της απόλυτης φτώχειας είναι μια από τις λιγότερο συζητημένες ιστορίες επιτυχίας της σύγχρονης εποχής μας. Σύμφωνα με τα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 36% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε ακραία φτώχεια το 1990. Στα λίγα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι το 2011, αυτός ο αριθμός μειώθηκε κατά περισσότερο από το ήμισυ, καθώς σήμερα μόλις το 15% του παγκόσμιου πληθυσμού ζει σε συνθήκες ακραίας φτώχειας. Οι ρίζες αυτής της προόδου μπορούν να εντοπιστούν απευθείας στη ραγδαία διάδοση του παγκόσμιου καπιταλισμού - με το σημαντικότερο δίδαγμα να είναι το ότι η πιο καταστροφική μορφή αποκλεισμού είναι ο αποκλεισμός από ένα λειτουργικό σύστημα αγοράς. Ενώ όμως ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει βγάλει εκατομμύρια ανθρώπους από την ακραία φτώχεια, πολλοί υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής καθώς και πανεπιστημιακοί επιμένουν πως έχει προκαλέσει (ή τουλάχιστον έχει επιδεινώσει κατά πολύ) ένα άλλο κοινωνικό πρόβλημα: την εισοδηματική ανισότητα.
Παρά την εντυπωσιακή επιτυχία των καθημερινών ανθρώπων που βγαίνουν από τη φτώχεια μέσω της παραγωγής και της πρόσβασης σε μια σταθερή αγορά, η αφήγηση της εισοδηματικής ανισότητας έφτασε να κυριαρχεί στο σημερινό διάλογο για τις δημόσιες πολιτικές, ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το κλισέ “οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι’ μπορεί να βοηθά τους αρμόδιους για τη χάραξη πολιτικής να εφαρμόζουν προγράμματα ολοένα και μεγαλύτερης αναδιανομής πλούτου, η αλήθεια όμως είναι πολύ λιγότερο ανησυχητική. Οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι, αλλά και οι φτωχοί γίνονται πλουσιότεροι, απλώς όχι αναγκαστικά με την ίδια ταχύτητα. Μολονότι υπάρχει άπλετος χώρος για τη βελτίωση της ανοδικής οικονομικής κινητικότητας στις Ηνωμένες Πολιτείες, συνεχίζει να ισχύει πως περίπου τρεις τους τέσσερις Αμερικανούς ενήλικες (και η τεράστια πλειονότητα των φτωχών παιδιών) ζουν καλύτερα απ’ ό,τι οι γονείς τους αφού ληφθεί υπόψη το αυξανόμενο κόστος διαβίωσης.
Οι πολιτικές που έχουν ως στόχο την εξάλειψη των εμποδίων που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι που επιδιώκουν να ανέλθουν την εισοδηματική κλίμακα θα πρέπει να εξεταστούν και να εφαρμοστούν με θέρμη, αλλά ένας τέτοιος στόχος προϋποθέτει τη βαθύτερη κατανόηση των θετικών και των αρνητικών συνεπειών που εμφανίζονται σ’ αυτό το υπόβαθρο της δημόσιας πολιτικής. Υπάρχει έντονη διαφορά μεταξύ του να εστιάζουμε στην ενίσχυση της απόλυτης ανοδικής οικονομικής κινητικότητας με το να επιχειρούμε απλώς να μειώσουμε την εισοδηματική ανισότητα. Σε πρώτη ματιά, αυτοί οι στόχοι μπορεί να φαίνονται συμπληρωματικοί, όμως υπερβολικά σπάνια είναι αμοιβαίως συμβατοί.
Οι λύσεις πολιτικής που στοχεύουν στη μείωση της εισοδηματικής ανισότητας δεν επηρεάζουν με αναγκαστικά θετικό τρόπο όσους επιδιώκουν να ξεφύγουν από τη φτώχεια, ούτε υπάρχει κάποια εγγύηση ότι τέτοιες προσπάθειες θα βοηθήσουν ταυτόχρονα την κοινωνία συνολικά να πετύχει περισσότερη μακροπρόθεσμη ανοδική οικονομική κινητικότητα. Πολύ συχνά, αυτοί οι στόχοι συγκρούονται. Για παράδειγμα, μια από τις συχνότερες προτάσεις πολιτικής που διατυπώνουν όσοι επιδιώκουν να μειώσουν την εισοδηματική ανισότητα είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού. Αυτές όμως οι προσπάθειες (αν πετύχουν καθόλου τον στόχο της μείωσης της εισοδηματικής ανισότητας) έχουν μια σειρά έντονων αρνητικών συνεπειών. Τον Ιούνιο του 2014, το Δημοτικό Συμβούλιο του Σηάτλ ενέκρινε την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 15 δολάρια την ώρα σε μια περίοδο κάποιων ετών. Στο κείμενο της απόφασης, οι συγγραφείς της επικαλούνται το έργο του Γάλλου οικονομολόγου Thomas Piketty και την “ανάγκη να αντιδράσουμε στην εισοδηματική ανισότητα” ως κίνητρο για την αύξηση. Αφού όμως εφαρμόστηκαν μερικές αυξήσεις στον κατώτατο μισθό (πριν φτάσει το κατώφλι των 15 δολαρίων) μια ερευνητική ομάδα στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον βρήκε ότι “το συνολικό μισθολογικό κόστος για τέτοιου είδους δουλειές μειώθηκε, καταδεικνύοντας ότι η Απόφαση μείωσε το ποσό που καταβάλλεται σε εργαζόμενους σε χαμηλόμισθες θέσεις κατά 74 δολάρια ανά μήνα ανά θέση κατά μέσο όρο το 2016”.
Πέρα από τις εμπειρικές αποτυχίες στην προσπάθεια τεχνητής ενίσχυσης των μισθών των χαμηλόμισθων εργαζομένων, οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό έχουν επίσης ως συνέπεια το ότι βλάπτουν με έμμεσο τρόπο τις μακροπρόθεσμες προοπτικές για ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Γίνεται ολοένα και πιο σαφές το γεγονός ότι οι μη γνωσιακές δεξιότητες όπως οι διαπροσωπικές δεξιότητες, οι δεξιότητες επικοινωνίας και η κοινωνική νοημοσύνη, ή αλλιώς οι ήπιες δεξιότητες (soft skills), είναι ιδιαίτερα περιζήτητες στη σύγχρονη αγορά εργασίας. Ακόμη, η απόκτηση εργασιακής εμπειρίας νωρίς, συνηθέστατα σε μια εισαγωγικού επιπέδου θέση εργασίας με κατώτατο μισθό, είναι ένας από τους καλύτερους μηχανισμούς για την ανάπτυξη και την τελειοποίηση των ήπιων δεξιοτήτων. Αυτά όμως τα εκκολαπτήρια ήπιων δεξιοτήτων εξαφανίζονται για τον απλό λόγο ότι υπάρχουν διαθέσιμες λιγότερες ευκαιρίες για θέσεις εισαγωγικού επιπέδου, ιδιαίτερα για τους νεότερους εργαζόμενους. Η βασική αιτία για τη μείωση αυτών των ευκαιριών είναι η αύξηση του ελάχιστου μισθού, είτε άμεσα, καθώς οι νεώτεροι εργαζόμενοι εξωθούνται λόγω των τιμών εκτός της αγοράς εργασίας, είτε έμμεσα, μέσω της τεχνητής ενθάρρυνσης της υιοθέτησης τεχνολογιών που εξοικονομούν εργασία.
Μια ακόμη δημοφιλής “λύση” δημόσιας πολιτικής για την αντιμετώπιση της εισοδηματικής ανισότητας είναι η αύξηση του φόρου εταιρικού εισοδήματος και η χρήση των εισπράξεων για τη χρηματοδότηση κρατικών προγραμμάτων με στόχο την ενίσχυση των μισθών, την κατάρτιση ή την παροχή εκπαιδευτικών ευκαιριών σε ανθρώπους χαμηλού εισοδήματος. Το να υποχρεωθούν οι επιχειρήσεις να πληρώσουν το “δίκαιο μερίδιό τους” υπήρξε μάλιστα βασικός πυλώνας του επίδοξου προεδρικού υποψηφίου το 2016 και αυτοπροσδιοριζόμενου ως Δημοκράτη-Σοσιαλιστή, γερουσιαστή Μπέρνι Σάντερς. Ένα πρόσφατο κείμενο εργασίας του Harvard Business School με τίτλο “Corporate Tax Cuts Increase Income Inequality” (Οι μειώσεις στον εταιρικό φόρο αυξάνουν την εισοδηματική ανισότητα), υποστηρίζει ότι οι κρατικές μειώσεις στον φόρο εταιρικού εισοδήματος επιδεινώνουν την εισοδηματική ανισότητα. Οι συντάκτες όμως συμπεραίνουν επίσης ότι η μείωση στους πολιτειακούς φόρους εταιρικού εισοδήματος αυξάνουν τις πραγματικές επενδύσεις που είναι ένας βασικός μοχλός της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα δεδομένα του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), ο οποίος δημοσίευσε μια ευρεία μελέτη το 2008 η οποία συμπέρανε ότι οι φόροι στο εισόδημα τείνουν να εμποδίζουν την οικονομική ανάπτυξη σημαντικά περισσότερο από άλλα φορολογικά εργαλεία. Ακόμη, οι συγγραφείς της έρευνας συμπέραναν ότι οι φόροι εταιρικού εισοδήματος είχαν τις αρνητικότερες επιπτώσεις στην οικονομική ανάπτυξη.
Μολονότι είναι καλώς τεκμηριωμένο το γεγονός ότι οι φόροι συνολικά και οι φόροι εταιρικού εισοδήματος συγκεκριμένα επηρεάζουν αρνητικά την οικονομική ανάπτυξη, τα οφέλη μιας οικονομίας που αναπτύσσεται και μιας εύρωστης εργασιακής αγοράς μπορεί να είναι δυσκολότερο να απεικονιστούν. Πριν από δεκαετίες, ο ερευνητής του Brookings Institution, Arthur Okun κατέδειξε πως οι εργαζόμενοι έχουν τη μεγαλύτερη δυνατότητα να αυξήσουν τις απολαβές τους όταν η οικονομία προσεγγίζει την πλήρη απασχόληση. Οι επενδύσεις και η οικονομική ανάπτυξη είναι μακράν οι καλύτεροι μηχανισμοί για την ενίσχυση της απασχόλησης και συνεπακόλουθα των ευκαιριών για τους εργαζομένους να αποκτήσουν νέες δεξιότητες, εργασιακή εμπειρία και να ανέλθουν στην εισοδηματική κλίμακα. Αυτές είναι άμεσες επιλογές που πρέπει να ληφθούν υπόψη από εκείνους που υποστηρίζουν την αύξηση της φορολογίας των εταιρικών εισοδημάτων για την αντιμετώπιση της εισοδηματικής ανισότητας.
Η επιδίωξη της ενίσχυσης της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας είναι παραγωγικότερη για τον εντοπισμό των εμποδίων που υπάρχουν στον δρόμο προς την ευημερία των ανθρώπων και τη δημιουργία πλούτου. Η απομάκρυνση αυτών των εμποδίων, τόσο των τεχνητών όσο και των φυσικών, είναι ο καλύτερος τρόπος για να διασφαλίσουμε ότι κάθε άτομο θα έχει την ευκαιρία να κατακτήσει το Αμερικανικό Όνειρο. Είναι βέβαιο πως δεν χρειαζόμαστε περισσότερη εισοδηματική ανισότητα για να διευρύνουμε την ευημερία, αλλά το να κυνηγάμε το φάντασμα της ανισότητας θέτει αυτόν τον στόχο σε κίνδυνο.
Ο Gonzalo Schwarz είναι ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Ινστιτούτου Archbridge και μέχρι πρότινος διευθυντής στρατηγικών πρωτοβουλιών στο Atlas Network.
Πηγή